- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ormos: Πώς το χωριό των καραβομαραγκών έγινε το πρώτο ανοιχτό μουσείο της Ελλάδας
Δείτε τα μοναδικά έργα των Alex Martinez, Billy Gee, Simple G και Yiakou στη Σάμο και διαβάστε πώς έγινε πραγματικότητα
Alex Martinez, Billy Gee, Simple G και Yiakou μεταμόρφωσαν το νησί της Σάμου φτιάχνοντας στον Όρμο Μαραθοκάμπου το πρώτο ανοιχτό μουσείο στην Ελλάδα
Ένα ολόκληρο χωριό δημιούργησε μια ταξιδιωτική διαδρομή στον χώρο-χρόνο, χάρη στις ξεχωριστές δημιουργίες τεσσάρων γνωστών street artists, στους οποίους είχα τη χαρά και την τιμή να συμμετέχω. Και ο Όρμος Μαραθοκάμπου στη Σάμο, έγινε το πρώτο ανοιχτό μουσείο στην Ελλάδα.
Δουλεύοντας μαζί με τους Yiakou, που επιμελήθηκε τη διοργάνωση, Alex Martinez και SimpleG φιλοτεχνήσαμε στις επιφάνειες κτηρίων 20 ασπρόμαυρες εικόνες. Αρκετά μεγάλες σε μέγεθος, στους ζωγραφισμένους τοίχους απεικονίζονται ιστορικές φωτογραφίες του τόπου που κρατούν ζωντανή την κουλτούρα αιώνων ανάμεσα στα στενά ενός όμορφου παραδοσιακού χωριού.
Αφορμή της δράσης ήταν η συγκέντρωση ιστορικών αρχείων του τόπου. Μια πολύ ιδιαίτερη συλλογή από αντικείμενα και φωτογραφίες που λειτούργησε ως έναυσμα εξωστρέφεια και με επικεφαλής της Μένη Βακίρη, ο τοπικός σύλλογος ήρθε σε επικοινωνία μαζί μας. Η αποδοχή και μετέπειτα η δράση των κατοίκων σε συνεργασία με εμάς, τους street artists, ήταν μεγάλη και ξεχωριστή. «Αξίζουμε την ιστορία μας» έλεγαν. Και κάπως έτσι, αυτό το μικρό λιμάνι είναι ένα ζωντανό έργο τέχνης, ένα ανοιχτό μουσείο-έκθεμα της κουλτούρας, της ιστορίας, του νησιού, της χώρας. Δείτε στιγμιότυπα από όσα φιλοτεχνήσαμε και διαβάστε πώς έζησαν και βλέπουν δύο άνθρωποι που ήταν πολύ κοντά σε αυτό το πολύ όμορφο εγχείρημα.
Τοιχογραφίες της αλμύρας, γράφει η συνυπεύθυνη της δράσης και κάτοικος του νησιού Έλσα Χίου
Ο Όρμος Μαραθοκάμπου, ένα θαλασσοχώρι της Σάμου, αναστατώθηκε Αυγουστιάτικα, όταν οι τοίχοι των σπιτιών του γέμισαν από ζωγραφιές παλιών παραδοσιακών σκαριών, και μορφές καραβομαραγκών και πρωτομαστόρων. Η εποχή των ιστιοφόρων και των ξύλινων καραβιών που χτίζονταν στους ταρσανάδες κατά μήκος της ακρογιαλιάς του, ανασύρθηκε απ’ τα οικογενειακά άλμπουμ των ασπρόμαυρων φωτογραφιών, και απαθανατίστηκε στους τοίχους των απογόνων. Οι θαυματοποιοί αυτής της έκπληξης, ήταν οι καλλιτέχνες της εικαστικής δημιουργίας εικόνων με τη τεχνική του γκράφιτι, και το παιχνίδισμα της τρισδιάστατης οπτικής των φωτοσκιάσεων. Υπογράφουν με τα καλλιτεχνικά τους ψευδώνυμα. Πρόκειται για τους Simple G, Billy Gee, Alex Martinez και τον Yiakou. Ήρθαν ετοιμοπόλεμοι στη Σάμο, με τα πολιτισμικά εργαλεία τους, και την ενθουσιαστική διάθεση ν’ αλλάξουν την όψη ενός χωριού, που θέλησε ν’ αντισταθεί στην ομοιομορφία του τουριστικού κατεστημένου και να διασώσει κάτι απ’ τις μνήμες του παρελθόντος. Καλεσμένοι απ’ τον Πολιτιστικό Σύλλογο του Όρμου, ( Άγιος Νικόλαος), με την πρωτοβουλία της προέδρου του, Μένης Βακίρη.
