- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Αθήνα είναι τέλεια (αν ήρθες από τn Θεσσαλονίκn)!
Όταν βρίσκεσαι μακριά από την αστική «κόλαση» που σου αναλογεί ως βίος καθημερινός, θεωρείς πως το «αλλού» που ήρθες είναι δέκα κλάσεις καλύτερο από το «εκεί» που μένεις
Πάει και ανάποδα, μιας και, αν είσαι από την Αθήνα, πάντα όταν ανεβαίνεις στο βορρά βρίσκεις τη Θεσσαλονίκη τέλεια. Θέλω δηλαδή να πω αυτό: όταν βρίσκεσαι μακριά από την αστική «κόλαση» που σου αναλογεί ως βίος καθημερινός, θεωρείς πως το «αλλού» που ήρθες είναι δέκα κλάσεις καλύτερο από το «εκεί» που μένεις. Ανθρώπινο είναι. Από ένα σημείο και μετά είναι σαν να μη βλέπεις τίποτα, ή ακόμα κι αυτό που βλέπεις να μην το εκτιμάς, αυτό που ενθουσιάζει τους άλλους, τους ταξιδιώτες, τους επισκέπτες, τους άρτι αφιχθέντες, εσένα να σου προξενεί από πλήξη έως θυμηδία. Το έχω πάθει κι εγώ άπειρες φορές στη Θεσσαλονίκη. Να χάσω δηλαδή τον ενθουσιασμό μου για την πόλη, να πάψει να με ντοπάρει η μητροπολιτική ζωή, να τα βρίσκω όλα μονίμως γκρίζα και καρμίρικα, να παραπονιέμαι πως δεν τρέχει τίποτα, γιατί απλούστατα εγώ είχα βαρύνει.
Ε λοιπόν, ναι, αυτό «έπαθα» στην Αθήνα, αλλά από την ανάποδη. Μιας και ένα μήνα τώρα που ζω εδώ, τη βρίσκω κούκλα, υπέροχη, μαγική, κι έχουν πάθει κλακάζ οι φίλοι μου που μένουν μονίμως «στη χαβούζα» (δικό τους το τελευταίο). «Έχεις τον ενθουσιασμό του πρωτάρη και την έξαψη του flaneur που ανακαλύπτει νέα πεδία θέασης», με ειρωνεύονται και συνεχίζουν: «Όμως για πες τι είναι αυτό που σε ενθουσιάζει, μιας και σε σύγκριση με τη Θεσσαλονίκη, που κάθε φορά που ανηφορίζουμε, την προσκυνάμε σε φαγητό, ποτό, μπαρότσαρκες, εσύ διατείνεσαι πως κι εδώ η φάση βράζει;»
Δέχομαι την πρόκληση και συνεχίζω να τους «σπάω τα νεύρα»: Αυτοί μου λένε για την Πλατεία της Ομόνοιας και τα πέριξ της που θυμίζουν κακό γκέτο –όντως η πρέζα και το ντίλι πάνε φουλ, μετά τις δέκα τα στενά μυρίζουν κίνδυνο, πέσιμο και κακό νταλαβέρι– κι εγώ τους απαντώ «μπάστα, μπάστα»! Όταν ήμασταν 25, θέλαμε να βρεθούμε στο Alphabet City της Νέας Υόρκης μόνο και μόνο για να νιώσουμε πώς είναι να ρολάρουμε σαν ήρωες του «Waiting for my man» των Velvet. Ή στο εξίσου γκρεμίδι σκηνικό του λονδρέζικου Μπρίξτον, που ο αέρας μύριζε σφαίρες και γκάντζα, όπως τώρα σε κάποιες γωνιές του Μεταξουργείου. Μόνο που άλλο Clash και φαντασιώσεις πως ζούμε σαν ρέπλικες του Στράμερ ή του «Karmacoma» των Massive Attack κι άλλο τώρα, που η βρώμα, το γκαγκστεριλίκι και το κακό συναπάντημα καραδοκούν το κάθε σου βήμα. Τελώντας ακόμα υπό την επήρεια της αδρεναλινάτης και ρομαντικής συνθήκης αυτού του ιδιότυπου τζετ λανγκ, αναθερμαίνω την πίστη μου στις βασικές αξίες της μητρόπολης κι έτσι ακόμα και η Ομόνοια μού δείχνει κουλ. Άσε που το ευγενέστατο κορίτσι που σερβίρει στον «Βενέτη», βλέποντάς με να έχω δίλημμα στην παραγγελία, μου σφυρίζει να δοκιμάσω τη μηλόπιτα. Και ναι, είναι πανδαισία.
