Life in Athens

Ιστορίες από το Νεκροταφείο Νέας Σμύρνης, γι’ αυτούς που έφυγαν κι αυτούς που έμειναν

Το πένθος της απώλειας και η ζωή μετά το τέλος. Και κάποια άλλα πιο πεζά, αλλά το ίδιο ανθρώπινα.

Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 679
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια επίσκεψη στο Κοιμητήριο Νέας Σμύρνης, που είναι κι αυτό μια γειτονιά, με τους ζώντες να κερνούν γλυκά τις ημέρες των μεγάλων εορτών

Είναι κάτι μέρες τώρα που έχω κολλήσει με το «ακόμα κι αν φύγεις, για το γύρο του κόσμου, θα ’σαι πάντα δικός μου, θα ’μαστε πάντα μαζί…», της Αρλέτας. Είδα τους στίχους γραμμένους σε μια μικρή μαρμάρινη πλάκα σε έναν τάφο στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Σχεδόν σε κάθε τάφο υπάρχει ένα μικρό στιχάκι, σαν αφιέρωση γι’ αυτόν που έφυγε. Ακόμη, ένα καντηλάκι, βάζα με λουλούδια, η φωτογραφία του ανθρώπου, η ηλικία του και η ημερομηνία θανάτου. Χωρίς πολλά-πολλά, μια ιδιότυπη σύσταση για τον περαστικό: Ευαγγελίτσα 35, Γιώργος 66, Ελένη 88, Βασίλης και Σταύρος 8, Λυγερή 78. Φορτισμένος συναισθηματικά χώρος, φανταστείτε πόσοι άνθρωποι έχουν ταφεί εδώ και πόσοι έχουν θρηνήσει γι’ αυτούς. Το κοιμητήριο ιδρύθηκε το 1939 και, όπως λέει ο προϊστάμενος, Γιώργος Κατσαρής, τα τελευταία χρόνια γίνονται περίπου 700 κηδείες ετησίως. Εδώ βρίσκονται και οι ερμηνεύτριες Τζένη Βάνου και Δόμνα Σαμίου, οι γλύπτες Βάσος Καπάνταης και Θανάσης Απάρτης, η συγγραφέας της «Λωξάντρας» Μαρία Ιορδανίδου, ο καραγκιοζοπαίκτης Μάνθος Αθηναίος, το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος Πλουμπίδης, ο «θρύλος» της ομάδας μπάσκετ του Πανιωνίου Μπόμπαν Γιάνκοβιτς. 

«Να είχε πόρτα ο ουρανός, να ’ρθω να στη χτυπήσω, και να σε πάρω αγκαλιά, να σε γυρίσω πίσω».

Στη μικρή μας γειτονιά
Στις μεγάλες γιορτές, της Παναγίας, των Κωνσταντίνου και Ελένης κ.λπ., άνθρωποι με ένα κουτί στα χέρια κερνάνε γλυκά για την ονομαστική εορτή του δικού τους που έφυγε. Τη νύχτα της Ανάστασης, στην εκκλησία του Αγίου Ταξιάρχη, δεν έχει βεγγαλικά ούτε πολύ κόσμο και κανείς δεν σκέφτεται να βάλει τα καλά του. Είναι κάποιοι που επισκέπτονται το νεκροταφείο συχνά, άλλοι πιο σπάνια. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ερχόταν κάθε μέρα μαζί με τον σύζυγό της για το γιο τους που έφυγε στα 16 του. Κάποια χρόνια μετά έφυγε και ο σύζυγος. Πέρασαν 30 χρόνια κι εκείνη η γυναίκα είναι κάθε μέρα εκεί, να ανάβει το καντηλάκι και για τους δύο. Ξέρετε πώς είναι οι άνθρωποι. Πάντα θα βρουν κάτι να πουν. Τη μία θα κουτσομπολέψουν αυτόν που δεν πηγαίνει ποτέ, την άλλη θα πουν «πάει, σάλεψε» για εκείνον που πάει κάθε μέρα. Εγώ λέω ότι το κάθε πότε πηγαίνει κανείς μού περισσεύει, δεν είναι δικιά μου δουλειά. 

«Καλό ταξίδι, στις γαλάζιες απέραντες θάλασσες του ουρανού». 
 
