Life in Athens

Σκάσε και φίλα με

Ψάχνω να βρω την Αθήνα που αγαπούσα – όχι συνέχεια, αλλά στιγμές της

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 462
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

● ● ●Τετάρτη βράδυ, κίτρινο ταξί, πορτοκαλί φώτα. Κοιτάζω έξω τη νυχτερινή Αθήνα με παγωμένη αδιαφορία, δεν ζω εδώ. Ζω, αλλά ξέρεις. Δεν βγαίνω. Βγαίνω, αλλά ξέρεις. Με βοηθήματα. Τίποτα χάπια, αναπνοές, παρωπίδες, πλένω τα τσάκρα μου, δεν φοράω τα μυωπικά γυαλιά μου – κι έτσι βγαίνω, αλλά ξέρεις. Δεν βλέπω.

● ● ● Άνθρωποι θυμώνουν μαζί μου γιατί δεν τους χαιρετάω. Δεν βλέπω, χριστιανέ μου. Είσαι μία θολή εικόνα. Έλα πιο κοντά, μίλα μου. Αν σε ακούσω θα σε αναγνωρίσω.

● ● ● Προσπαθώ να βρω σημεία και εικόνες που τα αναγνωρίζω. Ψάχνω να βρω την Αθήνα που αγαπούσα – όχι συνέχεια, αλλά στιγμές της. Τίποτα. Κατεβασμένα ρολά tag-αρισμένα με υπογραφές γκράφιτι που ουρλιάζουν μέσα στο ημίφως. Όλα τα γκράφιτι της Αθήνας, στο σκοτάδι γίνονται γκρι. Σκοτεινοί όγκοι μπροστά τους, ακίνητοι, παγωμένοι άνθρωποι ξαπλωμένοι σε πλάκες πεζοδρομίου, χαρτοκιβώτια, κουβέρτες κι εφημερίδες, ανάμεσα σε μαύρες, κολλημένες τσίχλες. Μόνο οι άνθρωποι με συγκινούν. Μακάρι να τους έβλεπα και πιο καθαρά.

● ● ● Διασχίζουν τις διαβάσεις και σκέφτομαι ότι κάποιος, τουλάχιστον ένας κάπου στον κόσμο, τους έχει αγαπήσει όλους αυτούς, τον καθένα ξεχωριστά. Κάποιος έχει βογκήξει για πάρτη τους, κάποιος έγραψε το όνομά τους σε ένα χαρτί και μετά το έσκισε. Όλοι έχουν μία ιστορία να πούνε. Οι Ταρίφες έχουν περισσότερες από μία. Και οι περισσότεροι αποφασίζουν να τις πούνε σε μένα. Έχω το μαγνήτη.

● ● ● Ο αποψινός, αφού με ρωτάει «τι πάτε να δείτε απόψε στο Κακογιάννη», μου λέει ότι μικρός άκουγε ραδιοφωνάκι τις νύχτες, το έβαζε κάτω από το μαξιλάρι του, ότι μένει με τους γονείς του, ότι η προβατίνα στη γάστρα της μάνας του δεν παίζεται και ότι καμιά άλλη γυναίκα στον κόσμο δεν υπάρχει για έναν άντρα, εκτός από τη Μάνα. Στο πιο ενδιαφέρον σημείο της ιστορίας όμως, και πριν φτάσουμε σε περισσότερες αποκαλύψεις, φτάνουμε στον προορισμό μας. «Ας ελπίσουμε να τα καταφέρουμε» λέμε αγωνιστικά, αντί για καληνύχτα. Ναι, λοιπόν, ξέρω εκατοντάδες ιστορίες ταξιτζήδων, μου τις έχουν πει με λεπτομέρειες και βασανιστικές επαναλήψεις, επιμένουν να συνεχίζουν ακόμα και όταν έχουμε φτάσει στον προορισμό μας και περιμένουμε εκείνα τα ατέλειωτα (πέντε;) λεπτά μέχρι να βγει η απόδειξη. Απόδειξη ότι κι αυτοί έχουν αγαπήσει.