Ναι, κάποιοι δρόμοι της Αθήνας είναι επικίνδυνοι – αλλιώς να το φαντάζεσαι υπό την μποντλερική συνθήκη της παριζιάνικης αλητείας κι αλλιώς να βρεθείς σ’ ένα στενό σκοτεινό λίγο παραδίπλα από το «Ρομάντζο» ή το «Six d.o.g.s» με ένα λεπίδι να σου προστάζει «δώσ’ τα». Παρεμπιπτόντως στο «Six d.o.g.s» μια Κυριακή, που είχε αμερικάνικο μπάρμπεκιου απόγευμα με μπίρες, σφαχτάρια στα κάρβουνα κι έναν τύπο στα ντεκ που έριχνε Hank Williams, πέρασα τζετ. Κι έχω να δηλώσω πως εκτός από τον Δαγριτζίκο, που είναι πολύ ωραίος τύπος, μια από τα ίδια είναι κι η μαμά του. Δεν ήξερα πως ήταν η μαμά του αυτή η κυρία που καθόταν δίπλα μου στο μπαρ και με κέρασε τσιγάρο, αλλά μου το είπε ο Larry, Θεσσαλονικιός κι αυτός που φέτος το χειμώνα κατέβηκε για να αράξει Αθήνα. Ο Larry White! Τεράστια μορφή του βορρά, συνιδιοκτήτης του μυθικού «Bord de l’eau», πάνω από την Εγνατία. Ενός συνεργατικού χώρου, που πάντα τα αθηναϊκά μίντια αποθεώνουν γράφοντας ύμνους, όταν κάνουν αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη. Φέτος που θα ζήσει εδώ το σαμπάτικάλ του, θα «ιερουργεί» φτιάχνοντας κοκτέιλ στο Χαλάνδρι, στο μπαρ «Σπίτι». Και είναι ενθουσιασμένος. Γελάμε με τους Αθηναίους αλλά και με τους Θεσσαλονικιούς, που ο καθένας θεωρεί τον άλλο τυχερότερο.
Λίγα μέτρα απέναντι, στο «Barrett» της Πρωτογένους, «σφίγγουμε» μπίρες στην μπάρα. Κι άλλος Θεσσαλονικιός που περνάει σούπερ στην Αθήνα: ο Μάρκος, χρόνια κιθαρίστας στους Xaxakes και μπάρμαν κάποτε στο δικό μας στο «Residents», μένει στην πρωτεύουσα τρία τώρα χρόνια. «Η ζωή είναι δύσκολη, όμως, δικέ μου, έχει δράση, δεκάδες μπάντες που την ψάχνουν, περισσότερες ευκαιρίες από μας εκεί ψηλά».
Επομένως δεν είμαι ο μόνος, σκέφτομαι, που λατρεύω το «κλεινόν». Υπεύθυνη δήλωση: το «Barrett» με εντυπωσιάζει. Παίζει Cat Power κι απέναντι δυο κορίτσια φιλιούνται άνετα και τρυφερά. Όπως Βερολίνο, Στοκχόλμη και παντού στον πολιτισμένο κόσμο. Στη Θεσσαλονίκη αυτό… δεν. Σόρι, αλλά δεν.
Την άλλη μέρα κλείνω διήμερο εισιτήριο με το κόκκινο λεωφορείο, που οι τέσσερις γραμμές του σκρολάρουν από ιστορικό κέντρο ως Πειραιά αλλά και νότια προάστια. Μαρίνα Ζέας και λίμνη Βουλιαγμένης, Γλυφάδα και βράχια της Πειραϊκής, άκου, δεν είμαι ο Στέφος ο μπεκρής να τα βλέπω όλα χικ σούπερ. Μα το Καβούρι με συγκίνησε, η μόλυνση δεν μαύρισε τα νερά της θάλασσας όπως στη Γλυφάδα. «Έχεις πάθει ρομαντισμό», επιμένουν οι Αθηναίοι φίλοι, όταν τους εξομολογούμαι πως είχα συνεχώς την αίσθηση πως όντως η διαδρομή μοιάζει με Ριβιέρα, μα και πως είχα μια συνεχή εντύπωση πως θα δω τον Λάμπρο Κωνσταντάρα με μαγιό. «Ενώ εσείς όχι, που όταν ανεβαίνετε στη Θεσσαλονίκη, μου ρομαντζάρετε στον Θερμαϊκό και τη Νέα Παραλία. Κι ενώ συνεχώς σας υπενθυμίζω πως κάτω από την επιφάνεια η μόλυνση πάει σύννεφο, επιμένετε να βλέπετε τον ορίζοντα και το ηλιοβασίλεμα υπό συνθήκη Tequila Sunrise ή Σαντορίνης».
Ωραίο κοντράστ: οι Αθηναίοι επιμένουν να αγαπoύν τη Θεσσαλονίκη, που μου δίνει στα νεύρα, κι εγώ να παραμυθιάζομαι με την Αθήνα που και καλά αυτούς τους σκοτώνει. Την άλλη μέρα, οι δρόμοι κι οι δουλειές με βγάζουν στην Κηφισίας. Απόγευμα, το μποτιλιάρισμα είναι μεγαλειώδες, ασύστολο, υπερτροφικό, για να κατέβουμε από Φραγκοκκλησιάς στο Φιξ, που θα πάρω το τραμ για να βγω Νέα Σμύρνη, μας παίρνει μία ώρα. Η αθηναία φίλη οδηγός ρίχνει καντήλια, «και πού ήρθες, να πού ήρθες, κι έτσι θα είναι η ζωή σου πλέον, ενώ στη Θεσσαλονίκη, τσουπ, όλα είναι δίπλα σας κι ο χρόνος δεν σπαταλιέται»! Την «επιδιορθώνω» κι αυτή: Α, είναι σούπερ. Δηλαδή, οκ, είναι χάσιμο, μα και δεν είναι, γιατί η μποτίλια είναι ευκαιρία να ακούσουμε μουσική, ο 102,5 Athens Voice παίζει μουσική και λόγια επιτέλους. Να, πόσο καιρό είχα να ακούσω το «Mexican Radio» των Wall of Voodoo. Πάντα ονειρευόμουν να ακούω τους Wall of Voodoo και να σουλατσάρω στο Λος Άντζελες. Ε, Λος Αθήνας είναι η φάση. Μέσα μου κάτι κάνει κλικ: θα έλεγα το ίδιο αν αντί για τους Στύλους του Ολύμπιου Διός έτρωγα το πακέτο στην Τσιμισκή - ΧΑΝΘ; No way, Jose, no way!
