- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Urban Lines: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.
Από τον κεντρικό στύλο κρατιέται μια κυρία γύρω στα 50. Είναι επιβλητικά όμορφη και καλοντυμένη. Η παρουσία της προκαλεί, αλλά όχι από έλλειψη σεμνότητας. Είναι από τις γυναίκες που δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις. Είναι όλα τόσο όσο. Είναι η γυναίκα που κοιτάς και στην οποία εύχεσαι να μοιάσεις, ό,τι ηλικία και αν είσαι. Όλα αυτά τα γνωρίζει, και αυτό είναι μέρος της επιβλητικότητά της, προσφέροντας αυτοπεποίθηση χωρίς υπεροψία. Εντάξει, ίσως λίγη. Και αυτή, όμως, τόσο όσο.
Κοιτάω γύρω μου και βλέπω ότι την παρατηρούν οι περισσότεροι επιβάτες, άνδρες - γυναίκες. Στο Σύνταγμα ο κόσμος ανακυκλώνεται αλλά εκείνη παραμένει στο ίδιο σημείο. Μπαίνει και σταματάει μπροστά της ένας κύριος, παρεμφερούς ηλικίας. Την κοιτάει επίμονα, και μέχρι να φτάσουμε Συγγρού-Φιξ ξεκινά να της μιλά. Ξεκίνησε με ένα κλισεδάκι τύπου «πάτε μακριά;» Το θεώρησα αδύναμο σαν opening, αλλά ήλπιζα ότι θα άνοιγε τα καλά χαρτιά του όσο προχωρούσε η κουβέντα.
Ο εν λόγω κύριος ήταν μετρίου αναστήματος, κοντύτερος όμως από την πρωταγωνίστριά μας. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, ένα βαμβακερό πράσινο παντελόνι με μαζεμένο ρεβέρ, και από κάτω ένα ωραίο μοκασίνι. Α! Και μια υπέροχη κολόνια. Εκείνη απαντούσε ευγενικά αλλά χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από το ντύσιμό της δεν μπορούσα να καταλάβω αν πήγαινε σε δουλειά ή για καφέ. Ήλπιζα ο κύριος να με βοηθήσει να το ανακαλύψω. Η κουβέντα προχωρούσε, αργά μεν, σταθερά δε. Το πρόσωπό της όμως παρέμενε οριακά αδιάφορο.
Δεν είστε ο πρώτος της ημέρας, σκέφτηκα. Κάθε φορά που η τύπισσα ανακοίνωνε τον σταθμό έχανα κομμάτια της κουβέντας και εκνευριζόμουν. «Τα παπούτσια σας είναι πολύ ιδιαίτερα» της είπε κοντά στο Μεταξουργείο, «αυτά είδα πρώτα και ήρθα να σας μιλήσω». Για να είμαι ειλικρινής δεν τα είχα προσέξει, αλλά εκείνη την ώρα το βλέμμα μου κατέβηκε αμέσως σε αυτά. Κατά τη γνώμη μου δεν είχαν κάτι το πρωτότυπο, ωστόσο ήταν κομψά, λεπτεπίλεπτα και συμπλήρωναν άψογα το υπόλοιπο ντύσιμό της.
«Όχι, τώρα, ας πούμε, πιστεύει αυτός ότι θα ρίξει αυτή» άκουσα μια κοπέλα να λέει δίπλα μου. «Γιατί, ρε συ;» της απαντά η φίλη της, «δώσ’ του μια ευκαιρία». «Άσε μας, μωρέ, με τον κοντό» συνέχισε η άλλη. «Ρε φίλε, είσαι πολύ ρατσίστρια, για να μην πω κολλημένη... εσένα δηλαδή αν ερχόταν ένας με τη φάτσα του Jamie Dornan, ας πούμε, αλλά το ύψος του κυρίου, θα του ’λεγες μα πώς τολμάς!» «Εντάξει και εσύ τώρα, όχι, αλλά θα με χάλαγε». «Είσαι τουλάχιστον ηλίθια». «Επίσης αυτός δεν είναι καν τόσο όμορφος». «Ενώ εσύ είσαι η Adriana Lima, και πού να ρίξεις το επίπεδό σου... σωστά».
Ο κύριος εντωμεταξύ έχανε έδαφος, το έβλεπα στα μάτια της κυρίας τα οποία δεν ήταν πια τόσο συγκεντρωμένα επάνω του αλλά πλανιόντουσαν χαμένα σε άλλους ανθρώπους. Νομίζω το κατάλαβε και εκείνος γιατί έσπευσε να κάνει την τελευταία και μοναδική κίνηση που του είχε απομείνει. Να της ζητήσει να βγούνε. «Έχετε χρόνο για έναν καφέ...» ξεκίνησε να λέει, αλλά το υπόλοιπο χάθηκε κάτω από την έκπληξη της συνοδοιπόρου μου, η οποία σπρώχνοντας τη φίλη της, είπε «στο ΄πα ότι θα το κάνει! Κερνάς κοκτέιλ στο Bank Job απόψε!» «Τι λες μωρή, σιγά μη σε κεράσω και δείπνο. Έναν καφέ και πολύ σου είναι. Μπράβο του όμως δεν του το ‘χα.»
Ο κύριος έχανε έδαφος, το έβλεπα στα μάτια της κυρίας τα οποία δεν ήταν συγκεντρωμένα επάνω του αλλά πλανιόντουσαν χαμένα σε άλλους ανθρώπους. Νομίζω το κατάλαβε κι εκείνος γιατί έσπευσε να κάνει την τελευταία κίνηση που του είχε απομείνει...
Η κυρία είχε αλλάξει ύφος. Το mode είχε πλέον λίγη άμυνα. Είχε κερδίσει η υπεροψία σήμερα. «Ξέρετε κάτι;» του είπε κοφτά, «δεν σας προλαβαίνω όλους. Αλήθεια. Δεν έχω πού να σας βάλω». Σαν μια τέλεια στημένη σκηνή από ταινία, το τέλος της δήλωσής της, και απόρριψης του εύθυμου κυρίου, σήμανε την άφιξη του συρμού, το άνοιγμα των θυρών, και τη μνημειώδη έξοδό της από το βαγόνι. Τα στόματα των κοριτσιών ήταν ορθάνοιχτα, μαζί με το δικό μου. Προς στιγμήν κοιταχτήκαμε κιόλας σε μια αστεία συνωμοσία, λες και γνωριζόμασταν από παλιά.
Ο κύριος όμως... ο κύριος δεν είχε κουνηθεί καν από τη θέση του δίπλα στον στύλο. Τον είδα να χαμογελάει ενώ η κοπελιά με την αισθησιακή φωνή μάς έλεγε πού πάμε (λες και ξέρουμε). Δεν άντεξα. Τον πλησίασα. Πόσο άσχημα να αισθανόταν; Το παίρνουν άραγε οι άντρες τόσο βαριά όσο εμείς; Έφτασα δίπλα του, και πριν χάσω το θάρρος μου τον ρώτησα «απογοητευτήκατε;» Γύρισε χωρίς ίχνος έκπληξης ως προς την αδιακρισία μου και μου είπε: «Όχι, καθόλου. Δεν υπάρχει απόρριψη. Δεν μπορούμε να αρέσουμε όλοι σε όλους. Πάμε παρακάτω». Γύρισα να κοιτάξω τα κορίτσια, να ανταλλάξουμε ένα τελευταίο βλέμμα, αυτό ίσως της κατανόησης μιας αλήθειας τόσο απλοϊκής που απλά αρνούμαστε να πιστέψουμε, αλλά είχαν ήδη πάει παρακάτω.