Life in Athens

Αχιλλέας Σεβαστόπουλος: ο άνθρωπος πίσω από τη «Ροζαλία», την ιστορική ταβέρνα των Εξαρχείων

Συχνά, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας δεν είναι μόνο όσα βλέπεις...

Κατερίνα Βνάτσιου
ΤΕΥΧΟΣ 555
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Αχιλλέα Σεβαστόπουλο, ιδιοκτήτη της θρυλικής ταβέρνας «Ροζαλία»

Αυγούστα τη ’λέγαν. Όλοι στη γειτονιά την είχαν για τρελή. «Αν δεν κάτσεις ήσυχος», φοβέριζαν οι μανάδες τα πιτσιρίκια, «θα φωνάξω την κυρα-Αυγούστα». Και τα πιτσιρίκια κάθονταν σούζα γιατί την έτρεμαν – έτρωγε, λέει, παιδιά στο σκοτεινό υπόγειό της, εκείνο της οδού Βαλτετσίου. Το ’43 τη χάσανε από τη γειτονιά. Ένας είπε ότι πέθανε από την πείνα, κάποιος άλλος ότι την έπιασαν οι Γερμανοί, επόμενο μια που κυκλοφορούσε τις ώρες που απαγορευόταν η κυκλοφορία – «τρελή, τι περιμένεις;». Πολύ αργότερα μάθανε ότι η Αυγούστα εκτελέστηκε στην Καισαριανή γιατί δούλευε για την αντίσταση, με το κωδικό όνομα «Ροζαλία».

Η ταβέρνα. Ο κύριος Αχιλλέας Σεβαστόπουλος που είναι ο άνθρωπός μας στη «Ροζαλία», δεν τα ήξερε όλα αυτά όταν αγόρασε την ομώνυμη ταβέρνα (στην οποία ήταν θαμώνας) το 1978. Τα ανακάλυψε και αυτός τυχαία, όταν έπεσε στα χέρια του το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, «Ο καιρός της σοκολάτας» (εκδ. Πατάκη). Εδώ, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και η ιστορία της Ροζαλίας που την έλεγαν Αυγούστα. Η ταβέρνα άνοιξε το 1974 στο ίδιο κτίριο που βρισκόταν το σπίτι της Ροζαλίας, ονομάστηκε έτσι πιθανότατα ως ύστατος φόρος τιμής. Στα χέρια του Αχιλλέα εξελίχθηκε σε μία από τις ιστορικότερες ταβέρνες των Εξαρχείων. Πλήθος πολιτικών, λόγιων, καλλιτεχνών γέμισαν τα τραπέζια της, ο ίδιος ο Τσαρούχης έτρωγε εδώ κάθε μέρα. Οι ταβέρνες όμως δεν γίνονται μόνες τους. Από πίσω έχουν ανθρώπους, έχουν ψυχές.

Ψυχή της Ροζαλίας είναι ο Αχιλλέας Σεβαστόπουλος. Τι ξέρουμε για αυτόν; Όσα μάθαμε σε έναν ελληνικό που ήπιαμε μαζί του κάτω από τις φυλλωσιές της Ροζαλίας, στο γνωστό πεζόδρομο της Βαλτετσίου. Το παρουσιαστικό του δεν προμηνύει ούτε το ένα εκατοστό του εκ φύσεως ανήσυχου πνεύματος που τον χαρακτηρίζει. Μέτριο ανάστημα, ηλικία χαμένη ανάμεσα σε κάποια -ήντα, γυαλιά πρεσβυωπίας που προσπαθούν να ισορροπήσουν στην άκρη της μύτης, μαλλιά που έχουν πια γκριζάρει και ένα παλιό κινητό σε κοντινή απόσταση από το δεξί του χέρι. Είναι χρήσιμο να το έχει κοντά του. Αφενός χτυπάει συνέχεια. Αφετέρου όταν ο Αχιλλέας αναρωτιέται ή θέλει να θυμηθεί κάτι, παίρνει τηλέφωνο τη γυναίκα του. Αυτός είναι λοιπόν ο «ταβερνιάρης» μας. Ήσυχος, απλός άνθρωπος, που λατρεύει τα φυτά και αγαπάει να χαιρετάει τους περαστικούς της Βαλτετσίου.