● ● ● Αυτοί που νιώθω σαν να μην έχουν καμία ιστορία να πούνε, είναι οι Ποδηλάτες. Έχουν αλλά δεν τη βλέπω επάνω τους, την ιστορία. Η στάση τους δεν φανερώνει αφήγηση. Είναι σκυφτοί, το κράνος τους είναι χαζό, δεν έχουν επάνω τους σημεία αγάπης να πιαστείς, μόνο περνάνε δίπλα σου σιωπηλά και αγωνιστικά όλοι μαζί, κάπως υποχθόνια, σαν να πρόκειται να παραβιάσουν το κόκκινο ή να στρίψουν ανάποδα σε μονόδρομο. Φρρρτ, σιωπηλοί, πέρασαν, έφυγαν.

● ● ● Φτάνουμε στο Ίδρυμα Κακογιάννη και είναι μαζεμένοι απ’ έξω καμιά εικοσαριά από αυτούς, ντυμένοι με αυτά τα φωσφοριζέ λύκρα και τα κράνη-τσαλαπετεινός, κάτι γίνεται, συνεννοούνται με φωνές, κάπου πάνε, κάποιος έχει αργήσει, δεν καταλαβαίνω. Μπορεί να είναι απόψε η Επανάστασή τους και θα αρχίσει εκεί ακριβώς, στην Πειραιώς διακόσια έξι, στις εννέα και είκοσι νύχτα Τετάρτης. Ή μπορεί απλώς να έρχονται στο θέατρο να δούνε το «Ευρέ Εργά» της Μανίνας Ζουμπουλάκη.

● ● ● Κι εγώ αυτό πάω να δω, αν και την ξέρω την παράσταση, βοήθησα στις πρόβες. Είναι μία οικογενειακή παράσταση. Με τους περισσότερους συντελεστές είμαστε μαζί από μικρά παιδιά, με άλλους παραλίγο να συγγενέψουμε, με άλλους έχουμε δουλέψει μαζί και με όλους έχουμε πιει μαζί, έχουμε ακουμπήσει κεφάλια ζαλισμένα σε ώμους. Η Μανίνα έγραψε για δυο γυναίκες που βρίσκονται σε ένα πλατό, ψάχνοντας για δουλειά. Εύρε-ση Εργα-σίας. Μιλούν αναμεταξύ τους, γνωρίζονται, λένε αλήθειες και ψέματα, λένε τις ιστορίες τους σαν ταξιτζήδες η μία στην άλλη, ενώ μια αόρατη φωνή τις παρακολουθεί και δίνει οδηγίες. Κάτι απροσδιόριστα λάθος υπάρχει σε αυτή τη συγκεκριμένη Εργασία. Η Βάνα Πεφάνη και η Γαλήνη Τσεβά είναι εκεί, άνεργες και αποφασισμένες, εκτεθειμένες στον προβολέα της άγνωστης φωνής – η οποία είναι ο Νίκος Σούλης. Σκηνοθέτης σε ρόλο σκηνοθέτη. Και η Πέμη Ζούνη, ηθοποιός που σκηνοθετεί.

● ● ● Στην αίθουσα της εισόδου, μία ενστικτώδης έλξη με τραβάει προς το πωλητήριο. Με τρελαίνουν τα πωλητήρια των μουσείων και γενικά ό,τι είναι ανοιχτό άλλες ώρες εκτός από τις συνηθισμένες. Δεν θέλω να αγοράσω τίποτα, αλλά ξέρεις: θέλω όλα τα μολύβια και τα σημειωματάρια. Ό,τι έχετε σε γραφική ύλη και stationary γενικότερα, δώστε το. Εμπρός, αδειάστε τις ραφιέρες. Και ξύστρες, πολλές ξύστρες. Αντιστέκομαι στην έλξη και χώνομαι στα πηγαδάκια των φίλων που περιμένουν έξω από το Black Box - θεατράκι του ιδρύματος. Λέμε τις ιστορίες μας. Άλλος έχει στείλει το παιδί του στην Κίνα, άλλος αρχίζει ξανά να ασχολείται με το θέατρο, άλλος ετοιμάζει περιοδικό, άλλος ετοιμάζει έκθεση, άλλος λάμπει αγνώριστος, ανανεωμένος, «άρχισα γιόγκα» μας λέει. Εγώ έχω σε όλους να απολογούμαι γιατί χάθηκα, αλλά είμαι πειστικός· τους λέω ότι σιγά-σιγά τρελαίνομαι.