Με το καλωσόρισμα, φόρεσαν φανελάκια και βερμούδες της δουλειάς, έφτιαξαν σκαλωσιές, κουβάλησαν υλικά, και σύνεργα, κι’ άρχισαν με απίστευτη δεξιοτεχνία και ταχύτητα να μεταφέρουν στους τοίχους το παρελθόν του τόπου. Τους βλέπαμε σκαρφαλωμένους στις σκαλωσιές μέσα στο Αυγουστιάτικο λιοπύρι, με τις μάσκες και τα καπελάκια, σιωπηλούς και αθόρυβους, σεμνούς κι ευγενικούς, να τελετουργούν και ν’ αποκρυπτογραφούν την αρχέγονη τέχνη της ξυλοναυπηγικής, μέσα απ’ τη δική τους ταλαντούχα έκφραση. Κι αναρωτιόμασταν πώς γίνεται, άνθρωποι που δεν μύρισαν ποτέ ρετσινωμένο μαδέρι απ’ τον κορμό της Τραχείας πεύκης του βουνού, που δεν οσμίστηκαν την άψα του κατραμιού, της πίσσας, και του μίνιου, που δεν είδαν, και δεν άκουσαν την πριονοκορδέλα της μηχανής να κόβει κορμούς, συσσωρεύοντας λόφους πριονιδιού στη ξύλινη παράγκα του ταρσανά, που δεν έσκυψαν πάνω στο σανιδένιο πλάτωμα του σχεδιασμού των σκαριών, τη σάλα, να διακρίνουν τις γραμμές και τις καμπυλώσεις των νομέων, και του κορακιού, στο πλωριό ποδόσταμο, πώς γίνεται να αναπαριστούν με ακρίβεια, τις κουπαστές, τα τοξωτά ζωνάρια και τις σαϊτιές των γραμμών, των αγγελοκάμωτων καραβιών πάνω στην τραχιά λευκότητα τσιμεντένιων επιφανειών;
Να είναι η αυθεντική συνάντηση, ανθρώπου από άνθρωπο; Η μυστική συνάντηση της τεχνουργίας και χειροτεχνίας του παλαιού ρίγους με το καινούριο; Μια εσώτατη σύμπραξη, όπου χέρια, δάκτυλα, κινήσεις, και τεχνογνωσία συμπλέκονται μέσα στον ιστορικό χρόνο της διαδοχικής καλλιτεχνικής δημιουργίας; Πώς γίνεται και τα καινούρια έργα αγκαλιάζονται κι αλληλοπεριχωρούνται με τη παλιά πραγματικότητα; Η φυσική ώχρα του ασβέστη, με τη μολυβιά βιομηχανική απόχρωση. Η ξασπρισμένη πέτρα, με τη σιδερόχρωμη φωτοσκιά. Η σκουριά και το κοκκινόχωμα των αρμών της τοιχοποιίας του μονοκάμαρου σπιτιού, με το γκρι της παλιάς φωτογραφικής πατίνας. Ο υποκίτρινος μαδημένος σοβάς του πέτρινου διώροφου του παλιού μυλωνά, με την φυσική απόχρωση των ξύλων του σκελετού ενός σκάφους, με τις πόστες του μινιαρισμένες, κι υψωμένες σαν χέρια σε ικεσία. Κι όλα αυτά μέσα σε μια ηρεμία δίπλα στη θάλασσα, και στο φυσικό τοπίο ενός μικρολίμανου, με μικρά και μεγάλα ψαράδικα στη σειρά, και τουριστικά κότερα στον από μέσα λιμενοβραχίονα.
Καθώς φαίνεται, η πραγματική κουλτούρα, είναι κάτι το γαλήνιο και καθόλου επιδεικτικό. Για τούτο και οι άνθρωποι του τόπου ξαφνιάστηκαν όταν είδαν τα καράβια της δικής τους θάλασσας, να βγαίνουν στη στεριά σιγανά, ελαφροπετώντας. Χωρίς φωνές, χωρίς τα βροντερά προστάγματα του λιμανιού, χωρίς την οχλοβοή γύρω απ’ τα φορτωμένα δίχτυα των μικρών ψαροκάικων, χωρίς την παλιά λογοδιάρροια της φωναχτής ντοπιολαλιάς των γυναικών και των παιδιών στα καλωσορίσματα των ανθρώπων τους στο αγκυροβόλιο. Πόσο γλυκιά και ήμερη βγήκε η μικρή ζωγραφισμένη μας πατρίδα, σιωπηλή και φωτισμένη, λουσμένη στο φως του νόστου και της μνήμης. Γιατί το λίκνο του καθενός είναι κάτι ζωντανό. Είναι βιώματα ζωής. Αυτά είναι η ιδιαίτερη θαλασσινή μας πατρίδα. Μια σταλιά, αλλά πλατιά σε νόημα και πολιτισμική προσφορά στους ένδοξους πλόους των ξύλινων παραδοσιακών σκαριών, των χτισμένων με ιδρώτα και αξιοσύνη.
