Life in Athens

Πώς ερωτεύτηκα την Αθήνα μετά από 25 χρόνια

Μία ιστορία αγάπης

Κρίστυ Περρή
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυτό το εκνευριστικό «εύχομαι να ζούσα σε μία άλλη εποχή, με καλύτερη μουσική και πιο ωραία ρούχα» το είχα και εγώ μεγαλώνοντας και ήμουν αρκετά παθιασμένη μέσα στην δηθενιά μου.  Άκουγα αποκλειστικά μπάντες των 60s, φορούσα vintage, νοσταλγούσα χρονικές περιόδους στις οποίες ήμουν αγέννητη και γενικότερα αγνοούσα την καθημερινή ζωή για ένα εξιδανικευμένο παρελθόν που ποτέ δεν θα ζούσα (και ποτέ δεν υπήρξε), ίσως γιατί φάνταζε πιο εύκολο από το να αντιμετωπίσω το σήμερα με όλα του τα ενοχλητικά ελαττώματα.


Φυσικά αυτή η διάθεση φυγής προς τα πίσω δεν βασιζόταν μόνο στον χρόνο αλλά και στον χώρο και γεννούσε μία απέχθεια προς τον κόσμο γύρω μου, την Αθήνα με τους βρώμικους δρόμους, τους αγενείς ανθρώπους, τα μαγαζιά που παίζουν σκυλάδικα και τα περιστέρια.
Θα ήμουν τόσο πιο ευτυχισμένη αν ζούσα στο Λονδίνο.
Με τα πάρκα, τις παμπ, τα μουσεία, τα swing parties και τα αγόρια με την αριστοκρατική προφορά και το μαλλί αλα Paul McCartney.
Έτσι λοιπόν κυλούσαν τα χρόνια, με νεύρα και φίλους online, με καφέ στα Starbucks για αυτούς που βρίσκονταν εδώ και όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη επαφή με την πόλη που με είχε μεγαλώσει γιατί πίστευα ότι μου άξιζε κάτι καλύτερο. Δεν υπήρχε κανείς να με πληροφορήσει πως ήμουν ένα σνομπ σπαστικό πλάσμα που ζούσε μόνο στις φαντασιώσεις του (ή και αν υπήρχε δεν το τολμούσε, ίσως από φόβο πως θα έβαζα τα κλάματα μπροστά τους).

Τελικά το όνειρο πραγματοποιήθηκε και με δέχτηκαν για μεταπτυχιακό στην λατρεμένη μου πόλη, το Λονδίνο που με περίμενε να το ανακαλύψω, να το ερωτευτώ ακόμα περισσότερο, να εγκατασταθώ μόνιμα και να ανταλλάσσουμε καθημερινά όρκους αιώνιας αγάπης. Έκατσα εκεί για ενάμιση χρόνο και παρόλο που προφανώς δεν ήταν όλα ρόδινα και κρύωνα συνέχεια, μου έλειπαν οι γονείς μου σε ανησυχητικό βαθμό και πήρα τουλάχιστον 15 κιλά, οι καρδούλες στα μάτια δεν έφυγαν ποτέ και τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα όταν το εγκατέλειψα εξαιτίας οικονομικής αβεβαιότητας (ήταν η εποχή των referendums) και κούρασης. Υποσχέθηκα πως θα γυρίσω το πολύ σε 12 μήνες με γεμάτες τις μπαταρίες και ένα κομπόδεμα για να με κρατήσει μέχρι να βρω μόνιμη δουλειά. Είπα στην κολλητή μου να με περιμένει για να συγκατοικήσουμε και γύρισα πίσω στην Ελλάδα με την καρδιά μου ακόμα να φέρνει βόλτες πάνω στα κόκκινα λεωφορεία.


