- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Urban Lines: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.
Χρυσά κοσμήματα διακοσμούν ένα σώμα που ήταν κάποτε νέο. Ένα δαχτυλίδι που άνηκε στον παράμεσο τώρα μπορεί να φορεθεί μόνο στο μικρό δάχτυλο. Η βέρα έχει αφήσει τα σημάδια του χρόνου και της άφεσης. Ίσως και μένα μια μέρα τα δαχτυλίδια μου να μη μου κάνουν. Θέλω όμως να πιστεύω πως αν συμβεί αυτό δεν θα τα φοράω – ή, αν μπορώ, θα πάρω καινούργια. Από την άλλη όμως θυμάμαι τα λεπτεπίλεπτα χέρια της γιαγιάς μου, πόσο όμορφα ήταν μέχρι το τέλος της ζωής της. Ίσως όλα είναι μια επιλογή, και όχι ένα πεπρωμένο.
Από τον λαιμό κρέμεται ένας χρυσός σταυρός, βαφτιστικός, ίσως της κόρης της που κάθεται δίπλα μου. Και οι δύο φοράνε ένα καλοκαιρινό φόρεμα. Τα γυαλιά ηλίου της μαμάς είναι πια πεπερασμένα. Ανήκουν ίσως στο έτος που η επιθυμία για ανανέωση ήταν ακόμα ζωντανή. Το δέρμα όμως είναι καθαρό, χωρίς πολλές ρυτίδες, μάλλον υπάρχουν καλά γονίδια. Δεν βγάζει τα γυαλιά της καθόλου, παρά τα χαμηλώνει για να τρίψει τα μάτια της. Κρατάει την τσάντα της σφιχτά. Ίσως κάποιος της είπε ότι τις αρπάζουν διάφοροι επιτήδειοι. Έχει άραγε γίνει πιο επικίνδυνη η Αθήνα; Ή εμείς πιο φοβικοί;
Η κόρη βάφει ακόμα τα νύχια των ποδιών της. Πόσα χρόνια μέχρι να μην μπορεί να τα φτάσει; Το φόρεμά της ανοιχτόχρωμο. Το πρόσωπό της φαίνεται να έχει ακόμα μερικά χαμόγελα. Η μαμά είναι αγέλαστη, σοβαρή, λυπημένη εσωτερικά. Θέλει όμως να δείχνει καλά. Γι’ αυτό φόρεσε το μαύρο φόρεμα με τα κρεμ πουά. Γι’ αυτό φοράει ακόμα τα δαχτυλίδια της. Τι έχουν δει και αυτά... Από ποιον αγοράστηκαν; Όσο το βαγόνι γεμίζει τόσο τα χέρια της σφίγγουν την τσάντα.
Η κυρία που καθόταν δίπλα της φεύγει μετά την 3η στάση, και η μαμά ακουμπάει το χέρι της στο διπλανό κάθισμα προσκαλώντας την κόρη της να έρθει κοντά της. Εκείνη υπακούει αμέσως και πάει. Περιμένω έναν διάλογο να ξεκινήσει. Καμιά τους όμως δεν μιλάει. Ίσως στέρεψαν τα λόγια από το σπίτι στο μετρό. Ίσως μένουν ακόμα μαζί και τα έχουν πει όλα. Ίσως τα νέα της μίας συνυπάρχουν τόσο με αυτά της άλλης που η επανάληψή τους είναι ανούσια και οι λεπτομέρειες αδιάφορες. Ειδάλλως κάτι θα λέγανε.
Έστω για τον καιρό. Και αυτόν όμως φαίνεται να τον μοιράζονται. Τι να πεις άλλωστε για τον καιρό του Αυγούστου; Είναι μονόπρακτος, προβλέψιμος, απαράλλακτος: ζέστη. Όταν ζούσα στην Οτάβα, το αστείο στην παρέα μας ήταν ότι ο ήλιος έχει δόντια. Εδώ, στη γλυκιά μας Αθήνα, ο ήλιος του Αυγούστου φαντάζει σαν τον θεό της Παλαιάς Διαθήκης: είναι τιμωρός, σε βρίσκει όπου και αν κρυφτείς. Κυνηγά τις σκιές και τις εξολοθρεύει με καυτή λάβα. Όπου και αν σε ακουμπήσει σε καίει.
Τα πόδια της με τα βίας χωράνε στα παπούτσια. Το φόρεμα με τις βουλίτσες είναι στενό. Τα μαλλιά της κομμένα κοντά για να μην ασχολείται. Κι όμως, τα βάφει. Μικρές πινελιές μιας στάσιμης ζωής που κάποτε κινείτο. Πού πάνε άραγε, μάνα και κόρη; Στο γιατρό, σκέφτηκα, ή επίσκεψη σε κάποια θεία που ζει ακόμα στο κέντρο. Γιατί δεν μπορούσα να τις φανταστώ να πίνουν καφέ σε έναν κήπο; Θύμωσα με τον εαυτό μου. Τα μάτια της κόρης ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής έτοιμα να πουν κάτι. Την έβλεπα να καταπίνει λέξεις, κυρίως ερωτηματικές. Οι εισπνοές της ήταν πάντα πιο τραχιές. Ίσως γι’ αυτό η μάνα φορούσε γυαλιά· για να μην μπορεί κανείς να διαβάσει αυτά που δεν έχουν ουσία. Το χθες πάει, πέρασε, τι ψάχνεις να βρεις; Και το σήμερα είναι αυτό που είναι. Τι να κάνουμε τώρα; Αύριο, έχει ο Θεός.
Η κόρη όμως ήλπιζε ακόμα σε ένα σήμερα λίγο πιο γεμάτο. Το είδα στο βλέμμα της, όταν κοίταζε γύρω της σαν να ψάχνει κάποιον· κάποιον να τη «δει». Στο απαλό πορτοκαλί κραγιόν της. Στο ανοιχτόχρωμο, λουλουδάτο φόρεμά της. «Ο μπαμπάς τελικά δεν πήρε, ε;» την άκουσα να ρωτάει λίγο πριν σηκωθούν. «Όχι, ο μπαμπάς δεν πήρε».