Κατοικιδια

Σε βλέπω να το σκέφτεσαι

Ήταν ώρα να αποφασίσεις με ποια ζωή θα πας και ποια αφήσεις

Λένα Διβάνη
ΤΕΥΧΟΣ 893
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η συγγραφέας Λένα Διβάνη γράφει για την απόφαση να μαζέψεις ένα αδέσποτο γατάκι.

Σε βλέπω να το κρατάς αγκαλιά και να μη θέλεις να το αφήσεις. Έξω από μια ταβέρνα λούφαζε ακίνητο και κάπως ανεμοδαρμένο. Το άρπαξες – ούτε μικρόβια σκέφτηκες, ούτε νύχια, ούτε τίποτα. Αυτό –μια σταλίτσα πράμα χνουδωτό, ένας τίγρης δέκα εκατοστών και χεσμένος από φόβο– στην αρχή φρίκαρε, αλλά αμέσως μετά άραξε και βολεύτηκε για τα καλά στην κόκκινη αγκαλιά που του ’στειλε το σύμπαν από το πουθενά.

Σε έβλεπα πρώτα να αφήνεσαι στο δώρο της πρωτόγνωρης αίσθησης ότι ένα πλασματάκι εξαρτάται απολύτως από σένα και δεν ζητάει παρά το χάδι σου. Ούτε όμορφη, ούτε πλούσια, ούτε υπεργαμάτη χρειάζεται να είσαι, αρκεί να ανοίξεις, να το στριμώξεις κι αυτό στη ζωή σου και να μην το αφήσεις πια μόνο του στους δρόμους. Δεν το νοιάζει αν το σπίτι σου είναι ρετιρέ και η ταπετσαρία του οίκου Γκούτσι, μια γωνιά στον καναπέ σου θέλει.

Μετά ήρθε η ευλογημένη, η καταραμένη λογική. Δουλεύεις πολύ, λείπεις πολύ, δεν προλαβαίνεις να φροντίσεις τον εαυτό σου, άλλο μπελά θα βάλεις στο κεφάλι σου; Οι φίλοι σου δίπλα συνηγορούν: Τι το θες; Θα γεμίσεις τρίχες και είσαι σιχασιάρα, θα μετανιώσεις πικρά. Θα σου σκίσει τον καναπέ τον δερμάτινο που χρυσοπλήρωσες, κρίμα δεν είναι;

Σιγά σιγά η αγκαλιά σου χαλάρωσε. Πληρώσατε και θα φεύγατε, ήταν ώρα να αποφασίσεις με ποια ζωή θα πας και ποια αφήσεις. Κι έκανες αυτό που κάνουμε όλοι: διαλέγουμε αυτό που ξέρουμε, οι βλάκες. 

Το άφησες με σφιγμένη καρδιά στο τσιμέντο όπου το βρήκες, έκανες μεταβολή κι έφυγες.
«Γιατί, βρε βλάκα, κιότεψες;», σκέφτηκε ο τίγρης των δέκα εκατοστών καθώς σε κοιτούσε να το βάζεις στα πόδια. «Τόσα πράγματα θα σου μάθαινα. Να μη φοβάσαι όταν σ’ εγκαταλείπουν πρώτα απ’ όλα…»