Life in Athens

Aθήνα και πέριξ

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 256
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένα άρθρο του Λεωνίδα Χρηστάκη για την ATHENS VOICE που δεν πρόλαβε να δημοσιευτεί

Ο Λεωνίδας Χρηστάκης ανέβαινε πού και πού τα σκαλιά της Χαριλάου Τρικούπη και έφερνε κανένα άρθρο για δημοσίευση στην ATHENS VOICE. Σε φάκελο, με ένδειξη «προσωπικό» απ’ έξω. Το παρακάτω κείμενο δεν είχε προλάβει να δημοσιευτεί.


Στο μέσο της δεκαετίας του 1950 αποφάσισα, μετά από πρόσκληση του φίλου και νέου τότε καλλιτέχνη Τάκη Βασιλάκη (σήμερα γνωστός διεθνώς ως Takis) να επισκεφθώ το ατελιέ του. Βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα μακριά από την πλατεία Αναργύρων στην 5η Στάση Χαϊκάλη. Είχε κατασκευάσει μόνος του το ατελιέ του, με τετράγωνες γυψοσανίδες. Στη στάση που κατέβηκα υπήρχε το «Οικογενειακόν Κέντρον Χαϊκάλη, ενώ προς τα κάτω υπήρχε ένα μικρό περιφραγμένο νεκροταφείο, υπήρχε μια χαράδρα από την οποία περνούσε το τρένο Αθήνα-Λάρισα-Θεσσαλονίκη και κάπου ανάμεσα στο Κέντρο Χαϊκάλη, χαράδρας και νεκροταφείου και το κατασκεύασμα του ατελιέ του Τάκη. Αφού τα είπαμε, με παρακάλεσε καθώς έφευγε για την Αθήνα να μείνω το βράδυ, διότι θα ερχόταν την επομένη το πρωί.

Κατά το βραδάκι στις οκτώ πείνασα και σκέφτηκα να πάω για καμιά μερίδα στο Οικογενειακό Κέντρο, που βρισκόταν περί τα ογδόντα μέτρα προς τη δημοσιά. Όταν μπήκα στην ξύλινη παράγκα, τακτοποιούσαν τα τραπέζια και στη μέση υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι με καμιά δωδεκαριά καρέκλες γύρω του. Σκέφτηκαν ότι θα περιμένουν κάποια οικογενειακή παρέα. Όμως ένας του κέντρου, αφού με κοίταξε και μου σερβίρισε σε πιάτο το κοκκινιστό που διάλεξα, με πληροφόρησε πως πιο αργά, κατά τις έντεκα, θα υπήρχε κάποια ενδιαφέρουσα εκδήλωση κι αν ήθελα να παρευρεθώ… προσκαλεσμένος. Γιατί όχι. Κατά τις δεκάμιση ξεκίνησα για το Οικογενειακό Κέντρο με την εντύπωση πως θα έπαιζε καμιά ρεμπέτικη πενιά σε μπουζούκι ή μπαγλαμά. Όταν μπήκα στην αίθουσα είδα γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι, που τώρα ήταν στρωμένο, να είναι καθισμένοι ένας παπάς, ένας εξηντάρης λαϊκός, αλλά καλο ντυμένος, έτσι που να φαίνεται «ματσό», ένας εργατικός σαραντάρης, ένας πολύ αδύνατος κι ανήσυχος γύρω στα τριάντα. Τότε ήταν που ήρθε ο τύπος που με κάλεσε, τράβηξε μια καρέκλα και με κάθισε στο τραπέζι, με τους άλλους. Έφερε το γκαρσόνι και σε μένα κόκκινο κρασί με κοψίδια.

Γρήγορα κατάλαβα πως όλοι οι συνδαιτημόνες αυτού του τραπεζιού ήμασταν άγνωστοι μεταξύ μας. Ο καθένας, χαμηλοβλέποντας, κοιτούσε τον άλλον σα να ήθελε να αναγνωρίσει κάτι… Αμίλητοι όλοι εμείς, συνολικά οκτώ, όλοι αρσενικοί, περιμέναμε τσιμπώντας και πίνοντας. Χωρίς να μιλάμε. Κατά τις έντεκα έσβησαν μερικά φώτα κι από ένα εσωτερικό πορτάκι βγήκε μια γυμνή γυναίκα, ψηλή γύρω στα σαράντα, καλοσχηματισμένη. Ήρθε προς το τραπέζι ενώ το γκαρσόνι άδειαζε το κέντρο της επιφάνειας όπου ήμασταν καθισμένοι. Η γυμνή γυναίκα, με τη βοήθεια μιας καρέκλας, ανέβηκε στο μακρύ τραπέζι όπου και ξάπλωσε με πολλή άνεση αλλά και με σοβαρότητα.