Προφανώς ότι αντιπάθεια είχα για την Αθήνα από εκεί και πέρα μετατράπηκε σε μίσος. Δεν έβγαινα σχεδόν ποτέ, διάβαζα βιβλία μόνο και μόνο για να ξεφύγω από την μιζέρια της, μου φαίνονταν πιο γκρίζα, πιο μουντή, πιο αφιλόξενη από ποτέ. Το σχέδιό του κομποδέματος είχε κάποιες σημαντικές ελλείψεις (δεν μπορούσα να κάνω οικονομίες με τίποτα) και όσο εγώ δυστυχούσα σε δουλειές που δεν μου ταίριαζαν και με καταπίεζαν, το Λονδίνο απομακρυνόταν όλο και περισσότερο σαν ενδεχόμενο και αισθανόμουν παγιδευμένη σε ένα τοξικό περιβάλλον που δεν με χωρούσε με τίποτα. Αν όλο αυτό ήταν ρομαντική ταινία, θα είχαμε φτάσει την σκηνή χωρισμού που η πρωταγωνίστρια υποφέρει μέσα σε μία απαίσια σχέση ενώ ο εκλεκτός της καρδιάς της βρίσκεται έτη φωτός μακριά και οι δύο κοιτάνε μελαγχολικά το παράθυρο ενώ έξω βρέχει.

Κάπως έτσι ήρθαν να με βρουν οι κρίσεις πανικού και από εκεί και πέρα τα πράγματα έγιναν αρκετά σκοτεινά για αρκετό καιρό, μέχρι να μπει λίγο φως ανάμεσα στα κλειστά μου παντζούρια.

Η αλλαγή συνέβη ένα βράδυ με ψύχρα, αν και μου πήρε πάνω από χρόνο να καταλάβω πόσο σημαντικό ήταν που βγήκα από το σπίτι μου εκείνη την ημέρα. Εγώ και μία από τις καλύτερές μου φίλες είχαμε κανονίσει να πάμε στα μαγαζιά για να ψωνίσει εκείνη ένα καινούριο κραγιόν και στην συνέχεια θα καθόμασταν κάπου για να φάμε, πριν πάρει η κάθε μία τον δρόμο της. Ανάμεσα στους διαδρόμους με τα καλλυντικά και όσο δοκιμάζαμε αποχρώσεις του κόκκινου, ξαφνικά βρήκαμε μπροστά μας δύο συμμαθήτριες από το σχολείο και στήσαμε κουβέντα στην μέση του μαγαζιού. Τόσο μεγάλη κουβέντα που κάποια πρότεινε να συνεχίσουμε καθισμένες όσο πίνουμε ποτό και η άλλη σημείωσε πως ξέρει ακριβώς το κατάλληλο μέρος για να πάμε. Περικυκλωμένη από φιλικά πρόσωπα κατευθύνθηκα σε ένα υπέροχο μπαρ (από αυτά που νόμιζα πως υπάρχουν μόνο στο Λονδίνο), άκουσα τις περιπέτειες των κοριτσιών μετά το σχολείο, διηγήθηκα τις δικές μου και η ώρα πέρασε χωρίς να αισθανθώ δυσφορία και να θέλω να επιστρέψω στην ασφάλεια του σπιτιού μου. Το ποτό έγινε δύο ποτά, μετά τρία και τελικά καταλήξαμε να τρώμε στο χέρι από ένα από τα μαγαζιά της πλατείας Αγίας Ειρήνης ενώ γύρω μας η πόλη έσφυζε από χαρούμενα πρόσωπα και πολύχρωμες συζητήσεις. Ευτυχώς ή δυστυχώς υπάρχει το ινσταγκραμ και έτσι η στιγμή έχει αποτυπωθεί σε μία φωτογραφία:


«Ίσως φταίει το αλκοόλ, αλλά δεν είναι και τόσο άσχημα τελικά εδώ,» σκέφτηκα. Και ενώ την επόμενη ημέρα κοιτούσα πάλι φωτογραφίες του Notting Hill στο κινητό μου, μία αλλαγή είχε ήδη ξεκινήσει.

Η πρώτη συνειδητοποίηση που με κλόνισε είναι πως η Αθήνα δεν έχει μόνο μαγαζιά με σκυλάδικα. Όσο εγώ την αγνοούσα επεδεικτικά, εκείνη άνοιγε funky καφέ, μπραντσάδικα, street food joints που μου έσπαγαν την μύτη, μπαρ με περίεργα κοκτέιλ και φυσικά πάμπολλες επιλογές για οικονομικό αλλά νόστιμο φαγητό ότι πρέπει για την τσέπη μου.  Ξαφνικά στο ίντερνετ φύτρωναν παντού οδηγοί με τα «Καλύτερα της Πόλης» και δελεαστικές φωτογραφίες με καλούσαν να εξερευνήσω το κέντρο, το Παγκράτι, τον Κεραμεικό και κυρίως το Κουκάκι, την ίδια μου την γειτονιά που άνθιζε μπροστά στα μάτια μου.  Κατάλαβα πως τα μουσεία δεν ήταν μόνο τα πέντε γνωστά που είχα πάει με το σχολείο (αλλά και αυτά ακόμα χρειάζονται τόση εξευρένηση) και πως υπάρχουν παντού εκθέσεις, συναυλίες, πάρτι και χοροί έτοιμοι να με υποδεχτούν.