Ο ιδρώτας των καλλιτεχνών της απαθανάτισης όλων αυτών, μας θύμισε τον ιδρώτα των καραβομαστόρων. Ο μόχθος τους, συνέπλευσε με τις μνήμες των περασμένων ανθρώπων μας. Με τη ναυτική τους γλώσσα. Το σκληρό μεροκάματο από ήλιο σε ήλιο. Τις κοινωνικές τους αξίες. Τους κινδύνους, τα ναυάγια, τα γοητευτικά τους αφηγήματα και τη γενναιότητα της αγωνιστικής τους ζωής. Κι ίσως γι’ αυτό κατάφεραν, να προσαρμώσουν την άυλη πολιτισμική κληρονομιά, και το παλιό νησιωτικό υλικό, με τα τεχνικά, και εκφραστικά μέσα της σύγχρονης εποχής. Αντλώντας απ’ τις πηγές των φωτογραφικών τους θεμάτων, αφού η φωτογραφία, είναι μια ομιλούσα απεικόνιση, που αφηγείται, οι ευαίσθητοι αισθητικά καλλιτέχνες μας, έγιναν αναγνώστες αυτής της οπτικής αφήγησης. Στο γερασμένο πρόσωπο, του βαρκάρη, η ανάγνωση παραπέμπει στη τραγικότητα της μορφής, που ζει κι’ αισθάνεται τη φθορά, η οποία απαθανατίστηκε ως σταματημένος χρόνος, μιας περασμένης στιγμής. Γι’ αυτό και το κάθε έργο, έχει τη δική του μικροϊστορία, πραγματική, ή φαντασιακή, ανάλογα με τη μυθοπλαστική οπτική του θεατή.
Το μεγάλο καραβόσκαρο με εικαστικό πρωτομάστορα τον Alex Martinez, στα μέσα της δεκαετίας του 50, δέσποζε μεγαλόπρεπα σκαρωμένο στον ταρσανά, κι ύστερα τελειωμένο, πάνω στα βάζα και τα φαλάγγια του. Υπήρξε δημιούργημα θαυμαστό. Τη μέρα που βαφτίστηκε στη θάλασσα, με το όνομα Άγιος Νικόλαος, γλίστρησε στο νερό, σα φευγαλέα ανατριχίλα. Σα να γράφτηκε προς τιμήν του, η φράση του Κόντογλου, ότι την στιγμή της καθέλκυσης, ο πρωτομάστορας ήταν ο πρωταγωνιστής και δημιουργός, στο πιο εξαίσιο, στο πιο τέλειο, στο πιο ποιητικό έργο, που έφτιαξε ποτέ ο άνθρωπος. Το ξύλινο καράβι.
Πρέπει να φανταστούμε το καΐκι της τοιχογραφίας μας, με ολάνοιχτα πανιά, σα φτερούγες αρχάγγελου, να φουσκώνουν στο φρέσκο αγέρα, και να το κάνουν να γέρνει στο πλάι, ελαφρά, γεμάτο δόξα κι’ ομορφιά. Όταν ταξίδεψε κι’ αγκυροβόλησε, να περιμένει ναύλο στο Πασαλιμάνι, πέρασαν από μπροστά του καπεταναίοι και καραβομαραγκοί του Περάματος να το θαυμάσουν. Όσοι το γνώρισαν, και το καμάρωσαν τα ταξιδεύει, μας άφησαν τη μαρτυρία πως διέσχιζε τη θάλασσα, χωρίς ν’ αφήνει πίσω του απόνερα. Νόμιζες πως δεν το κυβερνούσε άνθρωπος, αλλά το ίδιο κυβερνούσε τον εαυτό του, με ζωντανή ψυχή. Δούλεψε ως εμπορικό, με χωρητικότητα 430 τόνων στα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, και σε μεσογειακά λιμάνια. Στο τελευταίο του ταξίδι φορτωμένο σιτάρι, έπεσε σε δύσκολη φουρτούνα, κι έσπασε το τιμόνι του. Προσάραξε ακυβέρνητο σε ξέρα κοντά στην Αλόννησο. Το ωραίο καΐκι, βυθίστηκε ολομόναχο. Δεν παρέσυρε ψυχές στη σκοτεινή του κατάδυση στο λασπερό βυθό. Το πλήρωμα των ιδιοκτητών του, πάλεψαν μια ολόκληρη νύχτα με τα κύματα, κουρνιασμένοι σε μια κακοπαθημένη βάρκα, και βγήκαν ξημερώματα σε απόμερη στεριά, εξαντλημένοι, πληγωμένοι, με κατάγματα και οδύνη. Σ’ ένα καλυβόσπιτο γιδοβοσκών βρήκαν άσυλο και σωτηρία.
