Life in Athens

Οι Κυρίες της Πλατείας

Τιμή και δόξα σε όλα τα «κορίτσια» του Κολωνακίου που ο χρόνος ούτε τις ραγίζει, ούτε τις εξατμίζει!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 656
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μερικές σκέψεις για τις κυρίες της πλατείας Κολωνακίου.

Παύλος Παυλίδης, Ξύλινα Σπαθιά: «Στο Grand Hotel οι λιμουζίνες σταματάνε/ κι αποβιβάζονται οι ώριμες κυρίες/ δίπλα στο πιάνο διηγούνται ιστορίες/ και βεβαιώνουν πόσο όμορφα περνάνε.../ πίνοντας τσάι νοσταλγούν τις αποικίες». Κι αν, αντί για το Hotel, δίπλα στο Grand κάνει αντικατάσταση με Κολωνάκι, τότε, ναι, είναι σαν να τις βλέπεις αυτές τις Grand Κολωνάκι Κυρίες, όπως τις βλέπω κι εγώ κάθε μέρα που σκοτώνω τον χρόνο μου στην πλατεία και τα πέριξ. Κατασκοπεύοντάς τες.

Grande Κολωνάκι Κυρίες Spotting. Επαγγελματίας της παρακολούθησής τους! Αυτός είμαι, αυτές κοιτώ. Τις μελετώ με λεπτότητα εντομολόγου. Κυρίες σαν κολιμπρί, χρονών από ογδόντα και πάνω, κυρίες με κάτι αριστοκρατικό και αλμοδαβαρικό συνάμα, εξωτικά φορτωμένες με κοσμήματα, βραχιόλια και περιδέραια, δαχτυλίδια και κοκαλάκια χρυσά στα μαλλιά, καμένα από τις πολλές βαφές μα και τον χρόνο. Σαν πεταλούδες. Σύζυγοι πρώην Αρεοπαγιτών ή κάποτε μεγαλοδικηγόρων, αρχιτεκτόνων εποχής ή καπελούδες της βασιλικής αυλής, κυρίες χήρες τώρα, μόνες αλλά και μαζί, με παρέα η μία την άλλη. «Καθώς τη νύχτα στη βεράντα ξενυχτάνε/ τις ασημένιες χειροπέδες τους φοράνε/ τις σιδερένιες τους θυμίζουν τραγωδίες/ πόσο καιρό θα βρέχει ακόμα στις Ινδίες;» Σαν παραδείσια πτηνά, ή και βραχνοκοκορίνες σκέτες: έχουν μια μπασαδούρα - γρέζι στη φωνή οι κυρίες του Κολωνακίου, τη σμιλεμένη δυο αιώνες τώρα από τσιγάρα και τζιν με βότανα, καπνούς πολλούς και τσάγια. Τις ακούω όταν παραγγέλνουν γιουβετσάκι στη «Λυκόβρυση» ή «εσπρέ», μα το θεό, «εσπρέ» παράγγειλε μία της «φυλής» τους τις προάλλες στο «Φίλιον», κι ύστερα, πάντα κρυμμένη πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, έπιασε πάλι να διαβάζει στην «Εστία» – τι; Πως η Κλαούντια Καρντινάλε ογδοντάρισε. Έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου, πως αυτό θα διαβάζει.

Συνομήλικες είναι αυτές οι κυρίες, Κλαούντιες Καρντινάλε του Κολωνακίου, ζώσα μνήμη, στιλ και attitude περασμένων εποχών, να γιατί αγαπώ αυτές τις κυρίες. Πέρα από το ότι είναι αγέρωχες και τρελές, που άφοβα φορούν τα αφόρετα τουρμπάνια σε απίστευτους συνδυασμούς με φλοράλ φορέματα ή ζακετογούνες. Τις αγαπώ γιατί μοιάζουν με ζωντανά μουσεία, βλέπω τις ρυτίδες τους σαν οθόνη, μέσα τους κρύβονται ζενερίκ από άλλες εποχές. Που η Μαργαρίτα Καραπάνου, αν ζούσε, θα τις κατασκοπεύαμε παρέα, όπως κάναμε παλιά, και η Φωτεινή Τσαλίκογλου θα μας κορόιδευε, βρε, σαν δεν ντρέπεστε να σκαρφίζεστε ιστορίες από το μυαλό σας – η Μαργαρίτα Καραπάνου θα μου φώτιζε το σκηνικό της ζωής τους. Πρώην ιδιοκτήτριες μπουτίκ ή κάτοχοι μεγάλης ακίνητης περιουσίας, αυτοεξυπηρετούμενες, εξού και κοτσονάτες, και πάντα «πρώτο τραπέζι πίστα» στην πλατεία, ή υποβασταζόμενες από οικιακές βοηθούς ρωσοφιλιππινεζικής καταγωγής. Με ή χωρίς σκυλάκι, μα πάντα eyeliner στο ματάκι, κοκέτες αδιαφιλονίκητα περισπούδαστες, οι Grande Κολωνάκι Κυρίες σαν «κρύσταλλα στα ράφια που γυαλίζουν/ αναρωτιούνται πόσο αξίζουν οι καρδιές όταν ραγίζουν/ και πόσο αξίζουνε τα κρύσταλλα όταν σπάνε».

Ίσως γι’ αυτό τις αγαπώ, τις σέβομαι και τις τιμώ. Γιατί είναι κρύσταλλα που δεν έσπασαν, κι ας τις ράγισε ο χρόνος. Αυτές, οι μεγαλειότητές τους, επιμένουν κάθε μέρα να ντύνονται, να στολίζονται, να οχλοβοούν και να παρίστανται, σαν ζωντανά γλυπτά, σε μια συνεχή περφόρμανς χρόνου και αξεπέραστου στιλ, αφιερωμένη θαρρείς σε εμάς τους «τυχοδιώκτες/ που όλο δήθεν αδιάφορα κοιτάνε/ καθώς τινάζουνε τη στάχτη όταν καπνίζουν»: Παύλος Παυλίδης, Ξύλινα Σπαθιά. Αλλά και γιατί ντάμες σπαθί είναι όλες αυτές οι Κολωνακιώτισσες κυρίες, έτσι τις βλέπω και δεν θα πάψω ποτέ να τις κοιτώ με λατρεία και θαυμασμό. Αν και, όπως θα έλεγε κι ο –όχι και τόσο ροκ– Χρήστος Κυριαζής, αυτό μπορεί να μου συμβαίνει ίσως γιατί, «Μου θυμίζεις τη μάνα μου»!