Life in Athens

Χαμένος στο Παγκράτι

Πλατεία Προσκόπων, Παγκράτι. Μοιάζει με μυστικό πέρασμα.

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 244
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πλατεία Προσκόπων, Παγκράτι. Μοιάζει με μυστικό πέρασμα. Είσαι Τρούμαν, διασχίζεις την Κωνσταντίνου απέναντι, κάνεις έτσι μία πίσω από τις φριχτές πολυκατοικίες, και βρίσκεσαι στη δεκαετία του ’70, αργά το βράδυ, μετά το σχόλασμα των θεάτρων, στην οδό Αμύντα με τα καφέ και τα χαμηλά δέντρα. Η πόρτα του Μαγεμένου Αυλού, σαν μετα-βαυαρικό gate to hell σε κοιτάζει και μυρίζει παλιό καλομαγειρεμένο φαγητό, αυτό της κατσαρόλας που μένει για πάντα ποτισμένο στην ανάμνηση των κτιρίων και των πραγμάτων. Ο Μαγεμένος Αυλός είναι ζεστός σαν κοκκινιστός.

Μια μέρα την περασμένη εβδομάδα, η Μ. μού γράφει: «Σαρανταρίζω, πάμε να το γιορτάσουμε στον Μαγεμένο Αυλό;». Παύση. Δεν το ’ξερα ότι η παιδική μου φίλη είναι σαράντα. «Να πάμε», της γράφω, «και το σαράντα πολύ καλό, κράτα το για τα επόμενα δέκα χρόνια». Στον Μαγεμένο Αυλό είχα να πάω από το ’94, όταν η Μ. ήταν ακόμα βρέφος δηλαδή, άσχετο αυτό, με πήγαιναν συνήθως η Άννα και ο Αλέξης μετά το θέατρο, καθόμασταν στα δέντρα, χαζοτρώγαμε, ποιος νοιαζόταν για τέτοια, γινόμασταν κουρούμπελα και φεύγαμε με το τζιπ σαν κροκόδειλοι, κάνοντας οχτάρια.

Μπαίνω στον Αυλό, όλα είναι όπως τότε, ρουστίκ, σεβάσμια, καθαρά, παλιά, βαριά. Με το που ανοίγω την κοκκινιστή πόρτα αμήχανος (που δύο μεγάλες παρέες σαν μυστικά δείπνα, δεξιά και αριστερά με σκανάρουν πατόκορφα), η ζωντανή τριμελής ορχήστρα στο βάθος κάνει εκκωφαντικό intro κι αρχίζει να παίζει Καααα… λίνκα-Καλίνκα-Καλίνκα-Mαγιά, το σημείο εκείνο του τραγουδιού με την επιτάχυνση, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να διασχίσω γρήγορα την αίθουσα με τους μυστικούς δειπνοσοφιστές για να βρω πού κάθεται η τρελή σαραντάρα και οι υπόλοιποι φίλοι μας. Τους βρίσκω σε ένα ψιλοπριβέ χουσέ – κάτω από μια αψίδα, δίπλα στην Καλίνκα. Είναι ακίνητοι και κοιτάζουν τους μουσικούς. «Τώρα άρχισαν», μου λέει ο Π., «μόλις μπήκες», λες και είμαι ο Μητσοτάκης. Χαμογελάω λες και είμαι ο Μητσοτάκης, με βάζουν και κάθομαι δίπλα σε ένα κόντρα μπάσο ακουμπισμένο κοντά σε μία μικρή βιβλιοθήκη με διαβασμένα, παλιά βιβλία κι αρχίζω τα γενεθλιακά. «Χρόνια πολλά, φίλη μου, να σε χαιρόμαστε» λέω, δίνοντάς της ένα ζευγάρι σκουλαρίκια της Δήμητρας Παπαδημητροπούλου που πήρα από το Κοάν. «Καλά, από πότε έγινες Υδροχόος; Σκορπιός δεν ήσουνα;» – της το λέω με τρόπο. «Παιδάκι μου, δεν έχω γενέθλια. Σε σένα θα έλεγα ότι είμαι σαράντα;; Τη λοχεία μου γιορτάζουμε. Γέννησα πριν 40 μέρες».