Όσοι αντίκρισαν την καταπληκτική του τοιχογραφία, ξέροντας την ιστορία του, ένοιωσαν την ανατριχίλα μιας νεκρανάστασης. Είχε κερδίσει τον έμψυχο ρόλο των αψύχων. Έγινε σύμβολο της επίπονης θαλασσινής περιπέτειας, και της ελπιδοφόρας νέας ζωής. Και τραγουδήθηκε στην εκδήλωση προς τιμήν του αφανούς ναύτη, με τη χαρμολύπη της συλλογικής ψυχής του χωριού, και την εσώτατη χαρά της μνήμης για την αγωνιστική πλευρά, της προγονικής θαλασσινής ζωής.
Οι καλλιτέχνες ολοκλήρωσαν το έργο τους, και μας αποχαιρέτισαν. Κι εμείς θα θέλαμε να ξέρουν τι σημαίνει για την τοπική μας κοινωνία, αυτή η αναπαράσταση, που κάνει τους ανθρώπους της να βλέπουν, να θυμούνται , και να ξυπνά μέσα τους μια βαθιά καταγωγική συγκίνηση, και μια αισιόδοξη πεποίθηση, για τη δύναμη και τις δυνατότητες δημιουργίας που έχουμε, οι ταπεινοί ακρίτες του Αιγαίου, με χίλιες δυσκολίες μπροστά μας, έτοιμοι όμως να τις ξεπεράσουμε όπως τόσες άλλες φορές, στις δύνες και τις συμφορές της ιστορίας. Οφείλουμε θερμές ευχαριστίες στους καλλιτέχνες, που η τέχνη τους, μας περιφρούρησε μ’ έναν ειρηνικό και αήττητο στόλο, έχοντας ορμητήριο τον λιμένα των αξιών και της πάτριας παράδοσης.
Η τέχνη ενώνει, γράφει ο εικαστικός Δημήτρης Σκιαδάς
Είναι κοινά αποδεκτό ότι η τέχνη ενώνει. Ενώνει το παλιότερο με το νεότερο, ξυπνάει αναμνήσεις, γεφυρώνει απόψεις, πλαισιώνει συναισθήματα και πάνω από όλα καλεί τους ανθρώπους να μιλήσουν και να εκφραστούν. Είναι αυτός ο αέρας που γαργαλάει το κορμί όταν αφήνεις την πολύβουη Αθήνα την Πέμπτη το βράδυ με το καράβι, μετά από μια εξαντλητική μέρα στη δουλειά, για να ταξιδέψεις σε ένα άγνωστο νησί του Αιγαίου με τους ανθρώπους σου, αυτούς που γουστάρεις να έχεις δίπλα σου για να μοιραστείς τη χαρά και τους προβληματισμούς σου. Μια παρέα που μοιράζεται μαζί σου την ίδια αμέριστη αγάπη για το γκράφιτι και μετά από χρόνια δουλειάς και περιπετειών έχει καταλήξει να μπορεί να μεταφέρει στον τοίχο κάθε τί μπορεί να περιγράφει με λόγια. Κάπως έτσι στήθηκε μια μεγάλη παρέα με τον Γιάννη, τον Μπίλι, τον Άλεξ, το Γιώργο και το Δημήτρη οι οποίοι βρέθηκαν στη Σαμο λίγες μέρες πριν για να ζωγραφίσουν και να ομορφύνουν το μικρό χωριουδάκι του Όρμου στη Σάμο, 20 χλμ έξω από το Καρλόβασι. 2 αυτοκίνητα, πολλά σπρέι και σύνεργα ζωγραφικής, σκάλες, μάσκες και γάντια σε συνδυασμό με τις διαφορετικές κουλτούρες και επίπεδα εξωστρέφειας του καθενός προσπάθησαν πρωτίστως να αφουγκραστούν και εν συνέχεια να αποδώσουν την ιστορία αυτού του τόπου που μερικές δεκαετίες πριν αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα καρνάγια της Ελλάδος με πολλούς αξιόλογους τεχνίτες.
