Κατοικιδια

Παλεύω με τον εαυτό μου να μην της δώσω όνομα

Μήπως Ρόζα;

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 920
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υιοθετώντας ένα αδέσποτο γατάκι. 

Λέω σε όλους πως δεν πρόκειται για σχέση. Πώς, επειδή ένωσε τους δρόμους μας μια στιγμή ανάγκης, στις αρχές της Μεγάλης Βδομάδας, κανένα συμβόλαιο δεν έχουμε υπογράψει να πορευτούμε μαζί στο διηνεκές. Το λέω και σ’ εκείνη ενώ στέκεται απορροφημένη μπροστά σ’ έναν πίνακά μου στον τοίχο όπου έχει προσγειωθεί μια μύγα.

«Δεν βαριέσαι. Είμαστε, δεν είμαστε, τίποτα δεν είμαστε», μου απαντάει τηλεπαθητικά.

Έχοντας ζήσει μαζί της τις τελευταίες έξι μέρες, ξέρω πώς να μεταφράσω αυτόν τον ανέμελο μηδενισμό. Καθόλου δεν δηλώνει παραίτηση ή αδιαφορία. Αντιθέτως, η ενέργεια που εκλύει το μικροσκοπικό κορμί είναι αντίστοιχη ενός ολυμπιονίκη στην κορυφή των επιδόσεών του. Σημαίνει, πιστεύω, ότι σ’ έναν ολοκαίνουργιο κόσμο όπως ο δικός της –δεν έχει κλείσει χρόνο– δεν υπάρχει χρόνος να σπαταληθεί σε σκέψεις για το μέλλον. Ανήκει κι αυτή στη σχολή της Janis Joplin: “Tomorrow never happens, man! It’s the same fucking day!” 

Δεν μπορώ να πω πως την αδικώ – τι χρειάζεται η σκέψη, όταν είσαι όλος σκέτη αλήθεια; Την παρακολουθώ με ένα κράμα θαυμασμού, εκνευρισμού και ζήλειας, στρογγυλοκαθισμένη πίσω απ’ το τιμόνι των αισθήσεών της. Με ακολουθεί αθόρυβα σε όλο το σπίτι και, από το πουθενά, λες και βγήκε μέσα από το παπούτσι μου, εκτινάσσεται μπροστά για να πάει να καρφωθεί στη στοίβα με τα ρούχα για άπλωμα. Παρομοίως, όταν βλέπει, ακούει ή μυρίζει κονσέρβα, το όποιο φρένο καταλύεται και συμπεριφέρεται σαν να θέλει να κάνει μπάνιο στο φαγητό της. Στο πλησίασμά της, οι κουρτίνες καταλαμβάνονται από τρομώδη ρίγη, το ψυγείο εξηγεί ψυχρά ότι δεν είναι πεδίο αναψυχής, η μπανιέρα έχει παραδοθεί αμαχητί στην καινούργια χρήση της ως πίστα σλάλομ.

Η πραγματική πρόκληση δεν είναι τίποτα απ’ αυτά. Είναι ο γηραιός, προϋπάρχων ένοικος, που, μετά από δέκα χρόνια αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας του χώρου, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή διασάλευση. «Ποια είν’ αυτή η ασύδοτη παρείσακτη;», μουρμουρίζει με πίκρα. «Γιατί βρίσκεται εδώ;»

Χρησιμοποίησα κάθε γνωστό κόλπο για να απαλύνω το πλήγμα. Το κλουβί της καλυμμένο με ύφασμα, ώστε η πρώτη επαφή να γίνει μόνο με τη μυρωδιά. Ξεχωριστά δωμάτια ώστε να μην υπάρχει οπτική επαφή (σ’ ένα διαμέρισμα 45 τετραγωνικών!) Ξεχωριστά μπολ νερού και φαγητού, στα οποία μονίμως κινδυνεύω να σκοντάψω. Εις μάτην. Οι εκδηλώσεις άγχους και αποτροπιασμού εκ μέρους του δεν λένε να κοπάσουν. Κι όχι μόνο αυτό. Η μικρή, που αρχικά τον αντιμετώπιζε με φόβο και απορία, τα έχει πλέον πάρει με την τόση κατάφορη εχθρότητα και την ανταποδίδει τώρα στο ίδιο μέτρο.

Η τελευταία εξέλιξη στον πασχαλινό εμφύλιο που μαινόταν στο σπίτι, πλήρως αποκαρδιωτική. Εκείνος αποχώρησε! Αποσύρθηκε στο μπαλκόνι του διπλανού διαμερίσματος, άδειο εδώ και κάποια χρόνια, όπου περνάει όλη τη μέρα και νύχτα, και εμφανίζεται μόνο για φαγητό. Ενόσω τρώει, κάνει διαλείμματα για να οσμιστεί καχύποπτα τον αέρα. 

Η θέση μου, βέβαια, δεινή. Τοιχοκόλλησα σήμερα το τετράγωνο με φωτογραφίες της, υπερθεματίζοντας τις αρετές της, την ανάρτησα στα social media, την κουβάλησα και σ’ έναν φίλο που είχε υπαινιχτεί ενδιαφέρον... Μάταια. Περιμένω πια έναν από μηχανής θεό, μια αίσια συγκυρία, ένα ευήκοον ους. Και παλεύω, ειλικρινά, με τον εαυτό μου, να μην κάνω αυτό που ξέρω πως δεν πρέπει: να μην της δώσω όνομα!