- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κυψέλη: Μια εξερευνητική ματιά στην καινούργια μου γειτονιά
Πολλά βράδια κοιμάμαι έξω στο μπαλκόνι, με την πόλη στα πόδια μου να μουγκανίζει
Σπετσών και Τήνου γωνία, τα περισσότερα βράδια μια ξανθιά κοπέλα με δέρμα στο χρώμα του καβουρντισμένου καφέ, ακουμπισμένη σ’ ένα δέντρο μιλάει στο κινητό της σε μια από τις εξήντα τόσες διαλέκτους του πρώην Βελγικού Κονγκό. Ένα βράδυ την πλησίασα. Τη λένε Μουάνζα.
Mούν’ντου, μου εξηγεί, είναι η κονγκολέζικη λέξη για το «άνθρωπος». Ή «άνθρωποι». Αλλά σημαίνει και κάτι περισσότερο. Στο Κονγκό δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’ ανθρώπους ζωντανούς, νεκρούς, παιδιά ακόμα αγέννητα και θεότητες – όλα αυτά είναι μούν’ντου. Τα υπόλοιπα είναι όλα κίν’ντου: ζώα, πέτρες, μπουκάλια. Ένα μέρος ή ένας χρόνος είναι χάν’ντου και μια ποιότητα της ύπαρξης είναι κούν’ντου: όμορφος, απαίσιος ή κουτσός, όπως αυτός εκεί ο σκύλος για παράδειγμα. Και όλα έχουν μια κοινή ρίζα. «Όλα που είναι τώρα και υπάρχουν, ν’ντου» λέει η Μουάνζα ανασηκώνοντας τους ώμους με την ασυνείδητη κομψότητα γάτας, σα να μην είναι δα και τόσο δύσκολο να το καταλάβει κανείς.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, πιστεύει ότι έχει τη ζωή που έχει –και όχι τη ζωή ενός χελιδονιού, μπενκάκα, ή ενός αρουραίου, μβούντα– επειδή είναι η Μουάνζα. Ένα παιδί, ισχυρίζεται, δεν ζει μέχρι να βαπτιστεί. Γελάει με το προβληματισμένο ύφος μου, αντλώντας την ιλαρότητα από το ίδιο βάθος μέσα της, όπως τα πολύ μικρά παιδιά. Ύστερα, το κινητό της χτυπάει πάλι κι εγώ σταματάω να υπάρχω (σα να μη βαπτίστηκα ποτέ!).
Σαββατοκύριακο. Ώρα εκκίνησης: 7.00 το πρωί, 8.00 το αργότερο. Διαρκεί ακόμα η δροσιά από το μακρύ φιλί της νύχτας πάνω στον κόσμο. Στα στενά περβάζια, γεράνια και πανσέδες τεντώνουν τη σεξουαλική τους ύπαρξη προς κάθε βλέμμα. Κάθε πέταγμα περιστεριού σχεδόν μια ζητωκραυγή. Ανάσταση χωρίς φανφάρες.
Από τις παλιές κομψές πολυκατοικίες του ’50, με τις μαρμάρινες γυριστές σκάλες και τα art deco φωτιστικά στους κοινόχρηστους χώρους, αναδύεται, για όσο κρατάει η δροσιά, η φυλή των Αθάνατων της Κυψέλης. Χρυσές καδένες στο γιλέκο και γυαλιά πεταλούδα: ο διαχωρισμός των φύλων είναι πλέον θέμα αποκλειστικά υφολογικό. Ελαφρώς στρεβλοί, διασχίζουν με μικρά βηματάκια τους άδειους ακόμα δρόμους προς την πλατεία Αγίου Γεωργίου ή τη Φωκίωνος Νέγρη. Πώς είναι να έχεις ζήσει τόσο πολύ, που το κύριο θέμα της ημέρας σου να είναι η βαρύτητα;
Στα ογδόντα, στα ενενήντα, έχουν χρόνο για τα πάντα, ζουν εκτός χρόνου, ήδη φωτισμένοι, ήδη νεκροί. Και απόλυτα αφοσιωμένοι στις τακτικές συνάξεις τους με τους υπόλοιπους φύλακες του παλιού κόσμου, όταν η Φωκίωνος ήταν ακόμα βαθύκοιτο ρέμα και η Αλεξάνδρας ένας απερίγραπτος λασπότοπος που έπρεπε με κάποιο τρόπο να διασχίσεις για να φτάσεις στο Κολωνάκι και στις πάστες αμυγδάλου του. Κάθονται με τα cigarillos και τους ημιπολύτιμους στο μαραμένο μπούστο, ρουφάνε συνωμοτικά ελληνικούς, μιλούν σε κώδικα – μια και δεν (μπορεί να) έχουν μείνει και πολλά να ειπωθούν. Τους απευθύνω το λόγο σε κάθε ευκαιρία, όντας ο ίδιος αρκετά μεγάλος για να ξέρω την αξία μιας ευγενικής ανταλλαγής με τη «νεότερη γενιά». Τα ρουθούνια μου, όμως, διαστέλλονται με άκρατη αγένεια καθώς προσπαθώ να οσμιστώ το μυστικό της τέλειας ελευθερία τους.
