- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα αδέσποτα των Αμπελοκήπων
Όποτε βλέπω τα αλήτικα σκυλάκια της γειτονιάς θυμάμαι τη φωτογραφία που ανέβασε κάποιος στο ίντερνετ και έγινε viral, με το καφέ που αφήνει τα αδέσποτα της περιοχής να κοιμούνται μέσα, αφού φύγουν οι πελάτες
Ζω σε μία πολυκατοικία με 81 διαμερίσματα, τόσα τα έχω μετρήσει. Είναι μία παλιά, μονομπλόκ πολυκατοικία από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 αποτελούμενη από τρία συγκροτήματα και έναν κεντρικό, εσωτερικό, τεράστιο κήπο με φοίνικες και πυκνά, ψηλά δέντρα που κρατούν μακριά το θόρυβο από την κεντρική λεωφόρο, έξω. Στις αλέες του περιφέρονται νωχελικά γάτες και στα παγκάκια του, μερικές φορές, τα πρωινά, βλέπω κορίτσια σκυμμένα πάνω από την οθόνη του κινητού τους ή ένα βιβλίο. Οι βεράντες που βλέπουν στον κήπο έχουν ντουλάπες ντέξιον, φυτά και φερ-φορζέ καρέκλες και τραπέζια. Τα καλοκαίρια, το βράδυ, ακούς μερικά χάχανα και μπιρίμπες να απλώνονται επάνω στα τραπέζια. Από τα ανοιχτά παράθυρα ακούς κουταλοπήρουνα με πιάτα και μυρωδιές φαγητού να αναρριχώνται προς τα πάνω, τηγανητές πατάτες και φρεσκοαπλωμένες μπουγάδες, άρωμα ωκεανού, μιστράλ και πράσινο μήλο.
Είναι μία πολυκατοικία που αποπνέει μία μακρινή αίσθηση art deco με τις κυματοειδείς γραμμές της στα υπόστεγα, στην κουπαστή της μεγάλης κεντρικής σκάλας της εισόδου, στις τζαμαρίες και στους φαρδιούς ελισσόμενους διαδρόμους που οδηγούν στα τρία ασανσέρ.
Τρία ασανσέρ με ασυνήθιστη, οριζόντια διαρρύθμιση που προέρχεται από τον παλιό, λέει, διαχωρισμό της καμπίνας: το ένα μέρος ήταν για τις κυρίες και το άλλο για τα δουλικά, όταν κατέβαζαν τα σκουπίδια, για να αποφεύγονται οι δυσάρεστες οσμές.
Σήμερα τα ασανσέρ είναι κοινά για όλους και μεταδίδουν μουσική στις διαδρομές τους, μικρά κλασικά πρελούδια πιάνου ή κιθάρας, κάνοντας τη φασαρία της καθημερινότητας και του άγχους ακόμα πιο μακρινή. Καμπανάκι και «πέμπτος όροφος».
Τα πρωινά, στο οριζόντιο παραλληλεπίπεδο ασανσέρ συναντάω έναν νεαρό με σκύλο που πάντα μου γρυλίζει απειλητικά (ο δεύτερος), ίσως γιατί οσμίζεται επάνω μου τα τρία σκυλιά που υπάρχουν στην οικογένεια, λες και παίζουμε σε ταινία του Ντίσνεϊ, χώρια τα περιφερειακά και των επισκεπτών. «Ντιν! Ισόγειο». Ο σκυλάκος μού γρυλίζει άλλη μία φορά και φεύγει με το αφεντικό του για τα πρωινά του τσίσα, ενώ από τις γύρω πολυκατοικίες εμφανίζονται την ίδια ώρα οι υπόλοιπες ράτσες της λεωφόρου που βγαίνουν για τον ίδιο σκοπό. Αγαπημένος μου, ο κύριος με τα τέσσερα beagles, όλα δεμένα με λουριά στο χέρι του – ένα θαυμάσιο άρμα που το τρέχουν τα σκυλιά, μυρίζοντας τρελαμένα δεξιά κι αριστερά, απλωμένα σε όλο το πεζοδρόμιο.
Στους πίσω δρόμους από τη λεωφόρο όμως, συναντάς συχνά και αδέσποτα που τα φροντίζει η γειτονιά. Αφήνουν έξω από τα μαγαζιά κούπες με νερό και τροφή, περνάνε οι μικροί απόκληροι, τσιμπάνε κάτι και μετά αράζουν στην πλευρά του δρόμου που τη βλέπει ο ήλιος, περιμένοντας ένα χάδι από τους περαστικούς ή τους θαμώνες – μπαρμπέρικα, κομπιουτεράδικα, πρακτορεία οπάπ, ασιατικά μίνι μάρκετ, φούρνους, φαρμακεία.
Όποτε βλέπω τα αλήτικα σκυλάκια της γειτονιάς θυμάμαι τη φωτογραφία που ανέβασε κάποιος στο ίντερνετ και έγινε viral, με το καφέ Hott Spott στη Μυτιλήνη που αφήνει τα αδέσποτα της περιοχής να κοιμούνται μέσα, αφού φύγουν οι πελάτες. Συντροφιά και ύπνος στους καναπέδες, μία σειρά αδέσποτα το ένα δίπλα στο άλλο.