 Δεύτερο σοκ ήταν το γεγονός πως όλες οι δουλειές στην Αθήνα δεν ήταν φρικτές και με λίγη επιμονή μπορούσες να βρεις κάτι που να σε εκφράζει και να σε προκαλεί να γίνεις καλύτερος, χωρίς να αισθάνεσαι σκλάβος του μισθού και παραλυτικά αγχωμένος κάθε πρωί. Ίσως ήμουν τυχερή που το βρήκα. Αλλά έγινε.
Το Λονδίνο εξακολουθούσε να είναι εκεί, όμως κατέληξα να του στέλνω μηνύματα να περιμένει μέχρι να ταξιδέψω ως την Ιταλία και μετά θα έβαζα μπρος την διαδικασία της επιστροφής.  Ίσως περνούσα μία βόλτα από Γερμανία πριν αρχίσω να στέλνω βιογραφικά. Μπορεί και μία Λισαβόνα επειδή ήταν καλοκαίρι και πάντα ήθελα να την περπατήσω.

Είχα πλέον ελευθερία να ταξιδεύω με τις οικονομίες που έβαζα στην άκρη και σε κάθε διαφορετική πόλη που βρισκόμουν, τα μάτια μου γέμιζαν αστερόσκονη και το μυαλό μου ιδέες. Γυρνούσα πίσω στην Αθήνα και αντί να μισώ το τσιμέντο της κοιτούσα να βρω τα χρώματα ανάμεσα στο γκρίζο και επέλεγα ποια ταίριαζαν σε εμένα. Είχα φοβερή όρεξη να γράψω, να ανακαλύψω και να ακούσω και να γνωρίσω οτιδήποτε το καινούριο, οτιδήποτε δεν ήξερα πως υπάρχει επειδή βαριόμουν επί σειρά ετών να το ψάξω.

Σιγά σιγά νοίκιασα το σπιτάκι μου, το οποίο διακόσμησα ακριβώς όπως ήθελα και προκαλεί θαυμασμό και σχόλια τύπου «εδώ είναι σαν φωτογραφία του pinterest» από όλους τους εκλεκτούς επισκέπτες. Η σχολή χορού swing που είναι δίπλα του σφίζει από ζωή και στο πάτωμά της φέρνω και εγώ στροφές δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Το πρώτο μου ένστικτο όταν γνωρίζω κάποιον είναι να χαμογελάσω και να του σφύξω το χέρι, όχι να νιώσω ανασφάλεια και να αναρωτηθώ αν κάπως θέλει το κακό μου. Αν τύχει και περάσει ολόκληρη ημέρα χωρίς να έχω περπατήσει, χωρίς να έχω τρέξει ή γελάσει σε κάποιο φωτεινό δρόμο της πόλης, σκέφτομαι τρόπους που μπορώ να επανορθώσω την επόμενη.


Τις προάλλες άκουσα μία φίλη μου να λέει «ρώτα την Κρίστυ, εκείνη είναι που ξέρει όλα τα ωραία μέρη» και προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν υπάρχει καμία συνονόματη στον χώρο πριν αρχίσω να δίνω συμβουλές για το που θα φας ωραία pancakes.


Στο Λονδίνο ταξίδεψα με την μαμά και την κολλητή μου τον Ιούνιο και εξακολουθεί να είναι το ίδιο μεθυστικό, ακριβώς όπως περίμενα. Το γνώριζα σαν την παλάμη του χεριού μου αλλά ταυτόχρονα με εξέπληττε συνέχεια.
Ίσως όμως να μην είναι ο μεγάλος μου έρωτας αλλά ένας παλιόφιλος που θα χαίρομαι πάντα να βλέπω και θα επισκέπτομαι σε κάθε ευκαιρία, ακόμα και αν η καρδιά μου  τελικά ανήκει αλλού.  


Όπως στο τέλος της ταινίας που η πρωταγωνίστρια συνειδητοποιεί πως ο έρωτας βρισκόταν μπροστά της από την αρχή αλλά εκείνη δεν τον έβλεπε.