Life in Athens

Urban Lines: Πανόρμου

Ποτέ δεν τολμώ με ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Τι λες σε έναν ξένο;

Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 716
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Urban Lines: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Τα τζάμια στο βαγόνι έχουν λεκέδες από νερό, σαν να είχε βρέξει χθες εδώ στα έγκατα της γης. Πόσο σουρεαλιστικό θα ήταν να ξεκινούσε τώρα να βρέχει; Και πόσοι θα το πρόσεχαν; Πόσα δευτερόλεπτα θα έπαιρνε να αντιληφθούν ότι ναι μεν κοιτάς έξω από ένα παράθυρο, αλλά αυτό δεν θα ’πρεπε να συμβαίνει; Πώς έγιναν αυτοί οι λεκέδες; Ένα παλικάρι με μία πράσινη κοντομάνικη μπλούζα και βαμπιρικά λευκό δέρμα έχει γύρει στις πόρτες. Χαμογελάει. Λίγο μετά καταλαβαίνω ότι αυτή πρέπει να είναι η φυσική του έκφραση. Έχει μαύρα, σγουρά μαλλιά. Πρέπει να τα χτένισε πριν φύγει από το σπίτι, αφού ξυρίστηκε κόντρα (περίεργο στις μέρες μας), γιατί παραείναι φουντωτά. Είναι αεικίνητος, δεν βολεύεται πουθενά. Προς στιγμήν τον είδα να ψιθυρίζει κάτι στον εαυτό του· και εγώ το κάνω συνέχεια, αλλά όχι δημοσίως. Εντάξει, ίσως μερικές φορές.

Μια μαμά με τον 10χρονο γιο της κάθονται κοντά μου. Δεν προσέχω αυτούς όμως πρώτα, αλλά την κυρία που κάθεται απέναντί τους. Έχει γυρισμένο το κεφάλι της 30° στα δεξιά, το χέρι στο στόμα της, και τους κοιτάει με τις άκρες των ματιών της, τα οποία έχει κλείσει και λίγο. Μεταφέρομαι πιο κοντά. Θέλω να ακούσω τι της έχει τραβήξει τόσο την προσοχή και το ενδιαφέρον. Δεν προλαβαίνω να ακούσω πολλά, παρά μόνο τον μικρό να ρωτάει «και δεν είχες φοβηθεί;» «Βέβαια είχα φοβηθεί, αλλά περισσότερο εξεπλάγην». Προχώρησα λίγο περισσότερο για να δω το πρόσωπο της μαμάς. Φαντάστηκα ότι θα ήταν άσχημη, απεριποίητη, μεγάλη σε ηλικία, κάτι τέλος πάντων να μου δώσει μια πειστική ερμηνεία για εκείνο το βλέμμα. Δεν έβρισκα όμως τίποτα περίεργο ή κατακριτέο πέρα από το υπερβολικά μακριά και υπερβολικά κόκκινα μαλλιά της (όλοι κρίνουμε). Στην επόμενη στάση σηκώθηκαν να φύγουν, και έτσι έκατσα στη θέση του μικρού.

Είχα, λοιπόν, την κυρία απέναντί μου. Ήταν κοντά στα 42, όμορφη, λεπτά χαρακτηριστικά, λευκό, λείο δέρμα, καστανοπράσινα μάτια, και κοντά καστανόξανθα μαλλιά. Ήταν πολύ κομψή. Για κάποιο λόγο ήμουν σίγουρη ότι τώρα θα έστρεφε εκείνο το βλέμμα προς τα εμένα. Όσες φορές όμως την κοίταξα είχε τα μάτια κλειστά και το κεφάλι ελαφρώς σηκωμένο. Το πρόσωπό της μαρτυρούσε πόσα ήθελε να ξεχάσει. Στην επόμενη στάση, μου τράβηξε το βλέμμα ένα φωτογλυπτικό στον τοίχο και γύρισα το κεφάλι μου απότομα δεξιά για να δω τι είναι. Ακούω ξαφνικά μια φωνή να μου λέει: «Πανόρμου είμαστε». Ήταν η όμορφη κυρία. «Ορίστε;» της απαντώ. «Η στάση· είναι Πανόρμου». «Α! Κοιτούσα το φωτογλυπτικό. Δεν το είχα ξαναδεί. Η στάση μου είναι πιο κάτω. Σας ευχαριστώ». Μου χαμογέλασε, ενώ το βλέμμα της με διαπερνούσε.

Ήθελα να τη ρωτήσω τι της συμβαίνει. Δεν τόλμησα όμως. Ποτέ δεν τολμώ με ανθρώπους που δεν γνωρίζω, γιατί σκέφτομαι ότι αν με ρώταγε εμένα κάποιος μπορεί και να αισθανόμουν περίεργα ή να μην ήξερα τι να απαντήσω. Τι λες σε έναν ξένο; Συνέχισα να την κοιτάω. Προσπάθησα να φανταστώ τους λόγους που χάζευε τόσο έντονα τη μαμά με τον μικρό. Πρόσεξα ότι δεν φορούσε βέρα. Ίσως δεν είχε παιδιά. Ίσως άκουγε τη συζήτηση μεταξύ τους και φανταζόταν τι θα απαντούσε η ίδια στον γιο της. Ίσως στην ίδια ερώτηση είχε κάποτε δώσει μια εντελώς διαφορετική απάντηση. Ίσως είχε ήδη φτιάξει στο μυαλό της την κουβέντα που θα έκανε αργότερα με τη φίλη της, εξιστορώντας αλλά και σχολιάζοντας το συμβάν. Από την άλλη, ίσως το είχε ήδη ξεχάσει, και δεν υπήρξε παρά ένα μικρό και ευπρόσδεκτο διάλειμμα από τις δικές της σκέψεις. Ήθελα απεγνωσμένα να μάθω, κάτι.

«Γνωρίζετε μήπως ποιανού είναι το φωτογλυπτικό;» τη ρωτάω μετά από λίγο. «Ποιανού καλλιτέχνη;» «Ναι». «Όχι, δυστυχώς. Σίγουρα θα μπορέσετε να το βρείτε online, όμως». «Εσάς, σας αρέσει;» «Δεν το έχω παρατηρήσει ποτέ με προσοχή, αλλά μου αρέσει άλλου είδους τέχνη». «Πιο κλασική;» «Όχι απαραίτητα. Απλά με συναρπάζει οτιδήποτε μου προκαλεί συλλογισμό, και αυτό δεν με καλεί να σκεφτώ, παρά μόνο να το χαζεύω». «Μήπως αυτός είναι ο σκοπός του;» «Εσείς όταν γράφετε τι επιθυμείτε να προκαλείτε στον αναγνώστη;» «Τι εννοείτε;» της είπα παίζοντάς το λίγο χαζή. «Σας είδα· γράφετε. Το τετράδιό σας είναι γεμάτο. Το ξεφυλλίσατε πριν λίγο. Δεν φαίνεται να είναι ημερολόγιο, άρα, υποθέτω, γράφετε». «Τολμώ να πω αφύπνιση, και λίγη αμφιβολία». «Αμφιβολία; Για τι πράγμα;» «Για την πραγματικότητά του». «Και τι γνωρίζετε εσείς για την πραγματικότητά του;» «Προφανώς τίποτα». «Τότε;» «Όσοι συγγραφείς σάς συγκίνησαν, σας γνώριζαν προσωπικά;» Χαμογέλασε. «Δεν χρειάζεται να γνωρίζω» συνέχισα, «αρκεί να ξέρω να παρατηρώ». «Και σήμερα; Τι παρατηρήσατε;» «Εσάς».