- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
City Lover 261
«Μουριές» Πρόκειται για ένα αρχετυπικό λαϊκό καφενείο-ουζερί, κλασικό στέκι
«Μουριές»
Πρόκειται για ένα αρχετυπικό λαϊκό καφενείο-ουζερί, κλασικό στέκι όλων των ηλικιών στη Ριζούπολη. Όπως βλέπετε και στη φωτογραφία, υπάρχουν όντως μουριές, που παρέχουν εξαίρετη σκιά τώρα το καλοκαίρι. Εδώ το ζεύγος Θύμιος και Ντίνα προσφέρει αναψυκτικά, ούζα, μπίρες, καφέδες, παγωτά, σαλάτες και μεζέδες. Τίποτα δεν είναι «δήθεν» εδώ, οι δε τιμές είναι πραγματικά άπαιχτες: μια μπίρα και δυο φραπέδες € 3,70, λιγότερο απ’ όσο ένας καφές στη Σκουφά. Αντίσσης 54 και Σιτάκης, περί το τέρμα της οδού Ερμωνάσσης, Ριζούπολη. (Αφιερωμένο στους περίοικους φίλους Τάκη Μπ., Γιώργο Κ. και Άρη Π.).
«Άσ’ τα! Άσ’ τα!»
Κυριακή πρωί, τέρμα Αδριανού, κατηφορίζω, ένας μέσα στο μαγιάτικο πλήθος, προς τον (κλειστό) σταθμό του Θησείου. Βλέπω τρία πηγαδάκια στη σειρά – φυσικά είναι παπατζήδες, που μαδάνε τους άσχετους, ημεδαπούς και τουρίστες. Ξαφνικά, από τον υπερυψωμένο χώρο με τα παγκάκια και τα χαλίκια (προς τη μεριά των γραμμών του τρένου) ακούγονται δυνατές φωνές: «Άσ’ τα!», «Άσ’ τα!». Ενώ ο αγνός κόσμος αναρωτιέται τι συμβαίνει (κι ενώ εγώ –που το ψυλλιάζομαι– σταματάω, υιοθετώντας την τυπική μου στάση του παρατηρητή), οι δυο κραυγάζοντες ξεχωρίζουν από τον πολύ κόσμο, πηδάνε στην Αδριανού και πέφτουν πάνω στα πηγαδάκια. Παπατζήδες, αβανταδόροι και οι κραυγάσαντες (που είναι φυσικά οι τσιλιαδόροι) διαλύουν σε πέντε δευτερόλεπτα και τους τρεις παπάδες: τα τραπουλόχαρτα μαζεύονται, τα μικρά μπουλούκια διασκορπίζονται, οι παίζοντες μένουν με τα λεφτά στο χέρι (τυχεροί μέσα στη διερώτησή τους – άγνοια και αγνότητα συγγενεύουν), κλοτσιές ρίχνουν κάτω τα όρθια χαρτόκουτα, όπου παίζονταν τα δύο από τα τρία παιχνίδια (αν μπορεί να τα πει κανείς «παιχνίδια»). Το τρίτο παιζόταν σε πτυσσόμενο τραπεζάκι. Ατάραχος ο παπατζής του, σαραντάρης ασπρομάλλης, στα ίδια αυτά πέντε δευτερόλεπτα, το μαζεύει, το σηκώνει και φεύγει δρομαίος στο στενάκι ανάμεσα στο “Atheneum” και το περιφραγμένο παρτέρι. Εκεί αφήνει το τραπεζάκι στον τοίχο του “Atheneum” και ξαναβγαίνει στην Αδριανού, όπου οι μάγκες έχουν πλέον ανακατωθεί με το σαστισμένο πλήθος, που μπορεί πλέον να συνεχίσει τη ροή του και προς τις δύο κατευθύνσεις απρόσκοπτο (δυο πεταμένα χαρτόκουτα είναι μηδαμινό εμπόδιο), αφού τα πηγαδάκια δεν του διακόπτουν το περπάτημα. Σε λίγο, ανηφορίζοντας την Αδριανού, σκάνε δυο ένστολοι αστυνομικοί: νεαροί, μπουνταλάδες κι αργοκίνητοι. Δεν ξέρω αν χασκογελάνε χαζουλά επειδή κατάλαβαν τι παιζόταν εδώ ή επειδή είναι μονίμως οι φάτσες τους έτσι. Έχω την υπομονή να περιμένω λίγο ακόμα. Λίγα λεπτά αργότερα, οπότε οι ένστολοι έχουν διανύσει ικανή ανηφόρα προς το Μοναστηράκι, οι τσιλιαδόροι ξαναπιάνουν τις βίγλες τους, οι παπατζήδες ξαναστήνουν τον παπά πάνω στα ίδια εκείνα χαρτόκουτα κι οι αβανταδόροι αρχίζουν να συνωστίζονται γύρω τους, ως δήθεν τυχαίοι περαστικοί υποψήφιοι παίκτες. Τελευταίος ξαναφέρνει το τραπεζάκι του ο ασπρομάλλης, χωρίς την παραμικρή σπουδή πλέον, ενώ οι δικοί του αβανταδόροι, προσώρας άπραγοι, αδημομονούν. Εκείνος τους κοιτάει καλά καλά και τους λέει: «Βιαζόσαστε, ρε μαλάκες, τι βιαζόσαστε; Όλη μέρα αυτό θα γίνεται».