Όμως, στην πραγματικότητα, δεν είναι ούτε τόσο απλός ούτε τόσο ήσυχος. Τούτος εδώ έχει ταξιδέψει από το Πακιστάν μέχρι τη Σιβηρία, έχει μείνει για μέρες σε σκηνή στην έρημο, έχει πρωτοστατήσει στις μύριες όσες εξαρχειώτικες κινητοποιήσεις κι έχει καταφέρει να διώξει τα ναρκωτικά από την πλατεία. Το 2010 η κατάσταση στην πλατεία Εξαρχείων ήταν ασφυκτική. Ναρκομανείς, έμποροι, διακινητές είχαν γεμίσει την πλατεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μια ακόμη μικροκλοπή ήταν για τον Αχιλλέα η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Βούτηξε μια ντουντούκα, έβαλε ένα CD του Ξυλούρη να παίζει, πήρε μαζί του και 5-6 άλλους από τη γειτονιά και άρχισε να φωνάζει: «Έξω η πρέζα από την πλατεία». Και εκείνοι φύγανε. «Δεν λύσαμε το πρόβλημα, απλά το μεταφέραμε λίγο πιο κάτω, στην Τοσίτσα. Αν δεν επέμβει το κράτος να περιθάλψει τους αρρώστους, γιατί για άρρωστους ανθρώπους πρόκειται, δεν γίνεται τίποτα». Ναι, αλλά βγήκε κάτι. Η πλατεία γέμισε πάλι με παιδιά, γονείς, παρέες. «Τα Εξάρχεια πάντα ήταν ωραία. Όμως από τη στιγμή που δεν έρχεται η αστυνομία –και καλώς δεν έρχεται– πρέπει εμείς οι ίδιοι να προφυλάξουμε την πλατεία μας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο αναρχικός κόσμος πρέπει να επέμβει με κάποιο δρώμενο στην πλατεία. Έμεινε χώρος κενός. Αυτό το χώρο πρέπει να τον καταλάβουν, να τον διαφυλάξουν».

Ο Αχιλλέας αγαπάει πολύ την πλατεία. Και τα Εξάρχεια. «Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι ο κόσμος. Χαιρετάμε τους γείτονες, λέμε καλημέρα όλοι μεταξύ μας. Τα Εξάρχεια παραμένουν ακόμα γειτονιά. Και έχουν πάρα πολύ καλό (ποιοτικό εννοώ) κόσμο. Κι εγώ εδώ συχνάζω, όχι αλλού. Μια γειτονιά πρέπει να αυτοτροφοδοτείται». Καθόμαστε έξω, στα τραπεζάκια της Ροζαλίας, και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη σταματήσει να χαιρετήσει τον Αχιλλέα. «Έχω πάρα πολλούς σταθερούς πελάτες που στην πορεία γίνονται και φίλοι. Είναι πολλά τα χρόνια» μου λέει. «Άλλωστε προσέχουμε τα πάντα. Είμαστε από τα λίγα μαγαζιά που τα φτιάχνουμε όλα μόνοι μας. Τουρίστες έρχονται πολλοί, αν και δεν έχω νταραβέρι με ΚΑΝΕΝΑ ξενοδοχείο (αυτό θέλω να το γράψεις!). Όπως τρώνε οι Έλληνες, έτσι τρώνε και οι τουρίστες. Μια φορά υπήρχε πρόβλημα με το μηχανάκι της πιστωτικής και ο άνθρωπος –ήταν τουρίστας– δεν είχε πάνω του μετρητά. “Δεν πειράζει” του λέω, “μου τα δίνεις αύριο”. “Μα φεύγω σήμερα” μου απαντάει. “Ε, δεν πειράζει, μου τα δίνεις όταν ξαναέρθεις στην Ελλάδα”. Πέρασαν 6-7 χρόνια και ο άνθρωπος ήρθε να μου επιστρέψει τα λεφτά (εγώ ούτε που το θυμόμουν), έφερε και την παρέα του και τρώγανε όλοι καθημερινά εδώ για 5 μέρες. Αυτά δεν τα ξεχνάει κανείς».

Τα ταξίδια πότε άρχισαν; «Τα τελευταία 12 χρόνια που ήρθαν να με βοηθήσουν τα παιδιά μου. Ο Γιώργος, ο Νίκος, ο Γιάννης. Εξαιτίας των παιδιών μου η ιστορία της Ροζαλίας συνεχίζεται». Το πρώτο μεγάλο ταξίδι ήταν στο Πακιστάν, μετά ήρθε εκείνο στη Λιβύη κατά το οποίο έμεινε στην έρημο 15 ολόκληρες μέρες. «Πώς ήταν;» τον ρωτάω, για να πάρω την απάντηση: «Α, πάρα πολύ ωραία. Ήταν το όνειρό μου». Μετά διέσχισε την Τουρκία με αυτοκίνητο, στη Μογγολία είδε καμήλες ελεύθερες να βόσκουν και σε εκείνο το ταξίδι ήταν που έκανε 20.000 χλμ. σε 36 μέρες. Στη Σιβηρία έμεινε σε γιούρτες, στη Συρία ήταν αρκετά τυχερός και είδε την αρχαία πόλη της Παλμύρας που πια δεν υπάρχει... Έχει φτάσει μέχρι τον Περσικό κόλπο, έχει γυρίσει όλα τα Βαλκάνια, έχει πάει παντού. Και πάντα με αυτοκίνητο. Κανείς δεν τα βλέπει αυτά όταν τον πρωτοσυναντά, κανείς δεν τα πιστεύει. Όπως κανείς δεν πίστευε ότι η τρελή Αυγούστα ήταν η Ροζαλία της αντίστασης. Συχνά, όμως, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας δεν είναι μόνο όσα βλέπεις.


Ιnfo: Ταβέρνα Poζαλία, Βαλτετσίου 58, Εξάρχεια, 210 3302933


Φωτό: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