Life in Athens

Ο Μοντιλιάνι στη Φωκίωνος

Ο αρχάριος ζογκλέρ που πουλούσε στους περαστικούς το θέαμα του εαυτού του, δεν είναι πια εκεί 

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 611
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Αφιερωμένο στη νοσταλγία της παλιάς μου φτώχειας, τότε που όλα ήταν πιο λιτά και αξιοπρεπή και δεν είχα φάει ποτέ αστακό». 

Κλαρίσε Λισπέκτορ

Η τέχνη δεν αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό, ούτε στο να παραπλανήσει προβάλλοντας κάτι αυθαίρετο ως άξιο λόγου. Μάλλον επικοινωνεί μια πρόθεση, δείχνει προς μια κατεύθυνση, εικάζει. Αυτό είναι όλο. Αν ο θεατής συντάσσεται με αυτή την πρόθεση, εάν θέλει να κινηθεί προς τα «εκεί», έχει καλώς. Σε κάθε περίπτωση, η τέχνη λειτουργεί με την έλξη και όχι την προώθηση. 

Και η ζωή, ενίοτε, την μιμείται.

Τώρα που ο street-artist της Φωκίωνος έχει φύγει από εκεί (που έχει εκδιωχθεί για την ακρίβεια) μπορώ να μιλήσω γι’ αυτόν χωρίς κίνδυνο να τον εκθέσω. Ήταν ζογκλέρ και η μορφή της τέχνης του ήταν σκανδαλωδώς λιτή: τρία μπαλάκια του τένις. Στον αέρα. Ταυτόχρονα. Και όμως!

Στην πραγματικότητα, η τέχνη του ήταν αδιαχώριστη από τον ίδιο: ένα χλωμό αγόρι (δεκατριών;) εξαιρετικά λιγνό και ψηλό, που, για ώρες, επιδιδόταν στην υπαίθρια παράστασή του στο ίδιο πάντα σημείο στον πολυσύχναστο πεζόδρομο της Φωκίωνος, με υπέρμετρη ευσυνειδησία και, μαζί, ανάλαφρη προσήλωση. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι έδειχνε σα να είχε βρει, προσώρας, τον σκοπό της ζωής του. 

Τα ρούχα του αξίζουν μνεία, επίσης, γιατί επί μήνες και ασχέτως καιρού φορούσε πάντα τα ίδια: ριγέ κοντομάνικο μπλουζάκι και παντελόνι υπερβολικά κοντό που αποκάλυπτε τα ισχνά καλάμια, ενισχύοντας την εντύπωση του αφύσικου ύψους.

Μια απόλυτα εκκεντρική φιγούρα, ο αρχάριος ζογκλέρ πουλούσε στους περαστικούς και στους θαμώνες των καφέ μπαρ, το θέαμα του εαυτού του να κρατάει τρία μπαλάκια του τένις στον αέρα. Ούτε με ιδιαίτερα καλές επιδόσεις, ας ειπωθεί κι αυτό, τουλάχιστον αρχικά, στο σπορ που είχε σκαρφιστεί για να βγάζει τον επιούσιο. Τις πρώτες εβδομάδες, τον πιο πολύ καιρό τον περνούσε τρέχοντας πίσω από τα μπαλάκια. Το έκανε ωστόσο με επιμέλεια, ατάραχος, με την αξιοπρέπειά του αλώβητη, για να στηθεί ξανά στη θέση του και τα λεπτά μπράτσα να επανεκκινήσουν τη μίμησή τους ενός ανεμόμυλου. 

Υπήρχε, φυσικά, κάτι το ακαταμάχητο σ’ αυτό τον συνδυασμό άγουρης επιμονής και έλλειψης επιτήδευσης. Το αποδείκνυε η τραγιάσκα η απιθωμένη κατάχαμα, στο ένα μέτρο, η οποία καθημερινά, με το πέρασμα της ώρας, βάραινε από τα κέρματα. Χαιρόμουν γι’ αυτό, χαιρόμουν που μια τέτοια αφελής γενναιότητα ανταμειβόταν· ήταν μια καθόλου περιττή ανανέωση της πίστης μου στους ανθρώπους. 

Εκείνη την καφετιά τραγιάσκα, μια μέρα καθώς περνούσα ακριβώς από δίπλα, ένας περαστικός την κλώτσησε κατά λάθος. Σα να μην έφτανε αυτό, συνέχισε τον δρόμο του χωρίς να το αντιληφθεί. Ο Κυπαρισσόμηλος ξέσπασε εκνευρισμένος σ’ έναν χείμαρρο από διαμαρτυρίες που ισοδυναμούσαν, βέβαια, με «Ε, εσυ! Καλά, δεν βλέπεις πού πηγαίνεις;!» Ας διευκρινιστεί, ωστόσο, ότι το νόημά του ήταν κατανοητό μόνο και μόνο επειδή είχα υπάρξει μάρτυρας στο γεγονός. Πέρα από την ξενική προφορά (μάλλον αναμενόμενη) οι φθόγγοι του ήταν σπασμένοι κομμάτια, σχεδόν ακατάληπτοι, σα να είχαν συρθεί πάνω σε γυαλιά. «Έλα, εντάξει, δεν έγινε τίποτα», είπα καθησυχαστικά βοηθώντας τον να μαζέψει τα λεφτά του. Εκείνος δέχτηκε αυτή τη σύμπραξη, αποφεύγοντας ωστόσο να κάνει οπτική επαφή παρά μόνο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Την επόμενη στιγμή ήταν πάλι ένας ανθρώπινος ανεμόμυλος.

Απομακρύνθηκα με τον θαυμασμό μου για εκείνον υπερδιπλασιασμένο, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο Μοντιλιάνι ήταν και δυσλεκτικός. Και συνέβαλε αυτό, άραγε, στην ασκητική αταραξία που απέπνεε, στην ικανότητά του να αφιερώνεται για ώρες στις ίδιες επαναληπτικές κινήσεις;