Κατοικιδια

Hello and goodbye: Καλωσορίζοντας και αποχαιρετώντας μια γάτα

«Απέτυχα πάλι να κρατήσω την καρδιά μου αλώβητη. Τα ζώα έχουν έναν τρόπο και στο κάνουν αυτό. Η παντελής αθωότητά τους είναι η ύψιστη δολιότητα»

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 918
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν θα έμενε για πολύ. Οπότε μπορούσα να την αγαπήσω χωρίς φόβο. Συγκεκριμένα, χωρίς τον φόβο της δέσμευσης. Πιο συγκεκριμένα, χωρίς τον φόβο ότι θα φορτωνόμουν τη φροντίδα της.

Μπορούσα, λοιπόν, να απολαύσω ελεύθερα τις κωλοτούμπες της, το ψέλλισμα που είχε για φωνή, την ασυγκράτητη περιέργειά της (ώστε όοολο αυτό είναι ντουλάπα, ε; Κι αυτό καλάθι με άπλυτα; Κι αυτό εδώ κρεβάτι; Τι λες τώρα!).

Γοητευτικότερο όλων η ορμή της, η αψηφισιά και η όρεξή της να δοκιμάσει και να συνδιαλλαγεί με τα πάντα (εκτός από τη χλωρίνη, ευτυχώς, και τη μυρωδιά του λεμονιού). Το πόσο δοσμένη είναι στη ζωή, που το έχει στο τσεπάκι, για κάποιους από μας είναι κάτι σαν καθημερινός στόχος.

Της είχα δώσει ένα όνομα, αλλά ποτέ δεν την φώναζα μ’ αυτό – το κρατούσα κρυφό. Εντάξει, μερικές φορές μου ξέφευγε, αλλά το να μη δεθώ μαζί της ήταν θέμα αρχής. Ήταν η παλιά, καλά εξασκημένη, στρατηγική επιβίωσης. Απόλυτα δικαιολογημένη. Aς ειπωθεί και αυτό:

Είμαι πέντε ή έξι χρονών και στεκόμαστε με τη γιαγιά δίπλα σ’ ένα ποτάμι. Στα χέρια της κρατάει μια πλαστική σακούλα που μέσα της συστρέφονται τρία νεογέννητα γατάκια. Μιλώντας ανάλαφρα για τούτο και για κείνο, η γιαγιά δένει τις άκρες της σακούλας και τη ρίχνει στο νερό. Μετά γυρνάει να φύγει κάνοντάς μου νόημα να την ακολουθήσω. Ακούω τα νιαουρίσματα να εξασθενούν, καθώς η σακούλα απομακρύνεται με το ρεύμα. Παίρνω τη γιαγιά από πίσω, με την άδηλη απορία αν κάποιος θα παραλάβει τα γατάκια πιο κάτω στο ποτάμι. Γιατί αν όχι, τότε θα φτάσουν μέχρι τη θάλασσα. Και τότε… τι θα γίνει;

Εντέλει, απέτυχα πάλι να κρατήσω την καρδιά μου αλώβητη. Τα ζώα έχουν έναν τρόπο και στο κάνουν αυτό. Η παντελής αθωότητά τους είναι η ύψιστη δολιότητα. Υπερκεράζουν τις άμυνές σου, they get under your skin. Δεν το είχα πάρει χαμπάρι μέχρι το σημερινό τηλεφώνημα: «Έλα φερ’ τη μου. Αλλά σήμερα. Φεύγω το βράδυ για το νησί και μπορώ να την πάρω μαζί μου».

Δέχομαι τα «καλά» νέα σαν ψυχρολουσία. Κάτι μέσα μου συρρικνώνεται και φυλλορροεί. Μουρμουράω ένα «Ωραία, εντάξει, θα σε πάρω λίγο αργότερα» για να κερδίσω χρόνο.

Μετά, ακριβώς όπως κάνει κι εκείνη, στήνω καβγά με την ουρά μου: «Μα αφού τα ’χουμε πει! Γιατί επιτρέπεις στον εαυτό σου να βρεθεί πάλι σ’ αυτή τη θέση;  Ή έτσι ή αλλιώς, αποφάσισε. Από καμιά κατάσταση δεν μπορείς να έχεις μόνο τα καλά…» Αναγνωρίζω τη φωνή της λογικής, ξέρω ότι έχει απόλυτο δίκιο αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν την απεχθάνομαι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Αναγνωρίζω πως ετούτη η διαπραγμάτευση, εκτός από βασανιστική, μπορεί να αποβεί και μοιραία. Σύντομα σχηματίζω απρόθυμα τον αριθμό του νησιώτη. «Στη φέρνω. Όμως κοίτα, δεν μπορώ να σου αφήσω το κλουβί, οκ; Μπορεί να το χρειαστώ».

Ο όρος γίνεται δεκτός. Πρόκειται βέβαια για μια ύστατη, ασθενική απόπειρα να αποτρέψω το αναπόφευκτο. Κάνω, επομένως, τα στραβά μάτια και αφήνω την ερώτηση για ποιον θα μπορούσα να χρειαστώ το κλουβί αναπάντητη.

Τη βρίσκω να κοιμάται κουλουριασμένη σε μια γλάστρα, σαν καρτ ποστάλ φιλοζωικής εταιρείας. «Έλα σήκω», της λέω μαλακά. «Ετοιμάσου. Έχεις ταξίδι μπροστά σου. Θα γνωρίσεις τη θάλασσα».