Μην κλέβεις, σε βλέπω
Στην αρχή μού έκανε εντύπωση που έβλεπα ποτιστήρια πάνω στα δέντρα. Σκέφτηκα ότι τα στερεώνουν εκεί για να μη λερώνονται κάτω. Μετά, που κοίταξα πιο προσεκτικά, είδα ότι τα ποτιστήρια είναι δεμένα πάνω στα κλαδιά με μικρές αλυσίδες με λουκέτο. Βουτάνε τα ποτιστήρια, τα λουλούδια από τα βάζα, το λάδι από τα καντήλια. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που ή δεν έχουν χρήματα να διαθέσουν και να πάρουν δικά τους ή που το βρίσκουν πιο βολικό να πάρουν απ’ τους άλλους. Αλλά υπάρχουν και οι επαγγελματίες. Ο Γιώργος Κατσαρής λέει ότι υπάρχει παραβατικότητα και πως ένας φύλακας πού να πρωτοείναι και τι να πρωτοδεί. Κι ότι συστήνεται γενικώς στους ανθρώπους να στολίζουν τους τάφους με πολύ μικρής αξίας υλικά. Μια φορά ο φύλακας βρήκε ένα τσουβάλι γεμάτο μπρούτζινα από την εσωτερική πλευρά της μάντρας. Ήταν έτοιμο να «φύγει». 

Τι άλλο μου έχει κάνει εντύπωση; Που το καλοκαίρι άμα έχει 35 βαθμούς έξω, μέσα μπορεί να φτάσει κοντά στους 50, από τα μάρμαρα που αντανακλούν τον ήλιο. Που το κιόσκι στην είσοδο με τα δυο παγκάκια για τις ζέστες και τα πλακίδια κάτω για να μη γλιστράει ο κόσμος, όταν βρέχει, φτιάχτηκαν τελευταία, με το δημοτικό σύμβουλο Ιωάννη Δημάκη. Που είναι όλες οι ηλικίες. Ο μικρότερος που είδα ήταν 42 ημερών και ο μεγαλύτερος 103 ετών. Που δεν υπάρχει χώρος να κάθονται οι καλεσμένοι μιας πολιτικής κηδείας κι αν βρέχει θα πρέπει να στέκονται στη βροχή. Που βλέπουμε τα πράγματα τόσο μάταια, ώστε ακόμα και στο νεκροταφείο να υπάρχει Α, Β και Γ θέση. 

«Κάθε μέρα ξυπνώ με το όραμά σου, φωνάζω το όνομά σου, ψάχνω τη μορφή σου, μιλώ με την ψυχή σου. Κάθε μέρα που φεύγει με πληγώνει, ο πόνος μεγαλώνει, το δάκρυ μου ποτάμι, η σκέψη δε μου φτάνει. Κάθε μέρα, ψυχή μου, σ’ αγαπώ πιο πολύ».
 
Ούτε να πεθάνεις δεν μπορείς
Στο νεκροταφείο Νέας Σμύρνης μπορούν τα ταφούν μόνο οι δημότες και όσοι ήταν αποδεδειγμένα κάτοικοι, με στενό συγγενή δημότη (παιδιά, γονείς, σύζυγο). 

Τα ζόρικα αρχίζουν στα 3 χρόνια, όταν λόγω έλλειψης χώρου ο άνθρωπος θα πρέπει να εκταφεί. Αν κάποιος επιθυμεί ο δικός του άνθρωπος να παραμείνει στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης, οι επιλογές είναι οι εξής: Κατόπιν αίτησης, μπορεί να αγοραστεί μια μαρμάρινη οστεοθήκη. Είναι σαν μικρά μαρμάρινα κουτιά, εντοιχισμένα στους εσωτερικούς τοίχους του νεκροταφείου, όμως τείνουν να εκλείψουν γιατί οι ανάγκες είναι πολλές και ο χώρος λίγος. Κι ο χώρος είναι λίγος γιατί στο παρελθόν πωλούνταν αφειδώς οικογενειακοί τάφοι, οι οποίοι φτάσανε να αντιπροσωπεύουν το 40%. Μέχρι που ο δήμος αποφάσισε το 2000 να μη χορηγούνται πλέον οικογενειακοί τάφοι. Η δεύτερη επιλογή είναι τα λεγόμενα μεταλλικά κιβώτια. Είναι μικρά μεταλλικά κουτιά, περίπου μισό μέτρο επί 30 εκατοστά, όπου τοποθετούνται τα οστά κι απ’ έξω αναγράφεται ένας αριθμός. Χιλιάδες τέτοια είναι στοιβαγμένα στο υπόγειο της εκκλησίας, πάνω σε επίσης μεταλλικά ράφια σαν αυτά των δημοσίων υπηρεσιών. Τέλος, υπάρχει το κοινοτάφιο, αλλιώς χωνευτήριο, που δεν κοστίζει τίποτα. Εκεί, πέφτουν όλα τα οστά μαζί, ανακατεμένα, μέχρι που γίνονται χώμα. Η επιλογή αυτή μπορεί να γίνει ή από άποψη, ή επειδή δεν κοστίζει, ή επειδή δεν θέλεις να επιβαρύνεις αυτούς που θα μείνουν, ή γιατί δεν έμεινε κανείς πίσω να φροντίζει τα διαδικαστικά και μετά από κάποια χρόνια απουσίας οποιουδήποτε το κοινοτάφιο είναι μονόδρομος. Στη μικρή του ταράτσα υπάρχουν τοποθετημένες κάποιες φωτογραφίες και αφημένα λίγα λουλούδια. 