Ζω σε μία πολυκατοικία με πολλά γραφεία γιατρών και δικηγόρων και στα ευρύχωρα διαμερίσματα πολλές παλιές, αθηναϊκές οικογένειες. Τα πρωινά, εκτός από τα σκυλάκια που τα βγάζουν έξω οι κύριοι, για τσίσα, βλέπω και πολλές ηλικιωμένες κυρίες, καλοντυμένες και ευγενικές, που τις βγάζουν έξω οι βαλκάνιες βοηθοί για την καθιερωμένη βόλτα – μικρά βήματα, ατέλειωτες διαδρομές 50 μέτρων και πάλι πίσω, αγκαζέ ή γραπωμένες στο πι.
Μία γλυκιά γιαγιά από την πολυκατοικία των 81 διαμερισμάτων, παλιά δασκάλα, μετά τη βόλτα της κάθεται με τη συνοδό της στο τεράστιο τραπέζι της εισόδου, εκεί που παλιά υπήρχε ο θυρωρός. Τώρα, χωρίς θυρωρό, η αλληλογραφία των ενοίκων –δεκάδες γράμματα, φάκελοι, ειδοποιήσεις, πακέτα, καθημερινά– βρίσκεται επάνω στο μεγάλο τραπέζι της εισόδου. Οι ένοικοι πρέπει να ψάχνουμε μέσα στον κυκεώνα να βρούμε τους δικούς μας φακέλους, είναι ένα χάος μέσα στο οποίο συχνά χάνονται γράμματα.
Η γλυκιά ηλικιωμένη κυρία περιμένει πάντα τη συνδρομή της σε ένα γαλλικό περιοδικό. Είναι πεισμένη ότι κάποιος της παίρνει το κάθε τεύχος όταν έρχεται και έχει αποφασίσει να βάζει σε τάξη, όσο μπορεί, αυτό το συνονθύλευμα φακέλων. Κάθε πρωί, με τη βοήθεια της κοπέλας που την προσέχει, κάθεται στη θέση του θυρωρού και αρχίζει να ταξινομεί τα γράμματα.
«Εσείς ποιος είστε;» με ρωτάει συχνά όταν περνάω από μπροστά. «Α, μάλιστα, δεν έχετε τίποτα ούτε σήμερα». Θυμάται ονόματα, ορόφους και σε ποιο συγκρότημα είναι ο καθένας ή, άλλοτε πάλι, ξεχνάει εντελώς τα πάντα και αρχίζει η ταξινόμηση από την αρχή. Χωρίζει σε στοίβες τους φακέλους. Ξέρει και γράφει επάνω τους: «Έχει φύγει» και «Απεβίωσε». Είναι η μικρή εγκυκλοπαίδεια της μεγάλης μας πολυκατοικίας. Το περιοδικό της δεν το βρίσκει ποτέ. Συνεχίζει να είναι αγανακτισμένη ότι κάποιος της το παίρνει.
Μετά, πιάνει αγκαζέ τη βοηθό και ανεβαίνει στο διαμέρισμά της. Τα γράμματα, αδέσποτα σαν τα σκυλιά της γειτονιάς, απλωμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε στοίβες, περιμένουν το χρόνο να περάσει και να τα βρει ο παραλήπτης τους.
Μετά από πολύ καιρό, αποφάσισα να βγω στα μπαρ. Σε μια νύχτα που νιώθω πια ότι δεν με στεγάζει, δεν έχω το δικό μου στέκι να κρυφτώ και να βρω τον παραλήπτη μου, βγήκα αναζητώντας λόγο και αφορμή. Στριμώχτηκα, χύθηκαν πάνω μου άπερολ σπριτς, χαμογέλασα, ακούμπησα στη σιγουριά της μπάρας να αγκυροβολήσω δίπλα στα ποτά, η μουσική είναι εφιαλτική παιδιά, αλήθεια, προσπαθούσα να διακρίνω τις φάτσες στο ημίφως – δεν με βοηθά και η νυκταλωπία. Με έπνιγε ο καπνός, αναζητούσα λίγο αεράκι μιστράλ και πράσινο μήλο. Μια μπιρίμπα. Βγαίνοντας, ένας αδέσποτος σκυλάκος, ξενύχτης, μπαρόβιος, κάτοικος της περιοχής, όπου βρει κρεβάτι και χάδι κι αυτός, στεκόταν μέσα στο χαμό με βλέμμα ήρεμης αδιαφορίας. «Εσείς ποιος είστε;» «Εδώ ζω».
Επιστρέφοντας σπίτι, κάθισα στο μεγάλο τραπέζι του θυρωρού και άρχισα με την ησυχία μου, ήταν αργά, είχα ώρα, να ψάχνω τα σκόρπια γράμματα παντού. Τα έβαζα σε σειρά, κατά συγκρότημα, ιατρικά έντυπα, παλιούς ξεχασμένους λογαριασμούς, γράμματα σε ανθρώπους που έχουν πεθάνει, φάκελοι με ωραίο γραφικό χαρακτήρα. Τίποτα δεν είχε έρθει για μένα.