Life in Athens

Η Αθήνα γκρινιάζει! Γιατί;

Και δεν είναι μόνο ο καπιταλισμός ή το κυκλοφοριακό, μπα, είναι κάτι βαθύτερο...

Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τις Δευτέρες γκρινιάζουν όλοι. Λογικό. Στην Αθήνα ο κόσμος ζει μόνο για το Σαββατοκύριακο, «άσε τρέχω» σου λένε τις καθημερινές, πού ακριβώς δεν ξέρω, αλλά τους πιστεύω, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το απογευματάκι δεν θα χτυπήσουμε ένα απεριτίβο. Είναι γεμάτη με ωραία μπαρ και  happy hour η Αθήνα, κι όχι μόνο στα κεντρικά του Συντάγματος, της Μαβίλη, του Κολωνακίου ή Μοναστηράκι πλευρά. Για να σετάρεις απογευματινά ποτάκια, ειδικά τις Δευτέρες. Όμως κανένας δεν έχει χρόνο για να το παίξουμε «Ευρωπαίοι», «άσε τρέχω» λένε.

Το «τρέχω» είναι η απάντηση στην ερώτηση γιατί γκρινιάζεις. Γκρινιάζει η Αθήνα γιατί τρέχει, και γκρινιάζει περισσότερο που ένα μποτιλιάρισμα, ας πούμε, την εμποδίζει να τρέξει πιο γρήγορα, όπου βέβαια, και στην ώρα της να φτάσει, αν ο δρόμος είναι ανοιχτός, πάλι θα τρέχει - άρα και θα γκρινιάζει. Πολύ γκρίνια όμως. Και δεν έχει να κάνει μόνο με το οικονομικό. Ανεξαρτήτως τρύπιας τσέπης, τράφικο, ή απεργιοπορειών, οι Αθηναίοι κλαίγονται. Κι όλο δεν προλαβαίνουν.

Όταν τελειώνει η δουλειά, η Αθήνα πάλι τρέχει. Για το μετρό εννοείται ή για το πάρκινγκ. Οι μέρες περνάνε, η Τρίτη έρχεται, η Τετάρτη φεύγει, η Πέμπτη, γάμησέ τα, «τρέχω» μου λένε. Στο σπίτι τους. Οι Αθηναίοι πάνε από το σπίτι στη δουλειά και τούμπαλιν γκρινιάζοντας και τρέχοντας. Μόνο κάτι αλαφροΐσκιωτοι δεν μπιτάρουν το βάδην ή χαζεύουν τα κτίρια και τις μαρκίζες, τους διερχόμενους, την πόλη όπως εξελίσσεται δηλαδή και που μόνο αποφασισμένοι αμφιβληστροειδείς θέλουν να τα συλλάβουν τα «συμβάντα» της.

«Μα πού βρίσκεις χρόνο;» με ρωτάνε. Έχω έτοιμη την απάντηση: Ήρθα από τη Θεσσαλονίκη! Εκεί περπατάμε και κοιτάμε. Και αράζουμε, αν και «τραβιόμαστε» είναι το ορθό. Χούι! Ναι, η Αθήνα γκρινιάζει, γιατί δεν είναι ξέγνοιαστη, πάντα κάτι την κυνηγάει και στο τέλος κερδίζει η κούραση. Και η γκρίνια, είπαμε, ξεκινάει από τη Δευτέρα. OK, το δέχομαι, τρέχουν, μα όταν τους ρωτάω «προφανώς, επειδή γκουντουρντίσατε το Σαββατοκύριακο;», η απάντηση που παίρνω είναι πάλι ερώτηση: «Πού να τρέξουμε, μωρέ, ποιος έχει όρεξη;»

Γενικώς στην Αθήνα καθημερινές, επειδή τρέχουν και Σαββατοκύριακα κι επειδή θέλουν να ξεκουραστούν από το τρέξιμο, οι ενήλικες αράζουν σπίτι. Δεν έχουν όρεξη. Όπου κι εκεί, εννοείται, δεν σταματάνε να γκρινιάζουν. Που πάλι τα ίδια παίζει η τηλεόραση ή που δεν βγήκαν έξω, αλλά είπαμε: κακό πράγμα η κούραση. Κι όλα μετατίθενται για την επόμενη εβδομάδα. Ή κάποια εν ευθέτω χρόνω, «που θα είμαστε ξεκούραστοι»!

Έτσι εμείς οι Θεσσαλονικείς - κοντά 700.000 μας υπολογίζει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης όσους «απόδημους» ζούμε στο κλεινόν- τα απογεύματα γυροφέρνουμε μπάρες, γκαλερί και βιβλιοπωλεία, μόνοι κι έρημοι. Δευτέρα σήμερα, και λέω να πάω στο «Φίλιον», όπου θα μαζευτεί μια εκλεκτή ομήγυρη για να τιμήσει τη μνήμη του Χρήστου Βακαλόπουλου. Ήταν μεγάλος περιπατητής της πόλης αλλά και σουρτούκης ο Βακαλόπουλος. Επαγγελματίας παρατηρητής και ποτάκιας, μόνιμος θαμώνας του «Ένοικου». Κάθε που κατέβαινα από Θεσσαλονίκη και δίναμε ραντεβού είτε στο «Ντόλτσε» είτε κάπου στα Εξάρχεια, ανταλλάσσαμε ιστορίες για τον Κένζι Μισογκούσι ή για τους Kinks. Πίστευα για μεγάλο διάστημα πως όλοι οι Αθηναίοι είναι σαν τον Βακαλόπουλο. Περίεργοι, πάντα έτοιμοι για ένα ποτό ή ένα εσπρεσάκι. Αιωνία του, έφυγε ο Χρήστος και πήρε μαζί του και την ξεγνοιασιά της Αθήνας. Έτσι νομίζω.