«Νεράιδα θα ’σαι στο εξής και θα ’ρχεσαι τα βράδια, τις πίκρες και τα βάσανα να μας τα κάνεις χάδια».
 
Κι όταν φεύγουμε πού πάμε;
Μια μέρα θα τελειώσουν όλα, λοιπόν. Αλλά από πού ερχόμαστε, ποιοι είμαστε και πού πάμε; Τι γίνεται μετά τον θάνατο; Υπάρχει ζωή ή τελειώνουν όλα; «Αυτό είναι το αιώνιο ερώτημα της φιλοσοφίας, αλλά και όλων των ανθρώπων. Το ζήτημα του θανάτου. Υπάρχουν άπειρες εικασίες για τη μετά θάνατον ζωή. Η αλήθεια είναι ότι από όσους πήγαν στην άλλη πλευρά δεν γύρισε κανείς για να μας πει τι ακριβώς συμβαίνει. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά τον θάνατο οι ψυχές μεταβαίνουν σε μια κατάσταση, η οποία ονομάζεται “μέση κατάσταση’’ των ψυχών. Πρόκειται για ένα ενδιάμεσο διάστημα της ζωής των ψυχών από τον θάνατο του σώματος έως τη Δευτέρα Παρουσία, την καθολική ανάσταση των νεκρών και την τελική κρίση», λέει ο πατέρας Χρυσόστομος, από την Ιερά Μητρόπολη Νέας Σμύρνης. «Στην κατάσταση αυτή», σημειώνει ο ιερέας, «οι ψυχές προγεύονται αυτά που θα έρθουν μετά την τελική κρίση, καθώς διατηρούνται η συνείδηση αλλά και η ανάμνηση του πρότερου βίου». 

Υπάρχει επικοινωνία των νεκρών με τους ζωντανούς; Μας βλέπουν; Πώς είναι αυτή η μέση κατάσταση; Τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας περιγράφει και πάλι ο πατέρας Χρυσόστομος. «Οι νεκροί δεν μπορούν να έχουν επικοινωνία με τους ζώντες επί της γης. Οι νεκροί δεν μπορούν να μας δουν. Υπάρχει, όμως, επικοινωνία μεταξύ των ψυχών στη μέση αυτή κατάσταση όπου βρίσκονται. Η κατάσταση αυτή δεν είναι ένας τόπος, όπως τόπος δεν είναι ούτε ο παράδεισος και η κόλαση. Πρόκειται περί μυστηριακής κατάστασης».
Ο πατήρ λέει ότι ένας τρόπος «επικοινωνίας» των ζωντανών με τους νεκρούς είναι η προσευχή, τα μνημόσυνα που επιτελούμε, αλλά και η ελεημοσύνη. «Αν επισκεφθούμε έναν άνθρωπο που βρίσκεται στη φυλακή και του πούμε μια κουβέντα παρηγοριάς, δεν θα κερδίσει την ελευθερία του, θα νιώσει όμως μια ανακούφιση. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει όταν προσευχόμαστε, ή όταν ελεούμε αυτούς που το έχουν ανάγκη. Οι  ψυχές των δικών μας ανθρώπων παίρνουν μια ανακούφιση και είναι, εν τέλει, μια παρηγοριά για όλους». 