Ο χωροχρόνος επανέρχεται στα κανονικά του. Βλέπουμε φωτογραφίες με μωρά, τρώμε κοτόπουλο κάρι και πίνουμε κόκκινο κρασί σερβιρισμένο από γκαρσόνια με πατρική ευγένεια. Ο Π. θυμάται ιστορίες «με τον Μάνο» και στο τέλος λέει πάντα την ατάκα του φινάλε κάνοντας τη φωνή Χατζηδάκι: λίγο σνομπ και λίγο να τρώει το -ρο. Στον Αυλό οι συζητήσεις πάντα έχουν λίγο Μάνο μέσα τους. Ακόμα κι αν δεν έχεις τίποτα να πεις γι’ αυτόν, λες για την πρώτη φορά που άκουσες το Χαμόγελο της Τζοκόντας, πώς ο συχωρεμένος έκανε φίρμα τον Φλωρινιώτη, τι είδος χιούμορ ήταν κι αυτό, τέτοια. Η ορχήστρα συνεχίζει να παίζει παλιά της Νάντιας Κωνσταντοπούλου σαν να είμαστε στον Τιτανικό, ενώ βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ μέσα στην τέχνη και το πυροτέχνημα – τι είναι καλλιτεχνικό και τι όχι, ποιος είναι αυτός που θα κρίνει αν μπορεί ο εργάτης να είναι και καλλιτέχνης, οι εστέτ και η μπουρζουαζία, τι είναι επανάσταση και τι χουλιγκανισμός, τι εργασία και τι αντάρτικο. Αναγκαστικά πάμε και στο θέμα που ανάβει τους περισσότερους καβγάδες αυτές τις μέρες (όπου πάω πέφτω και πάνω σε αυτή την αντιδικία) – η Κατάληψη της Λυρικής, η «Ζιζέλ» και τα χάπενινγκ στη μέση της Ακαδημίας, τα πάρτι με τα ποτά από τα γύρω μπαρ, η ψόφια πόλη που ξυπνάει, η όπερα, ο εμφύλιος, ο μπουφές που άδειασε στο Εθνικό τη μέρα του «Ρομπέρτο Τσούκο».

Οι εικόνες και τα κόκκινα λίγο σαν να λιώνουν γύρω μου, κάρι, κρασί, ζέστη και καταλήψεις αρχίζουν να στροφογυρίζουν στο μυαλό μου ενώ η μουσική, σαν από μαγεμένο αυλό, με υπνωτίζει – μέχρι που η ορχήστρα αρχίζει να παίζει το «Χάπι Μπέρθντεϊ Του Γιου» με χρυσό σαξόφωνο τύπου κατσαρού και εμφανίζεται μία τούρτα με ένα συμβολικό κεράκι. Κοιτάζω τη Μ., η Μ. κοιτάζει τον Π. κι εμένα, είμαστε σαν το Τρίο της Μπελβίλ αλλά ευτυχώς η τούρτα μάς προσπερνάει και πάει προς τον ένα από τους δύο μυστικούς δείπνους απέναντι, στην παρέα που μοιάζει να έχει ξεμείνει στον Μαγεμένο Αυλό από τη μέρα που κυκλοφόρησε ο Μεγάλος Ερωτικός. Κάποιος γιορτάζει – πού να ξέρω, πού να θυμάμαι, τι να πω.

Αργότερα, αργά, μέσα στην αχλή σε αυτό το παλιό Παγκράτι, νομίζουμε ότι βλέπουμε την Άννα Φόνσου να μπαίνει στον Αυλό, είναι κομψή με ένα ΜικρόΜαύροΦόρεμα πάνω της και πίσω της δυο-τρεις άντρες, κύριοι, μαγεμένοι φίλοι, τζέντλεμεν με αέρα σκηνής και σαλονιού. Κάθονται δίπλα στο κόντρα μπάσο μας. «Όταν ρώτησα σε μία συνέντευξη τη Φόνσου ποιο είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής της, μου απάντησε “ότι κατάφερα και έμεινα λεπτή”», λέει η Μ. και συμφωνούμε όλοι ότι ναι, είναι κατόρθωμα.

Φεύγοντας χάνομαι στις στροφές και τους μονόδρομους, ξαφνικά βρίσκομαι έξω από το στούντιο του Διαμαντόπουλου και μετά –πώς γίνεται;– στα Μπιφτέκια του Ηλία, έχω μπλέξει την Αρριανού μου με τη Στασινού μου και κάθε γωνία όλο και μου θυμίζει κάτι. Κάτι ομιχλώδεις εικόνες από μπαρ της δεκαετίας του ’80 με πιάνο που έπαιζαν λαϊκά και Μαρινέλλες, λάιβ, μεταμφιεσμένα σε αλκοολούχα ελαφρά σκυλο-τζαζ του καναπέ, έτσι κι αλλιώς το μπαρ θέλαμε, να πιούμε κι ό,τι να ’ναι. Ποιος ξέρει ποιος με έτρεχε εκεί – πάντα το Παγκράτι είχε μία κρυφή ιστορία στους μικρούς του δρόμους. Ποτέ δεν πάει κανείς τυχαία εκεί. Έχει θέμα. Ή οικογένεια, φίλους, γεννητούρια. Τα μπαρ και οι ταβέρνες είναι μικρά ερωτικά γκέτο, έχουν ηθοποιούς με ραγισμένες καρδιές και ξεχασμένες Καλίνκες στο πατάρι τους.

Μέσα σ’ αυτή τη φωλιά της σεβεντίλας και της κομψής ανοικοδόμησης, πάντα μου φάνταζε ωραίο να χώνεσαι και να μεθάς με φίλους, λοχείες, σαράντα-plus, σε γωνιές με ιστορία και μυρωδιές.

y.nenes@yahoo.com