Life in Athens

Island

Ο Χρύσανθος Πανάς ξεναγεί τον Γιώργο Παυριανό σ’ ένα από τα ωραιότερα νησιά της Αθηναϊκής Ριβιέρας

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 573
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Nύχτα Σαββάτου, τρέχει το ταξί στην παραλιακή λεωφόρο και από το παράθυρο βλέπω τα φώτα να τρεμοπαίζουν στην Aθηναϊκή Ριβιέρα, την παραλία δηλαδή που ξεκινάει από το Παλαιό Φάληρο και καταλήγει στο Σούνιο. Παλιά, κατά μήκος αυτής της παραλίας, υπήρχαν μαγαζιά που διασκέδαζαν ο Ωνάσης με την Κάλλας, ξενοδοχεία στα οποία έμεναν ο Ιμπντ Σαούντ και άλλοι άραβες μεγιστάνες, εστιατόρια γεμάτα κόσμο, στο Καβούρι και στο Λαγονήσι, μέσα στα φωταγωγημένα σπίτια γίνονταν βεγγέρες, ο κόλπος της Βουλιαγμένης ήταν γεμάτος πολυτελή γιοτ.

Σήμερα, μετά από χρόνια παρακμής, η περιοχή αρχίζει να αποκτά την παλιά της αίγλη και οι Αθηναίοι μπορούν εδώ να απολαύσουν τη θάλασσα, να φάνε σε ένα ωραίο περιβάλλον, να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα και τα αστέρια στον αττικό ουρανό, να διασκεδάσουν μέχρι το πρωί και να νιώσουν ότι πήγαν διακοπές στην ίδια τους την πόλη.

Στο 27ο χιλιόμετρο της λεωφόρου Αθηνών-Σουνίου, το ταξί σταματάει μπροστά στην είσοδο του Island. Έρχομαι εδώ να συναντήσω τον Χρύσανθο Πανά, που μαζί με τον αδελφό του, τον Σπύρο, οραματίστηκαν, σχεδίασαν και έφτιαξαν αυτό το χώρο. Είναι ακόμα νωρίς, αλλά είναι γεμάτο κόσμο, Έλληνες και ξένους, ακούγεται μια διακριτική μουσική, πυροτεχνήματα φωτίζουν τον ουρανό, μια μυρωμένη αύρα έρχεται από τη θάλασσα, έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε ένα πραγματικό νησί.

image

photo Studio Paterakis 

«Πώς σου ήρθε η ιδέα για το Island;» ρωτάω τον Χρύσανθο. «Όλο αυτό είναι οι αναμνήσεις μας, εμένα και του αδελφού μου, από τα νεανικά μας καλοκαίρια, και η επιθυμία μας να φτιάξουμε κάτι μοναδικό. Γεννήθηκα στη Βουλιαγμένη, στο Καβούρι, και από μικρός έβγαινα σχεδόν κάθε βράδυ, το χειμώνα ανέβαινα στην Αθήνα, στο Κολωνάκι και στο Ψυχικό, και τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης. Ήμασταν τα “φλώρια” από τη Βουλιαγμένη, ο αδελφός μου ήταν dj, εγώ ήμουν πολύ κοινωνικός, φτιάξαμε μια μεγάλη παρέα. Τους ξέραμε όλους και μας ήξεραν όλοι. Στα 24 πεθαίνει ο πατέρας μας και τότε, με παρακίνηση του αδελφού μου, φτιάχνουμε ένα μπαράκι στη νότια πλευρά του Ναυτικού Ομίλου. Πήγαμε πολύ καλά, είχαμε μεγάλη επιτυχία και μετά από χρόνια ο αδελφός μου γυρίζει και μου λέει: “Θέλεις αυτό που κάνουμε καλά, να το κάνουμε πιο μεγάλο;” Διαλέξαμε αυτό το κομμάτι της παραλίας, ήταν μια αδιαμόρφωτη περιοχή τεράστια, 46 στρέμματα, γεμάτη βράχια. Υπήρχε μόνο ένα κάμπινγκ που το έχουμε κρατήσει και λειτουργεί ακόμα. Ξεκινήσαμε λοιπόν, βάλαμε παντού βιολογικό καθαρισμό, φυτέψαμε δέντρα και φυτά της Ελλάδας, φτιάξαμε με ξερολιθιά και νησιώτες τεχνίτες όλα τα κτίρια, διαμορφώσαμε την παραλία. Ο στόχος μας ήταν να φτιάξουμε κάτι που να συνδυάζει την ευρωπαϊκή φινέτσα με τον ελληνικό πολιτισμό».