Κι έτσι περνάει ο πρώτος μου καιρός στην Αθήνα. Εγώ ενθουσιασμένος, όπως τούτοι όταν ανεβαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Αυτοί μου λένε πως στο Πεδίο του Άρεως είναι τζιζ κι εγώ τους απαντώ, ναι, μα πίσω από αυτό προς την Ευελπίδων, το εστιατόριο ΛεϊΛιμΛέι σερβίρει απίθανα κεμπάπ και ταμπουλέδες, με τους Κούρδους που το έχουν να μεγαλουργούν. Πως τα Καμίνια είναι ένας άλλος πλανήτης, «τι διάολο γύρευες εκεί;», κι ο «Σαλονικιός» να αναλύει την κουζίνα του «Μπούσουλα» στην οδό Σάμου. Πως η Αχαρνών είναι zona no, μα εγώ ένα πρωινό που με έβγαλαν οι δρόμοι, δοκίμασα το καλύτερο ρώσικο πιροσκί από το μαγαζάκι μιας κυρίας.
Έξαψη, περιέργεια, ανακάλυψη, όρεξη για παιχνίδι και καινούργια πράγματα. Αυτό μου έλειπε πάνω, όπου όλα τα «ήξερα», και το βρήκα εδώ που αυτοί από όλα κουράστηκαν κι όλα τους κουράζουν. Ναι, στα Εξάρχεια άραξα στους «Χάρτες» για ποτό. «Στα Εξάρρρρρχχχχχεια;» Εκεί! Μετά από εξαιρετικές φάβες και φασόλια φούρνου στο «Γιάντες». Και στο «Aγορά Select» έφαγα το πιο τέλειο μπέργκερ κι έχω να δηλώσω πως η Μαρία Σολωμού είναι κουκλάρα – έτρωγε στο απέναντι τραπέζι. Κι η Γωγώ «Νίκη» Μπρέμπου, παραδίπλα, φορώντας ένα καταπληκτικό κόκκινο φόρεμα, κοντράστ με τον υπέροχα φωτισμένο νυχτερινό πράσινο κήπο σκέτη όαση πίσω από το Χίλτον. Γιατί συμβαίνει αυτό ακριβώς όταν είσαι από τη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα περνάς τέλεια. Διαβάζεται κι ανάποδα: Στη Θεσσαλονίκη, όταν ανεβαίνεις από την Αθήνα, περνάς μαγικά.
Μνημονεύετε Μποντριγιάρ, αδελφοί και αδελφές, μνημονεύετε Μποντριγιάρ: όταν όλα είναι υπό θέαση, ίσως δεν υπάρχει τίποτα να δεις. Σε ελεύθερη μετάφραση και παραφραστικά: όταν πιστεύεις πως τα έχεις δει όλα, κι εξού και όλα σε κουράζουν ή σε αφήνουν αδιάφορο, σκέψου πως κάποιος άλλος τα βλέπει για πρώτη φορά. Κι ενθουσιάζεται. Καλή ώρα όπως εγώ. Και παραληρεί. Όπως εγώ. Ή εσύ, όταν βολτάρεις στη θεσσαλονικιώτικη Μητροπόλεως με μένα διπλα να σου λεω «σιγά, μωρέ, δεν έχει τη χάρη της… Σταδίου». Ουρλιάζεις: «Τη Σσσττταααδδδιιιουουου;» Απαντώ, ναι, τη Σταδίου: γιατί για σένα θα είναι η έρημη πλέον λεωφόρος της νύχτας με τα απομεινάρια - κακές μνήμες των ταραχών, των θανάτων και της φωτιάς. Μα εγώ, καινούργιος στην πόλη σας, θα την έχω και θα τη ζω μέσα μου καθώς τη διασχίζω, σαν το τραγούδι των Φατμέ: «Κι η Αθήνα μας ανήκει. / Το σκοτάδι έγινε μέρα / Πες μου πως το ’κανες αυτό / Και τα νέον στις βιτρίνες / Γράφουν όλα σ’ αγαπώ / Έλα κράτα με απ’ τη μέση / Γιατί θ’ απογειωθώ / Σκέψου μεσάνυχτα και κάτι / Στη Σταδίου να πετώ».