Οι ομάδες σεταριστήκαν, οι σκαλωσιές στήθηκαν, οι απόψεις ανταλλάχτηκαν με τους ντόπιους να μας κοιτάνε με επιφυλακτικότητα και κάποια δυσπιστία για τις ικανότητες μας. 5 τύποι με καπέλα, μπλοκ γεμάτα σχέδια, μουσική και εξωστρέφεια έφερναν μια νέα άγνωστη κουλτούρα στο μικρό χωριουδάκι με τις εκατοντάδες χουζούρικες γάτες. Ο κανόνας βέβαια λέει πως ο καλύτερος τρόπος για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη και την έγκριση ενός ανθρώπου που μόλις γνώρισες είναι να μην του τη ζητήσεις...
Και κάπως έτσι και χωρίς να το πάρουν χαμπάρι οι ντόπιοι ξεφύτρωσαν οι 3 πρώτες τοιχογραφίες στο στενάκι δίπλα από την ψαροταβέρνα. Ο Άλεξ με την αξιοζήλευτη ηρεμία που τον διακατείχε, παρέα με τον Μπιλι ενσάρκωσαν σε χρόνο dt την ασπρόμαυρη ξεθωριασμένη φωτογραφία από την οικογένεια που ποζάρει μπροστά στο νεόδμητο καράβι. Μιλώντας μόνο με τα μάτια και με φανταστικό επίπεδο αλληλοσυμπλήρωσης, οι δυο μεγάλοι καλλιτέχνες έκαναν το πρώτο μεγάλο δώρο στους κατοίκους του χωριού. Ένα τεράστιο καράβι που μόνο το θαλασσινό νερό του έλειπε για να χαρακτηριστεί αληθινό! Μαύρο, λευκό, δεκάδες αποχρώσεις του γκρι και πολλές ξύλινες υφές μεταμόρφωσαν τον γκρι σοβά σε ένα ξεχωριστό δημιούργημα!
Ο Δημήτρης, παρατηρώντας από το πρώτο λεπτό τη λεπτεπίλεπτη και ευγενική μεταχείριση των πινέλων και των σπρέι, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από αυτούς τους 2 μάγους των χρωμάτων που χωρίς να μιλάνε έδιναν πνοή σε μια γλυκιά οικογενειακή ανάμνηση. Και χωρίς να το καταλάβουμε, ο Γιάννης και ο Γιώργος, με περίσσιο ζήλο ξεκίνησαν τη ρυθμική κίνηση των χεριών τους ζωντανεύοντας για αρχή δυο αντικριστές επιφάνειες. Δεν άργησαν πολύ τα γυναικόπαιδα να καταλάβουν ότι οι φιλοξενούμενοι του χωριού δεν ήταν τυχαίοι. Με εκατοντάδες ώρες χαλιναγώγησης του χαρτιού είχαν φτάσει σε σημείο τα έργα τους να είναι έτοιμα να σου μιλήσουν.
Χωρίς να γίνει κατανοητό το πέρασμα του χρόνου, τα έργα πλήθαιναν γεμίζοντας κάθε σκοτεινό στενάκι και τοίχο με ζωή. Ζωή που διαχεόταν σε όλους τους κατοίκους που άρχισαν να μας καλούν στα σπίτια τους με τιμές αρχηγών κράτους. Τα πιο μοσχομυριστά σπιτικά φαγητά, γλυκά και φρούτα μάς περίμεναν κάθε μέρα μετά από κάθε δημιουργία. Η θάλασσα, αν και δίπλα μας, δεν στάθηκε τόσο θελκτική για να αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον μας μακριά από τους τοίχους. Μονάχα όταν ολοκληρώθηκαν όλες οι δημιουργίες μέσα σε μιάμιση εβδομάδα κατάφερε να ξαναγεμίσει το θαλασσινό αλάτι στα πρόσωπά μας. Ηλιοκαμμένα και φωτεινά γιατί πάνω από όλα γνώρισαν καλύτερα και εμπιστεύτηκαν το ένα το άλλο.