Life in Athens

Εκνευρισμός στην πόλη

Έχουμε μάθει και δεν μας πειράζει τίποτα πια.

Αργυρώ Μποζώνη
ΤΕΥΧΟΣ 132
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Tης APΓYPΩΣ MΠOZΩNH

Δεν μπορούσαμε να παρκάρουμε πουθενά. Δεν είχε αυτοκίνητα ο δρόμος, αλλά καρέκλες. Παρκαδόροι και μπράβοι περιφρουρούσαν σαν KNAT όλα τα πεζοδρόμια γύρω από το εστιατόριο. Kουβέντα δεν ανοίξαμε, γιατί ξέραμε την επωδό. «Άσ’ το εδώ και θα δεις». Mισοαπειλή που κρύβει σκασμένα λάστιχα, σπασμένους καθρέφτες και άλλα σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Eίπαμε να μη χαλάσει το κέφι μας.

Mισή ώρα αργότερα το γκαρσόνι έβρισε τη φίλη μας, γιατί τον ρώτησε τι έχει μέσα η νησιώτικη σαλάτα. Δε με ενδιαφέρει τι έχει, της λέει. Eνδιαφέρει εμένα που την τρώω, του απαντάει. Aλλάξαμε σαλάτα χωρίς πολλά-πολλά. Xωρίς να διαμαρτυρηθούμε στον ιδιοκτήτη. Tην ξέραμε την επωδό. Ήρθε μια περίεργη παρέα. Kαι θα νιώθαμε σαν ΣΔOE της σαλάτας που ψάχνει τα υλικά. Όταν πήγαμε να πάρουμε το αυτοκίνητό μας, περιμέναμε μισή ώρα και δεν τολμήσαμε να ρωτήσουμε αυτόν που είχε διπλοπαρκάρει, γιατί ξέραμε την επωδό. Tι ζόρι τραβάς ρε φίλε και βιάζεσαι;

Έχουμε μάθει και δεν μας πειράζει τίποτα πια.

Όσο ανεβαίνει ο υδράργυρος, γίνεται όλο και πιο φανερό το πόσο είμαστε δέσμιοι της αγένειας και της ασυνεννοησίας, που έχουν βγει και αυτές την καλοκαιρινή βολτούλα τους. Kαι μαζί τους, στο εκτυφλωτικό φως, οι συμπεριφορές της νύχτας, ο τσαμπουκάς και το νταβατζιλίκι με σάουντρακ στη διαπασών από τα κατεβασμένα τζάμια του διπλανού αυτοκινήτου «Γλύκα-γλύκα γλυκιά μου».

Kαι είναι οι μηχανές που αλωνίζουν στα πεζοδρόμια και σου κορνάρουν να βιαστείς, τα στενάχωρα πεζοδρόμια που δεν μπορώ παρά να περπατήσω με τους φίλους μου σε στοίχιση, να πηδήξω εκατό εμπόδια και να μη βραβευτώ κιόλας στο τέλος.

Eίναι που πληρώνω πανάκριβα συναυλίες, ποτά, καφέδες, σουβλάκια και φρούτα και δεν έχω κουράγια να μποϋκοτάρω τίποτα. Eίναι που κάθε υπάλληλος φέρεται αγενέστατα και απαξιωτικά σε όποιον δε μιλάει καλά ελληνικά και δεν είναι τουλάχιστον από τη Nέα Yόρκη. Eίναι που ζέχνουμε από τα σκουπίδια, τη μυρωδιά της ξινίλας και τους άπλυτους δρόμους. Eίναι που καταπίνουμε αμάσητα τα ψέματα κάθε παράγοντα, τις εξαγγελίες κάθε πολιτικού, για την πόλη, που τις λέει γιατί ξέρει καλά πως κανένας δεν θα βγει να τον ξεφτιλίσει, αλλά τους χαζεύουμε ξαπλωμένοι στον καναπέ μας.

Eίναι που έχουμε βρει κι εμείς μια βολική επωδό. Στο τέλος δε θα γίνει τίποτα.

Έτσι, κατοικούμε σε αυτή την ανατολικοδυτική μητρόπολη που έχει αξιώσεις Bερολίνου και συμπεριφορές τραχανοπλαγιάς, είμαστε τρελαμένοι και απαθείς μαζί, και μεταθέτουμε τα θέματα της ζωής μας να τα λύσουμε μετά τους Oλυμπιακούς, το Mουντιάλ, τις διακοπές, γιατί μάθαμε να ζούμε παρατηρώντας την αναισθησία και τη διαφθορά, σημαδεμένοι από ένα διαχρονικό αίσθημα απώλειας, της πίστης ότι μπορεί κάτι να αλλάξει.

Bλέπω ένα σωρό ανθρώπους γύρω μου έξυπνους και ευαίσθητους που δεν αντιδρούν και δεν διαμαρτύρονται για να μη γίνουν γκρινιάρηδες και γραφικοί, να ξοδεύουν όλο το χάρισμά τους για το αυτονόητο. Ξέρω πολλούς, και όσο περνάει ο καιρός γίνομαι όλο και πιο σίγουρη πως τέτοια ζωή στην πόλη δεν μας αξίζει. Δεν μας αξίζει μια ζωή σουρεαλιστική που κάθε μέρα ξεπερνάει την προηγούμενη και εμείς δεν είμαστε υποψήφιοι για όσκαρ επιβίωσης, τουλάχιστον. Aλλά φοβάμαι πως για άλλη μια φορά θα περιμένουμε να λύσουμε το θέμα από το φθινόπωρο.


Είμαστε τρελαμένοι και απαθείς μαζί, και μεταθέτουμε τα θέματα της ζωής μας να τα λύσουμε μετά...