Και τα Σαββατοκύριακα γκουντουρντίζουμε επίσης εμείς οι Βόρειοι της Αθήνας. Αλλά πιο αποκεντρωμένα. Όχι κέντρο, κέντρο γκουντουρντίζουμε τις καθημερινές, Σαββατοκύριακο διακτινιζόμαστε σε περιφέρειες. Στην Αργυρούπολη, ας πούμε, στην οδό Γερουλάνου, όπου είναι γεμάτος ο δρόμος από φοβερά εστιατόρια και καφέ (τσέκαρε το «Αμοργινό» με πάμφθηνα και φοβερά ψαρικά). Ή στο Μοσχάτο, η Μακρυγιάννη είναι ένα σποτ όπου δεν ξέρεις πού να πρωτοπάς και να πρωτοκαθίσεις (στάση στο «Κουτούκι», το ωραιότερο παϊδάκι των πέριξ). Ύστερα έρχεται πάλι η Δευτέρα, έρχεσαι στην εφημερίδα και τους ρωτάς «τι κάνατε;» και κλασικά σου απαντάνε με ερώτηση: «Σιγά μωρέ, τι να κάνουμε;» 

Στην αρχή φοβόμουν μη με περάσουν για ανέστιο, θέλω να πω, κόμπλαρα που στην αντίστοιχη ερώτηση «εσείς;», απαντούσα του στιλ «φοβερή η Αθήνα, πού να σ’ τα λέω τι ανακάλυψα». Όμως για να μην με παρερμηνεύσεις: και στη Θεσσαλονίκη γκρινιάζουν, αλλά εκεί δεν είναι ακριβώς γκρίνια, αλλά μίρλα. Για τον καιρό που είναι κατάμαυρος και πάνκρυος, για τις δουλειές που δεν υπάρχουν γιατί τις παίρνει όλες η Αθήνα, οπότε κάθε που ανεβαίνω στα πάτρια έχω άλλη απάντηση: «Μια χαρά είστε, δείτε τι έπαθαν οι Αθηναίοι που έχουν όλες τις δουλειές δικές τους και δεν προλαβαίνουν να χαρούν τίποτα, γιατί όλο τρέχουν». Αλλά κάπου όλη αυτή η γκρίνια, τώρα που ζω Αθήνα, με κάνει να θέλω να... γκρινιάξω! Και να αναρωτηθώ: μα είναι δυνατόν; Όλη η πόλη γεμάτη θέατρα, καφέ, συναυλίες, μουσικές, καλό και φθηνό φαγητό και έναν καταπληκτικό χειμώνα που βοηθά τους διακτινισμούς, κι εσείς γκρινιάζετε; Περιμένοντας ένα Σαββατοκύριακο που θα ανεβείτε στη Θεσσαλονίκη για να χαρείτε; Χμ. Μήπως είναι πόζα; Attitude κι έτσι; Είναι κουλ να είσαι γκρινιάρης από φόβο μήπως και κατηγορηθείς πως ανήκεις στη λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων; Δεν βγάζω άκρη. Αλλά και οφείλω να ξηγηθώ καλό λόγο για τη Νέα Σμύρνη.

Απορώ που αυτή η συνοικία βρίσκεται στην Αθήνα κι όχι στη Θεσσαλονίκη. Πλατειάρα. Σαν Αριστοτέλους. Πάντα γεμάτη, οι Νεοσμυρνιώτες δεν αράζουν σπίτι, όποια ώρα και να πάω στο «Άρωμα», το «Μπλε καφέ» και το «Pop up» θα βρω κόσμο. Ρισπέκτ. Όπως και στα τυλιχτά του «Γιώργος», παραδοσιακά σουβλάκια λουκουμάκια, ισάξια στέκονται και κοντράρουν τα θεσσαλονικιώτικα του «Εικοσιδυός».

«Θα στρώσεις, θα εγκλιματιστείς, θα δεις που κι εσύ, μόλις σου περάσει η έξαψη, θα γίνεις Αθηναίος, που μας ειρωνεύεσαι. Δεν θα έχεις όρεξη για τίποτα πέραν του να επιστρέψεις μια ώρα αρχύτερα στο σπιτάκι σου», με νουθετούν κάποιοι φίλοι «Αβορίγινες». Δεν τους αντιμιλώ, μα χωρίς να με βλέπουν κάνω τα δάχτυλά μου κλειδωτό, μην και πιάσει η «ευχή». Και μετά τρέχω έξω για ένα εσπρεσάκι ή ένα ποτό, καλή ώρα όπως και σήμερα. Γιατί μετά το μνημόσυνο στο «Φίλιον» για τον Χρηστάκο, θα περάσω κι από «Μπάγκειον» στην Ομόνοια, που τρέχει η poetry slam ποιητική περφόρμανς, που διοργανώνει η Αλεξάνδρα Επίθετη. Σιγά μη γίνω εγώ Αθηναίος μούχλας και «Γκρίνουιτς»!