- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
City Lover 366
Στο μεσοπόλεμο, καθώς άρχισαν να εξαφανίζονται τα άλογα και οι στάβλοι από την Αθήνα
Περί των αθηναϊκών γκαράζ
Στο μεσοπόλεμο, καθώς άρχισαν να εξαφανίζονται τα άλογα και οι στάβλοι από την Αθήνα, αυξάνονταν φυσικά τα αυτοκίνητα και άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα γκαράζ (όπως όλη η ορολογία του αυτοκινήτου, έτσι κι αυτό ήταν στα γαλλικά), αρχικά ισόγεια και εκτεταμένα. Ήταν συνδυασμένα συνήθως με βενζινάδικο, ενίοτε και με συνεργεία. Σώζονται τρία τουλάχιστον τέτοια παλιά γκαράζ: το «Ω» στην Αχαρνών, τα «Παναθήναια» στην Αλεξάνδρας κι ένα ανώνυμο στην οδό Κιμώλου, στην Κυψέλη. Αργότερα, με το μεγάλωμα της πόλης, οι ανοιχτοί χώροι άρχισαν να εκλείπουν, οπότε τα νεότερα γκαράζ αναπτύσσονταν καθ’ ύψος, πολυώροφα. Ένα από τα παλιότερα αυτού του τύπου, που ανακαινίζεται αυτό τον καιρό, θα το δείτε στην οδό Κανάρη, στο Κολωνάκι, δίπλα στην παλιά «Ταινιοθήκη». Στο ίδιο στιλ είναι κι αυτό που βλέπετε στη φωτογραφία. Βρίσκεται επίσης στο Κολωνάκι, στη γωνία της Σόλωνος με την ελάχιστη οδό Μαντζάρου. Νομίζω, μάλιστα, ότι ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου στο ισόγειό του υπήρξε (ή είναι ακόμα;) συνδικαλιστής του κλάδου του. Αυτού του τύπου τα παλιά γκαράζ, σε αντίθεση με τα νεότερα χτιστά «πάρκινγκ» (τα αγγλικά μπήκαν πολύ αργότερα στο παιχνίδι), έχουν πιο πολύ τσιμέντο και θυμίζουν περισσότερο επάλληλα πολυβολεία με στενές θυρίδες φωτισμού ή εξαερισμού, σαν πολεμίστρες.
«Κουρδιστήρι»
Είναι συμπαθέστατο και αρκετά οικονομικό μεζεδοπωλείο, όπου με πήγανε καλοί φίλοι, χωρίς να μ’ αφήσουνε μάλιστα να πληρώσω – αλλά, αν κρίνω από τις τιμές του καταλόγου, θα πρέπει να ήταν γύρω στα € 15/κεφάλι. Λειτουργεί και σαν μπαρ. Υπάρχει και κηπάκος/ημιυπαίθριος χώρος, που τώρα το χειμώνα κλείνεται. Οι κύριοι Θεμ. Καλύβας και Γιάννης Τσιάκος σερβίρουν μια χαρά μεζέδες, εκ των οποίων δύο περίεργοι πολύ μ’ εντυπωσίασαν: αγιοτύρι με μαρμελάδα και αρμυρίκι με ανθότυρο. Κουβεντιάσαμε και γλεντήσαμε όμορφα, ανάμεσα κυρίως σε φοιτητοπαρέες. Πριάμου & Κωνσταντίνου Καραμανλή 3, Κάτω Ηλιούπολη, 210 9927.711, 690 9179963
Γιατί τη λένε Πάρνηθα
Το μεγάλο βουνό στα ΒΔ της πόλης μας ονομαζόταν στα αρχαία χρόνια Πάρνης (γενική Πάρνηθος). Η ρίζα είναι κατά πάσα πιθανότητα προελληνική, άρα προϊνδοευρωπαϊκή, «αρχαιότερη από την Ελλάδα και τους Έλληνες». Με τα χρόνια, το αρχαίο όνομα χάθηκε. Από τον Μεσαίωνα μέχρι το 1830 περίπου, επικράτησε η ονομασία Ο(τ)ζιά, που άλλοι τη θεωρούν τούρκικη και άλλοι αρχαιοελληνική. Όταν δημιουργήθηκε το νεοελληνικό κράτος, επανέφερε την αρχαία ονομασία (όπως άλλωστε και σε όλα τα μεγάλα βουνά του Λεκανοπεδίου). Μόνο που η νεοελληνική γλώσσα τη μετασχημάτισε σε «Πάρνηθα» (στην ονομαστική). Κύρια πηγή: το εξαιρετικό σάιτ https://floraattica.blogspot.com/2007_06_01_archive.html, όπου και πιθανές ερμηνείες για τη σημασία της ονομασίας. (Απάντηση στην κυρία και στον κύριο Κασ. από Ν. Ηράκλειο)
«Μπουρδελολογίες»
Ο ιδιότυπος αυτός τίτλος ανήκει σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Οδυσσέας», που το έμαθα χάρη στο φίλο και συνάδελφο Γιάννη Νένε. Θέμα του βιβλίου είναι τα αθηναϊκά μπουρδέλα της δεκαετίας του ’50. Τα μπουρδέλα εκείνης της εποχής δεν είχαν καμιά σχέση με τα σημερινά, ούτε με τα ροζ «studio», ούτε με τα άβαφα, τα μη studio. Μισόν αιώνα πριν και βάλε, υπήρχε και εδώ ομαδικός εταιρισμός, δηλαδή συνυπήρχαν πολλές πόρνες στο κατάστημα. Ο συγγραφέας Γιώργος Κουρμούσης, αντλώντας από τις προσωπικές του μνήμες (επαρχιώτης φοιτητής στην τοτινή Αθήνα), γράφει με πολλή γνώση και συγκατάβαση ενδιαφέροντα –και ενίοτε σπαρταριστά– πράγματα για το θέμα του. Ταυτόχρονα, δίνει μια εικόνα της πρωτεύουσας και της ζωής των (φτωχών βασικά) ανθρώπων εκείνου του καιρού, με τις πολλές μονοκατοικίες (έχει τραβήξει και ωραίες σχετικές φωτογραφίες), την «Έβγα» της γειτονιάς ως κοινωνικό επίκεντρο, τα φοιτητικά ζητήματα και τις δύσκολες ερωτικές σχέσεις. Μοναδική ένσταση: η έλλειψη επιμέλειας, που οδηγεί σε πολλαπλή επανάληψη των ίδιων παραγράφων σε διαφορετικά σημεία. Υπό μία έννοια, το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά ως προς την αθηναϊκότατη «Στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα» του Νίκου Νικολαΐδη ή ως προς τις παλιές ταινίες με τον Βέγγο και τον Ηλιόπουλο.