Τότε ο υπεύθυνος τύπος μοίρασε σε όλους εμάς από μία μπόμπα - τσιγαρλίκι, ενώ με πολύ σοβαρότητα δήλωσε πως μπορούμε να ακουμπάμε με την παλάμη μας τη γυμνή σάρκα της γυναίκας χωρίς να την ενοχλούμε βίαια, άγρια ή βάναυσα. Το γκαρσόνι γύριζε κι από ένα κουτί σπίρτα μάς άναβε το τσιγαρλίκι. Όλοι αμίλητοι, ενώ ο παπάς είχε βγάλει το καμιλαύκι του και το ακούμπησε στην άδεια διπλανή του καρέκλα. Σε λίγα λεπτά η αίθουσα της παράγκας ντουμάνιασε και πού και πού ακούγονταν κάνας αναστεναγμός. Η γυναίκα χαλαρή κι ακίνητη στη θέση της, ενώ κάποιος –ο εργατικός– ακούμπησε με την παλάμη το μπούτι της. Αμέσως, σαν σε σύνθημα, ακολούθησαν τα ακουμπίσματα και οι άλλοι – φυσικά κι εγώ! Τότε μέσα στη ντουμάνα και τη ζαλάδα ο τύπος μάς δήλωσε πως όποιος επιθυμούσε να «πάρει» τη γυναίκα θα έπρεπε να δηλώσει μια τιμή. Ακολούθησε αμηχανία και μια περίσκεψη. Πρώτος ο παπάς είπε χαμηλόφωνα «δύο πορτοκαλιά…» υπονοώντας κατοστάρικα. Ακολούθησαν στιγμές ησυχίας έως ότου ο καλοντυμένος εξηντάρης φώναξε «ένα πράσινο», εννοώντας μια πεντακοσαρού! Ο εργατικός τύπος κάτι μουρμούρισε μέσα στα δόντια του, που μπορεί ήταν και βρισιά. Αμέσως ο παπάς πικαρισμένος ξανάπε: «Ένα πράσινο και ένα κόκκινο» (λεφτά καλά για την εποχή). Τα ακουμπίσματα (=μπαλαμουτιές) έγιναν πιο συχνά πάνω στο γυμνό σώμα της. Υπήρχε η αίσθηση ότι τη χάνουμε… Ο αδύνατος τύπος έμοιαζε τώρα πρεζάκιας ενώ δεν είχε αγγίξει το πιάτο του, τόσο που η μούρη του πλησίαζε όλο και πιο πολύ πάνω στο πιάτο του.

Η φωνή του ταβερνιάρη βρόντηξε μέσα στη γενική ζαλάδα: «Είναι δώδεκα παρά δέκα, δώδεκα τελειώνουμε». Ο δυνατός σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του, που έπεσε προς τα πίσω, κι ο ίδιος έπεσε προς τα μπρος τόσο που η μούρη του έπεσε πάνω στα γυμνά στήθια της γυναίκας. Αμέσως έτρεξαν το γκαρσόνι και ο υπεύθυνος της τελετής και τον πήραν σηκωτό… «Πράσινο και τρία» είπε με σιγουριά ο καλοντυμένος… «Μια καφετιά» αντιφώνησε ο παπάς εννοώντας μια «χήνα» (χιλιάρικο). Η γυναίκα, μετά από κάποιο σφύριγμα σηκώθηκε και κατέβηκε από το τραπέζι, ενώ με γρήγορες δρασκελιές μπήκε στο πορτάκι απ’ όπου είχε βγει μια ώρα πριν. Ο τύπος έφερε τους λογαριασμούς. Πλήρωσα. Τα φώτα ξανάναψαν και φεύγοντας είδα τον παπά με τη γυναίκα ντυμένη να βγαίνουν προς το δρόμο. Μπήκαν σ’ ένα ταξί που προφανώς περίμενε τον παπά…