«Ήρθες κι έφερες χαρά και ευτυχία στη ζωή μου. Έφυγες και πήρες κομμάτι της ψυχής μου. Καλό σου ταξίδι, αγάπη μου. Εύχομαι να δεις μέρη που ονειρευτήκαμε».
 
Δεν μπορώ, το καταλαβαίνεις;  
Όταν χάνεις κάποιον δικό σου μπορεί να σε πιάσει αληθινή απελπισία. Μην προσπαθήσεις να τη διώξεις. Η ψυχοθεραπεύτρια, Μαριάνθη Πατσελή, λέει ότι «η άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση, η κατάθλιψη και η αποδοχή είναι τα πέντε στάδια του πένθους που βιώνει ένα άτομο. Τα στάδια αυτά απεικονίζουν τον πόνο και την προσπάθειά του να προσαρμοστεί σε μία νέα πραγματικότητα και να διαχειριστεί την απώλειά του».

Όμως, προσθέτει, «αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι περνούν μέσα από αυτά υποχρεωτικά και διαδοχικά, δηλαδή δεν υπάρχει κάποια σειρά και, επίσης, κάποια στάδια μπορεί να λειτουργούν συγχρόνως. Ακόμη, δεν σημαίνει ότι χρειάζεται ο κάθε άνθρωπος να περάσει και τα πέντε αυτά στάδια για να βγει από το πένθος του. Υπάρχουν και άνθρωποι που καταφέρνουν να ξεπεράσουν την απώλειά τους χωρίς να έχουν περάσει κανένα από τα πέντε αυτά στάδια».

Η Μαριάνθη Πατσελή λέει ότι «η απώλεια βρίσκεται συνεχώς στη ζωή μας, γι’ αυτό γνωρίζοντας αυτά τα στάδια μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τι μας συμβαίνει όταν την αντιμετωπίζουμε. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα στάδια αυτά δεν αποτελούν ένα αυστηρό πλαίσιο, και καθώς δεν υπάρχει μια τυπική απώλεια, δεν υπάρχει και τυπική αντίδραση. Δεν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος, σωστή ή λάθος διαδικασία. Η διαδικασία του πένθους είναι ιδιαίτερη και προσωπική μας υπόθεση. Μπορεί να έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αλλά αντιμετωπίζεται μοναδικά απ’ τον καθένα μας. Όπως μοναδική είναι και η ζωή και η προσωπικότητά μας». 

«Ήθελες να γίνεις καλά και να πάμε όλοι μαζί ένα ταξίδι. Και ονειρευόσουν με λαχτάρα εκείνη την ηλιόλουστη μέρα που όλοι μαζί θα ταξιδεύαμε παρέα. Δυστυχώς δεν έγινες καλά κι έφυγες για το μεγάλο ταξίδι μόνος. Δεν είμαστε παρέα πια. Αλλά θα σε θυμόμαστε πάντα και θα μας λείπεις. Ιδίως στα ταξίδια».

Το τελευταίο αντίο
Ένας άνθρωπος είναι μια ολόκληρη ζωή. Έμαθε να περπατάει, να μιλάει, να σκέφτεται, να ονειρεύεται. Και μετά; Οι έννοιες του, οι στιγμές του, οι έρωτές του, οι αγωνίες του, τα γέλια και τα κλάματά του; Τελειώνουν όλα μονομιάς; Κάπνιζα κι έκανα τέτοιες σκέψεις ακουμπισμένος σε ένα μάρμαρο. Δεν είχα απαντήσεις, μόνο μια στεναχώρια. Αλλά ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και θα έπρεπε να φύγω, γιατί το Κοιμητήριο Νέας Σμύρνης είναι ανοιχτό, κάθε μέρα, από την ανατολή έως τη δύση. Μια τελευταία ματιά. 

«Να μας προσέχεις και από τον Παράδεισο, μανούλα. Θα σε βλέπουμε στο φως κάθε αυγής, ανάμεσα στα λουλούδια όπως έπαιζες παιδί, στα αστέρια που μέτραγες κι έκανες όνειρα. Και τώρα να κάνεις όνειρα, μαμά, και μην ξεχνάς να έρχεσαι και στα δικά μας. Μας λείπεις, σε αγαπάμε τόσο πολύ και σε ευχαριστούμε για όλα. Καλή αντάμωση».