● ● ● Στην ταξιθέτρια, όπως κάνω πάντα, ζητάω να καθίσω έξω-έξω, σε διάδρομο. «Κι αν είναι εύκολο δεν αφήνετε και την πόρτα ανοιχτή;» θα της έλεγα αν μπορούσα. Έχω αυτή την ιδιοτροπία να θέλω να φύγω έξω στον αέρα – σε περίπτωση που χρειαστεί. Τα θέατρα, πολλές φορές, με πνίγουν. Υπάρχει κάτι στις ιστορίες των ηθοποιών που με πνίγει. Ίσως ότι είναι ψεύτικες. Ότι πρέπει να μπω στη σύμβαση για να τους ακολουθήσω. Οι Ηθοποιοί, αντίθετα με τους Ποδηλάτες, έχουν άπειρες ιστορίες να πουν – δικές τους ή άλλων, έτσι όπως τους έχουν υποδυθεί. Μπορούν να κάνουν τα πάντα για να σε σαγηνεύσουν. Τους βλέπεις, δεν τους φτάνει η αγάπη ενός ανθρώπου στον κόσμο που έχει βογκήξει για αυτούς· θέλουν την αγάπη όλων. Λιώνουν μπροστά σου για να σε κερδίσουν, κάνουν τσαλίμια, φωνές, δακρύζει το βλέμμα τους, επιταχύνουν αναπνοές, σταματούν απότομα, γυρνάνε ξαφνικά την πλάτη και μετά… αργά… αργά σε κοιτάζουν πάνω από τον ώμο. Και ξαφνικά μιλάνε ξέγνοιαστα με παιδική φωνή, και μετά σιωπή, κοιτάζουν το άπειρο και μετά ξανά σε πλησιάζουν, βλέπουν αν τους βλέπεις, λένε τις ατάκες τους αλλά όλες έχουν το ίδιο νόημα:

«Αγάπησέ με, μπάσταρδε».

● ● ● Όχι ότι τα έζησα όλα αυτά στο «Ευρέ Εργά». Εκεί ένιωθα φιλικά και οικογενειακά. Άκουγα στο ημίφως τα χάχανα των γνωστών μου, αναγνώριζα φωνές και ψιθύρους, έβλεπα μία-δυο οθόνες κινητών να ανάβουν, μετρούσα το λόγο των ηθοποιών και στα πόσα δευτερόλεπτα πέφτει το αστείο, πού γελάνε οι θεατές και πού κάτι δεν τους αρέσει. Είναι ένα ευχάριστο παιχνίδι που κάνω όταν είμαι στο θέατρο: ακούω τις αντιδράσεις του κοινού και απολαμβάνω τον πόθο για αγάπη των ηθοποιών.

● ● ● Το ξέρω, είμαι απλώς ένας γερο-γκρινιάρης, όλα θέλω να τα αναλύω, για όλα να φαντάζομαι τις ιστορίες που κρύβουν. Αλλά τότε πάντα κάτι συμβαίνει, όπως στο θέατρο, σαν από μηχανής θεός. Βγαίνοντας έξω, παίρνω μία φωτογραφία στο κινητό μου, από τη Βερονίκη: Δύο σκιές σε ένα βρώμικο πεζοδρόμιο της Αθήνας. Η μία σχηματίζει με τα χέρια της μία καρδιά. Στον τοίχο γραμμένο ένα γκρίζο γκράφιτι: Σκάσε και φίλα με.

panikoval500@gmail.com


Φωτογραφία: ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΧΑΡΙΤΑΤΟΥ ΓΚΟΝΖΑΛΕΣ