Γύρισα ζαλισμένος και ξάπλωσα με τα ρούχα στο ράντζο του Τάκη. Με ξύπνησαν απότομα κρότοι που έμοιαζαν με πυροβολισμούς, πετάχτηκα, ήταν χαράματα και βγήκα έξω. Στο νεκροταφείο είδα μια διμοιρία σμηνιτών να πυροβολεί κάθε τόσο στον αέρα. Ρώτησα μια μαυροφορεμένη γυναίκα τι συμβαίνει. Είναι το νεκροταφείο της Αεροπορίας και εδώ θάβουν τους αδικοχαμένους από ατυχήματα αεροπόρους, με τιμή…

Ένα απόγευμα χειμωνιάτικο του 1959 με παίρνει στο τηλέφωνο ο Γιάννης Τσαρούχης. Μου λέει ότι έχει μείνει από παρέα κι εάν θέλω να πάω μαζί του στον Κολωνό, όπου στο μαντρότοιχο του παλιού μπαρουτάδικου υπάρχουν μερικά παραπήγματα όπου χορεύουν ναύτες. Φυσικά δέχτηκα και κατά τις δέκα πήραμε ένα ταξί και φτάσαμε εκεί στη Στροφή της Παχήνας, όπως τότε λέγονταν λόγω των οικοπέδων της. Ο ταξιτζής δεν θέλησε να πάει προς τα δεξιά ακολουθώντας το χωραφόδρομο, τον παράλληλο με τη μάντρα… Κατεβήκαμε και περπατήσαμε ενώ ακούγαμε την ηχώ ρεμπέτικων σκοπών κι ασμάτων, προφανώς από 75άρηδες δίσκους. Τελικά μπήκαμε σε μια λιτή παράγκα-καφενέ, όπου γύρω καθόντουσαν έξι-εφτά ναύτες χωρίς τα καπέλα τους κι άκουγαν το ρεμπέτικο που γύριζε ο δίσκος του γραμμόφωνου. Μια σωληνωτή σόμπα ξύλων άναβε στη γωνιά. Είχαμε έρθει νωρίς κι ο καφενές ήταν άδειος από θαμώνες-μουστερήδες. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ο Γιάννης είχε ξανάρθει. Καθίσαμε κι εμείς, κι ο καφετζής με κοντή ποδιά μάς έφερε ούζο με μεζέ χταποδάκι και φέτα.

Ο Γιάννης σηκώθηκε κι είπε κάτι σ’ ένα ναύτη. Με το γυρισμό του Γιάννη στο τραπεζάκι μας ο ναύτης σηκώθηκε κι έβαλε στο γραμμόφωνο ένα δίσκο και άρχισε τις βαριές γύρες, ενώ ο Τσαρούχης του ’ριξε στα πόδια του ένα δίφραγκο. Αμέσως σηκώθηκαν άλλοι δυο ναύτες και πιασμένοι ώμο με ώμο οργάνωσαν το συρτάκι. Ο Γιάννης μού πάσαρε αρκετά φραγκοδίφραγκα κι άρχισα να πετάω κι εγώ στο πάτωμα. Όταν ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα, ο καφετζής μάς έφερε στο τραπέζι ένα μικροσκοπικό γυάλινο λουλά όπου στο λαιμό του άναβαν καρβουνάκια με χασίσι. Η ατμόσφαιρα γέμισε λιβάνι! Οι ναύτες εξακολουθούσαν τις γύρες κι ένας τους ήρθε μ’ ένα ποτηράκι κι έβαλε από το καραφάκι μας ούζο.

Παραγγείλαμε κι άλλους μεζέδες και ούζο και η μικρή κάμαρα γέμισε νταλγκάδες, ενώ τα φραγκοδίφραγκα έγιναν τάλιρα. Το πατικωμένο χωμάτινο πάτωμα ασήμωσε. Πέρασε ένα  ημίωρο σε ευφορία και αίφνης βλέπω τον Γιάννη να σηκώνεται και να πλησιάζει ένα νταβραντισμένο ναύτη και να του λέει κάτι. Μετά γύρισε στο τραπέζι που καθόμουν και μου πάσαρε ένα τυλιγμένο ρολό με χάρτινο πενηντάρικο και μου συνέστησε να πάρω ταξί και να γυρίσω στην Αθήνα, πράγμα που έγινε. Γύρισα στο σπίτι μου στην οδό Σολωμού στα Εξάρχεια. μόνος. Μου ’φτασε, όμως, που είχα γνωρίσει τα παραπήγματα στη μάντρα του μπαρουτάδικου του Μποδοσάκη.