Kαθημερινή. Ώρα εκκίνησης: μεσάνυχτα ή 3.30 το πρωί ή οποιαδήποτε ώρα ενδιαμέσως, αφού έχεις σταματήσει προ πολλού να μετράς τα τσιγάρα που κάπνισες, αφού οι λέξεις με τις οποίες πάλευες σε έχουν νικήσει και θέλεις παρηγοριά ή τις νίκησες εσύ, προσωρινά, και θες να το γιορτάσεις. Σε βγάζει τότε βόλτα η ανησυχία σου στους δρόμους της Κυψέλης, τα μεσάνυχτα ή στις 3.30 ή οποιαδήποτε ώρα ενδιαμέσως, και όταν ρωτάς «πού πάμε;», σε κοιτάει μ’ εκείνο το κάπως έκπληκτο βλέμμα, σα να μην είναι σίγουρη πως γνωριζόσαστε, και απαντά: «Μα, στο ραντεβού με τα σκουπιδιάρικα».
Στους δρόμους με τα νησιώτικα ονόματα, οι λάμπες διαπερνάνε με την παχιά πορτοκαλιά βλέννα τους τις φυλλωσιές και φτιάχνουν βαθύγκριζους φoβιστικούς όγκους από τις φάλαγγες των παρκαρισμένων αυτοκίνητων. Ξέχειλοι κάδοι απορριμμάτων στις διασταυρώσεις τις περασμένες με βάμμα ιωδίου. Με βάρκα τη σκιά μου, πλοηγώ ανάμεσα στις άρρωστες φωτοσκιάσεις. Ποιο Αιγαίο και ποιο πέλαγος!
Kερκύρας και Παξών, κάθε βράδυ ανελλιπώς, προσπερνάω ένα ζευγαράκι Μωαμεθανών εραστών που ανταλλάσσουν μέσα στη νύχτα χιλιάδες λόγια και λατρευτικά φιλιά χωρίς ποτέ εκείνη να βγάζει τη μαντίλα της. Από κάτω, στη Σπετσών, από τη ρωγμή σ’ ένα πατζούρι στο ύψος του δρόμου, πάντα βλέπεις τέσσερις ή πέντε ή εφτά μελαχρινούς άντρες καθισμένους οκλαδόν στα ράντζα τους να μοιράζονται αμίλητοι ένα τσιγάρο και μια εκπομπή ραδιοφώνου σε μια γλώσσα κροταλιστή, με κάθε συλλαβή να τονίζεται (μάλλον πουντζάμπι, ίσως ουρντού). Για άλλη μια φορά, η έλλειψη χώρου (και αέρα) σπρώχνει σκηνές της ιδιωτικής ζωής μέσα στο δημόσιο βλέμμα.
Κάθε τόσο κάποιος αδειάζει το μισό βιος του δίπλα και γύρω σ’ έναν από τους κάδους των σκουπιδιών με τους οποίους είναι διάστικτοι οι στενοί δρόμοι. Ένα λεξικό φαρμακολογίας του 1940, μια πορσελάνινη τουαλέτα, παιδικά ρουχαλάκια φρεσκοπλυμένα και τακτοποιημένα μέσα σε τσάντες. Πλεχτά καλάθια. Μια γύψινη προτομή του Μπετόβεν. Η Πρακτική Φιλοσοφία του Παπανούτσου, έκδοση τρίτη. Όλα προορισμένα να γίνουν ένας ασύλληπτος πολτός μετά την επέλαση των σκουπιδιάρικων. Που αρχίζει… τώρα!
Οι γάτες αποχωρούν γκρινιάζοντας, ό,τι φάγαν κι ό,τι ήπιαν, ο διαχωρισμός ανάμεσα στους μπλε κάδους και στους υπόλοιπους ανύπαρκτος, όχι, ο Δήμος Αθηναίων ΔΕΝ ανακυκλώνει σε αυτό το προάστιο με τη φήμη του δεύτερου πιο πυκνοκατοικημένου στον πλανήτη. Οι ποσότητες των άχρηστων υλικών είναι θηριώδεις – η ξυλεία και μόνο που αλέθεται εβδομαδιαία θα έχτιζε μια δεύτερη κιβωτό του Νώε. Και ο όλεθρος που επεξεργάζονται τα φασαριόζικα σαγόνια έχει κάτι από το σκοτεινό θέλγητρο παλιού μύθου. «Και μετά από σαράντα ημέρες, όταν κόπασε ο κατακλυσμός, η Κιβωτός προσάραξε στην κορυφή του όρους Αραράτ».
Δυάρι στην Κυψέλη, 4ος όροφος: Η σκηνή μιας δύσκολης ελευθερίας. Πολλά βράδια κοιμάμαι έξω στο μπαλκόνι, με την πόλη στα πόδια μου να μουγκανίζει και να πέρδεται σαν νεαρός ιπποπόταμος. Έχω σιδερώστρα, laptop κι ένα μπονζάι που τα πάει πολύ καλά, υπό τον όρο να μην ασχολούμαι μαζί του. Η καινούργια μου γειτονιά μού δήλωσε το μεγαλείο της από την πρώτη μέρα, σαν νεογέννητο που ξέρει ήδη να συζητήσει για τις Γραφές: Έξω από την τζαμαρία του internet café όπου κατέφευγα τις πρώτες μέρες, είχε λαϊκή. Στα δυο μέτρα από εκεί που αντάλλασσα περισπούδαστα μηνύματα, ένας Λίβυος ξελαρυγγιαζόταν διαλαλώντας ακτινίδια Αικατερίνης. Στον υπολογιστή αριστερά μου η Νιγηρία, δεξιά η Περσία συνδεδεμένη με κάμερα με τον ξάδελφό της. Κι εγώ στη μέση, παρά τα παρδαλά μου χρώματα, ένα ακόμα ψάρι ριγμένο στο ίδιο ποτάμι να κολυμπάω προς την ίδια γενική κατεύθυνση, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Αλλά όχι μόνος.
Φωτό: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