- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μέρες (και νύχτες) στο σπίτι
Είναι μέερες (και νύχτες) που δεν βγαίνω απ’ το σπίτι, για πρακτικούς λόγους...
Είναι μέερες (και νύχτες) που δεν βγαίνω απ’ το σπίτι, για πρακτικούς λόγους – φταίει η φάση. Η οποία θα αλλάξει, όπως όλες οι φάσεις στις ζωές μας. Οπότε, δεν σκάω κιόλας…
Οι ήρωες αστυνομικών (μυθιστορημάτων) που μ’ αρέσουν είναι μοναχικοί λύκοι: ο Spencer του Robert B. Parker, ο Jack Reacher του Lee Child, ο Myron Bolitar του Harlan Coben και τέτοιοι, βασικά ρεμπεσκέδες που όμως λύνουν σοβαρά προβλήματα, παίζουν ξύλο, κατέχουν μυστήριες πληροφορίες για κουλά όπλα και γενικά είναι σκληροί πλην όμως ακέραιοι. Ο Spencer έχει μια γκόμενα που τη βλέπει πότε-πότε (αραιοπηδήματα), αλλά ο Jack Reacher είναι εντελώς χαμένο κορμί. Περιφέρεται από δω κι από κει κι όλες τον αφήνουν στον άσο – αφού πρώτα τους κάνει την εισαγωγή «εγώ θα φύγω μια μέρα, δεν μπορώ να έχω ρίζες». Ε αφού θα φύγεις, μεγάλε, κάτσε να την κάνω εγώ πρώτη, σκέφτεται η κάθε (γυμνασμένη, αθλητική, λίγο υστέρω αλλά κούκλα) γκόμενα. Τώρα γιατί μου αρέσει να διαβάζω για σκληροτράχηλους τύπους που ψήνουν ένα (!) στήθος κοτόπουλου και το τρώνε μόνοι τους… δεν υπάρχει εξήγηση. Πάντα μένω σε σπίτια γεμάτα κόσμο, ποτέ δεν έψησα κάτω από τέσσερα στήθη κοτόπουλου και το χειρότερό μου είναι να τρώω μόνη μου. Αλλά οι μοναχικοί ήρωες έχουν σουξέ, από τον Λούκι Λουκ κι ύστερα μέχρι τους αντι-ήρωες του Moebius και του Hugo Pratt –άντε να ’χει το άτομο έναν κολλητό, έναν παρατρεχάμενο ή συνάδελφο που ορμάει στο πλευρό του όταν τον έχει ανάγκη. Κατά τα άλλα είναι μπεκιάρης, μαγκούφης, έξω από τους κανόνες της κοινωνίας και πολύ ευχαριστημένος που μία στις τόσες του κάθεται κι από καμιά γκόμενα. Η οποία έχει υποκύψει (εύκολα) στη γοητεία του μονού στήθους κοτόπουλου…
Τέτοια και χειρότερα σκέφτομαι όταν έχω σερί από μερόνυχτα με στέρηση εξόδου: διαβάζω αστυνομικά, ακούω Χάσμα, Μεθυσμένα ξωτικά και Bad Religion επειδή αυτά ακούει ο γιος μου μέσα στο σπίτι. Οι Χάσμα θυμίζουν λίγο Φατμέ σε πανκ εκδοχή αλλά κανένας έφηβος δεν ξέρει τους Φατμέ («κάτι ψόφιοι που άκουγε η μάνα μου πριν βγάλει μουστάκι»), οπότε η επικοινωνία είναι λειψή. Ψήνω πολλά μαζί στήθη κοτόπουλων. Δεν κοιμάμαι τις νύχτες. Τέτοια. Τελευταία φορά που ξεμύτισα ήπια έναν υπέροχο εσπρέσο στο Εν Δελφοίς – πάνε χρόνια που έκοψα τον καφέ, απλώς η μυρωδιά μού ’σπασε τη μύτη και υποχώρησα για άλλη μια φορά (η οποία δεν θα είναι και η τελευταία…) στον πειρασμό του «κομμένου». Το να κόβω πράγματα και μετά να υποχωρώ στον πειρασμό είναι άλλο ένα χούι που έχω. Καλά, στον πειρασμό μπορεί να υποχωρήσει κανείς και χωρίς να έχει κόψει τίποτα, απλώς αν πρόκειται για κάτι που έκοψες, δηλαδή απαγορευμένο, υποχωρείς με μικρά εύθυμα πηδηματάκια και με πολύ καλύτερη διάθεση.