Έρχεται ο σερβιτόρος για την παραγγελία, ο Χρύσανθος παραγγέλνει ψάρι, εγώ κρέας, δοκιμάζω τη φέτα με μέλι, το υπέροχο χταποδάκι και τη δροσερή σαλάτα. Μετά βγαίνουμε μια βόλτα στους χώρους του Island, που τους έχει διακοσμήσει άψογα ο Γιώργος Γαβαλάς.

«Ποια είναι η γνώμη σου για την ελληνική διασκέδαση και τα μαγαζιά;»

«Στην Ελλάδα έχουμε την εντύπωση πως οι άνθρωποι που ασχολούνται με την εστίαση και τη διασκέδαση είναι κάτι αμόρφωτοι τύποι που έχουν μπουζούκια. Δεν είναι όμως έτσι. Εγώ αντιμετωπίζω τη διασκέδαση σαν κομμάτι του πολιτισμού μας, πρέπει ο κόσμος που βγαίνει έξω και να νιώθει χαρά, όχι να νταουνιάζεται και να ρουχλιάζει. Εμείς, λοιπόν, προτείνουμε έναν άλλο τρόπο διασκέδασης, πιο ευγενικό, πιο ευρωπαϊκό. Θέλουμε να αισθάνονται όλοι σαν καλεσμένοι σε μια βεγγέρα, σαν κι αυτές που γίνονταν παλιά. Πιστεύω πως η εποχή του μπουζουκομάγαζου και του τσιφτετελομάγαζου τέλειωσε οριστικά. Ποιον Ευρωπαίο αφορά;»

Φτάνουμε στο γραφείο του, βλέπω έναν υπέροχο πίνακα.

«Είναι του Βασίλη Φωτόπουλου. Ήταν δάσκαλος και μέντοράς μου, αυτός είχε ζωγραφίσει πριν από χρόνια, προφητικά, το μενού του Island. Αυτός ο πίνακας στάθηκε αφορμή να γνωρίσω την ηθοποιό που θαυμάζω περισσότερο. Όταν γινόταν εδώ το πάρτι για το “Mama mia”, τον είδε η Μέριλ Στριπ και ρώτησε ποιανού είναι. Ήρθα εγώ, της είπα, ήξερε τον Βασίλη, καθήσαμε και μιλάγαμε με τις ώρες, γίναμε φίλοι. Πολλοί διάσημοι έχουν περάσει από εδώ, o Jean Paul Gaultier, o Valentino, η Groria Gaynor, o Tommy Hilfiger, o Huge Jackman, o Bruce Willis, o Moby. Όλοι έμειναν ενθουσιασμένοι από το χώρο, το φαγητό, τη διασκέδαση, τη φιλοξενία. Αλλά και οι Έλληνες προτιμούν το Island τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο για διασκέδαση, αλλά και για να παντρευτούν ή να βαφτίσουν το παιδί τους στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Διονυσίου».
 

image

 O Jean Paul Gaultier στο Island 

Λευκά μπαλόνια υψώνονται στον ουρανό, το φεγγάρι καθρεφτίζεται στη θάλασσα, η μουσική έχει δυναμώσει, πολλοί αρχίζουν και χορεύουν.

«Τι θα έλεγες σε κάποιον που θα ήθελε να ασχοληθεί με την εστίαση;» τον ρωτάω. «Να μορφωθεί, να ταξιδέψει, να αγαπήσει την Ελλάδα, να πληρώνει τους υπαλλήλους του και να δίνει τους φόρους του». «Αφήνει χρήματα αυτή η δουλειά;» «Αρκετά. Όμως, τόσα χρόνια που δουλεύουμε με τον αδελφό μου, το πρώτο πράγμα που έχουμε στόχο είναι η χαρά και η αγάπη και ύστερα τα χρήματα. Γιατί πιστεύω ότι ο κόσμος, ό,τι και να συμβαίνει, δεν θα πάψει ποτέ να αναζητάει τη χαρά, το διονυσιακό στοιχείο, που το γέννησε η Ελλάδα και το εκφράζει ο θεός Πάνας, από τον οποίο προέρχεται και το επώνυμό μου».

image

H Zaz στο Ιsland

image

Valentino και Giancarlo Giammetti στο Island

*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού