Life in Athens

Έξω οι πρωινοί

Ιστορίες αναρχίας κινηματογραφικού τύπου

Λευτέρης Ξανθόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνωστισμός στους κινηματογράφους της Ομόνοιας που παίζανε χειμώνα-καλοκαίρι δύο έργα με ένα εισιτήριο, ιδιαίτερα στις πρωινές προβολές τον χειμώνα με το κρύο, που μαζεύονταν για να ζεσταθούνε οι άνεργοι, οι κοπανατζήδες, οι ανερμάτιστοι. Γύρω στις δύο το μεσημέρι ξεκινούσε η δεύτερη, η απογευματινή προβολή της λόκαλ double bill, δηλαδή της ντούμπλεξ αίθουσας. Έξω, βρέξει - χιονίσει περίμεναν ουρές με το εισιτήριο στο χέρι, μέχρι το πεζοδρόμιο της Πατησίων. Όταν επιτέλους άναβαν τα φώτα και άνοιγαν οι πόρτες, με το φινάλε της μουσικής τίτλων και το THE END της οθόνης, μπουκάρανε οι απογευματινοί, πατείς με πατώ σε για να προλάβουν να καταλάβουν και να κατοχυρώσουν κάποια θέση που άδειαζε.

Αυτοί που εγκατέλειπαν την αίθουσα, αυτοί δηλαδή που είχαν δει από το πρωί και τα δύο έργα και αποφάσιζαν να αποχωρήσουν, ήσαν λίγοι. Οι περισσότεροι έμεναν μέσα στο σινεμά είτε για να πάρουν τον μεσημεριανό τους υπνάκο πάνω στο άβολο ξύλινο κάθισμα όταν θα έσβηναν τα φώτα είτε για  να ξαναδούν, οι πιο πωρωμένοι από αυτούς, τις ίδιες ταινίες από την αρχή. Κανείς δεν μπορούσε να επέμβει και να τους το απαγορέψει.

Ο αγώνας τις περισσότερες φορές ήταν άνισος. Μιλάμε για πληρότητα εκατόν είκοσι τα εκατό. Οι άδειες θέσεις που προσφέρονταν ήταν πολύ λιγότερες από τον αριθμό των νεοφερμένων. Εκεί λοιπόν, σε αυτό ακριβώς το σημείο, άρχιζαν οι όρθιοι να προκαλούν τους καθισμένους με φωνές άγριες και ενίοτε ύβρεις αγοραίες, «έξω οι πρωινοί», «θα σας σκίσουμε τον κώλο ψάρακες», «έξω οι ρουφιάνοι πρωινοί». Οι περισσότεροι από αυτούς που φωνασκούσαν θα παρακολουθούσαν την ταινία στους πλαϊνούς διαδρόμους, ακουμπισμένοι στον άτσαλα και βιαστικά ασβεστωμένο τοίχο που έβγαζε πάνω στο ρούχο τους, περιμένοντας πότε θα αδειάσει μια θέση κοντά τους για να ορμήσουν, να την καταλάβουν και να την οικειοποιηθούν.

Στο μεταξύ, για να εξασφαλίσει ο προβολατζής −κατά διαταγή του αιθουσάρχη επιχειρηματία− μία παραπάνω προβολή ή έστω και μισή, δηλαδή κάποιες αρκετές εισόδους παραπάνω, γιατί από έναν ορισμένο αριθμό ορθίων δεν έκοβαν στο ταμείο άλλα εισιτήρια από τον φόβο της αστυνομικής διάταξης που όριζε τον αριθμό των θεατών μέσα στην αίθουσα, ο προβολατζής έκλεβε στις πράξεις.

Εξηγούμαι∙ η ταινία των 35 χιλιοστών, η ταινία δηλαδή που παιζόταν τότε στις κινηματογραφικές αίθουσες, ήταν μοιρασμένη σε μεταλλικά στρογγυλά αριθμημένα κουτιά των πέντε ή έξι πράξεων. Το περιεχόμενο του κάθε κουτιού, η «πίτα» όπως λέγανε με το ποζιτίφ, είχε διάρκεια 18 - 22 λεπτά, φορτωνόταν στους δύο προτζέκτορες που υπήρχαν στην καμπίνα προβολής που 'παιζαν εναλλάξ τη λεγόμενη σύγχρονη προβολή. Υπολογίστε τώρα πέντε πράξεις από είκοσι λεπτά στο περίπου η καθεμία, συνολικά 90 - 100 λεπτά, όσο και η διάρκεια μιας μέσης ταινίας.

Μετά το διάλειμμα, ο πονηρός προβολατζής αντί να φορτώσει στη μηχανή την πράξη που αποτελούσε τη συνέχεια την ταινίας, την τέσσερα λόγου χάριν, καθώς είχε κάνει διάλειμμα στο τέλος της τρία πράξης, αυτός την παρέλειπε για να κερδίσει χρόνο και ξεκινούσε με την πέντε. Εκεί γινόταν και το απόλυτο αλαλούμ. Κάποιοι λίγοι, οι ταχτικοί θαμώνες ιδίως που γνώριζαν τα κόλπα και βλέπανε στην οθόνη άλλα αντί άλλων καταλάβαιναν ότι αυτή η συγκεκριμένη συνέχεια δεν κολλούσε στη δράση όπως την άφησαν πριν από το διάλειμμα και σφύριζαν αλλόφρονες, γιουχάιζαν, έβριζαν «θα σε σκίσω σινεμά», «τον παίρνεις προβολατζή», «γαμιέται η μάνα σου μηχανικέ» και άλλα τέτοια, μέχρι που η ταινία παράσερνε το κοινό που ησύχαζε σιγά-σιγά, ξεχνιόνταν και παρακολουθούσε θέλοντας και μη τη συνέχεια που δεν ήταν ακριβώς η συνέχεια της ταινίας αλλά η αφαιρετική σουρεαλιστική εκδοχή του μεροκαματιάρη μηχανικού προβολής.

Στο μεταξύ ο εν λόγω προβολατζής μέσα στην καμπίνα κάπνιζε το τσιγαράκι του και συνέχιζε ατρόμητος τη δουλειά του, δηλαδή να νετάρει όποτε θυμόταν γιατί τα φλου πήγαιναν σύννεφο ή να φέρνει τα καρβουνάκια του βολταϊκού στην ευθεία για να μην πέφτει το φως της δέσμης, που και αυτό χαμήλωνε πολύ συχνά από δική του αμέλεια και σκοτείνιαζε η οθόνη κι εκεί γινόταν πάλι το μέγα πατιρντί. Έτσι, με αυτά τα ίδια καθημερινά ήθη και έθιμα, συνέχισαν να λειτουργούν σταθερά αυτοί οι εξαίσιοι και μοναδικοί ναοί της έβδομης τέχνης στο κέντρο της Αθήνας, από την μεταπολεμική εποχή μέχρι τις δεκαετίες ’70 -’80 πάνω κάτω, τότε που τα σάρωνε όλα, το ένα μετά το άλλο, κινηματογράφους και κοινό και τα έστελνε στο μαύρο σκοτάδι ο ατίθασος και παιχνιδιάρης χρόνος.