Κι ενώ οι φίλοι μου πηγαίνουν Rock’n’ roll, Balthazar, MG, Μικρό Μπαρ, Μπάτμαν, Αερόστατο, από δω κι από κει… το μόνο που έχω να αντιτάξω είναι υπέροχο μαγαζάκι (άκου τώρα) με τοπικά προιόντα απ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας και με το ζενιάλ όνομα Το Μαντρί. Το «Μαντρί» λοιπόν έχει παραδοσιακό γαλοτύρι από την Ήπειρο, τραχανά Σπάρτης, χυλοπίτες Χίου, λαδοτύρι Ζακύνθου και Μυτιλήνης, τυριά από Κρήτη και Κίμωλο και γενικά οτιδήποτε ψωνίζουμε στις διακοπές μας σε εξωτικά μέρη. Αν πρόκειται πάλι για χούι που το έχω μόνο εγώ (αν δηλαδή κανένας άλλος δεν ψωνίζει τραχανάδες και θρούμπες στον τόπο παραγωγής τους) και πάλι κάτι θα βρει στο «Μαντρί» που να του γυαλίσει. Είναι παραδοσιακό, ζεστό και γεμάτο νόστιμα τρόφιμα: αποκλείεται να μπεις και να μην αγοράσεις – εδώ παραλίγο να σηκώσω ολόκληρο το μαντρί…
Αυτό που μου έλειψε πάντως είναι το σκοτεινό, πονηρό, μελαγχολικό, μεθυσμένο και μπαρουτοκαπνισμένο μπαράκι με χαμηλή μουσική και
το μυστηριώδες στοιχείο που λέμε «ατμόσφαιρα», επειδή δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να το πούμε. Το μπαράκι όπου οι μπάρμεν είναι λιγομίλητοι και το ποτό κάνει 6,50 ευρώ, όχι παραπάνω: μόνο στα Εξάρχεια πια έχουνε απομείνει τέτοια μπαρ, ή σε παρόδους της Αριστοτέλους γύρω
από την πλατεία Βικτωρίας – εννοώ μπαράκια που παίζουνε καλή μουσική, όχι που απλώς είναι στριμόκωλα ή μίζερα αλλά κάτι προτείνουν.
Το Καφεκούτι ήταν έτσι, κι αν έχει παραμείνει στο ίδιο στιλ θα πάω για προσκύνημα μόλις σπάσω τον όρκο του εσώκλειστου. Δηλαδή μετά από πολλά μερόνυχτα «μέσα» αυτό που σου λείπει δεν είναι οι μεγάλες πίστες, ούτε καν οι μικρές. Το μπαράκι με την παρέα σου, η χύμα ατμόσφαιρα χαλάρωσης μετά τις 12.00, το «όλα μπορεί να συμβούν εδώ» (ή αλλού…) είναι αυτό που σου λείπει. Και η επιθυμία να το ρίξεις ξανά, με τρέλα όμως, σε οτιδήποτε ζορίστηκες για να κόψεις: το ότι σε τρώει ο πισινός σου να υποχωρήσεις στον πειρασμό δηλαδή, είτε επιμένει (ο πειρασμός) είτε όχι…
Εν Δελφοίς, Δελφών 10, 210 3608.269
Το Μαντρί, Γράμμου 41, Βριλήσσια, 210 8030.484
Καφεκούτι, Σόλωνος 123, 210 3840.559