Κατοικιδια

Τι μου δίδαξε η γάτα μου για τα videogames

Η χαρά της ελαττωματικής επικοινωνίας

Γιώργος Δρίτσας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι γάτες και τα videogames έχουν ένα κοινό: τη χαρά του να πασχίζουμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους.

Είναι δύσκολο να πω ότι «έχω γάτα» με αυτοπεποίθηση, εκτός αν εννοώ ότι η γάτα μου έχει αυτοπεποίθηση. Η γάτα μου είναι, ακόμα και για γάτα, υπερβολικά ανυπάκουη. Επικοινωνούμε όμως. Εγώ, έχω μάθει να αναγνωρίζω αν το νιαούρισμα σημαίνει «πεινάω», «άνοιξε», «βαριέμαι» ή «μου τη σπας, ρε ηλίθιε» κι αν το δάγκωμα σημαίνει «θέλω να παίξω» ή «θέλω να γευτώ αίμα», κι εκείνη, μία στις πέντε, κατεβαίνει απ’ το τραπέζι αν βάλω τις φωνές. Καμιά φορά θέλω να πνίξω τη γάτα μου στα φιλιά κι άλλες φορές με κάνει να πνίγομαι.

© Γιώργος Δρίτσας

Δε νομίζω ότι θα μου άρεσε να μπορώ να ελέγχω τη γάτα μου. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι είμαστε φίλοι και, πραγματικά, δεν θα τη σταματούσα ποτέ απ’ το να αποδράσει. Η προσπάθειά μας να επικοινωνούμε, ατελώς, είναι σαν παιχνίδι και την απολαμβάνω κάθε μέρα. Δεν είναι πολύ όμορφονα έρχονται κοντά τα μακρύτερα και να βρίσκονται δίοδοι επικοινωνίας εκεί που φαίνεται αδύνατο; Μάλιστα, ειδικοί λένε ότι οι γάτες δε νιαουρίζουν τόσο μεταξύ τους, όσο με τους ανθρώπους και σίγουρα οι άνθρωποι δεν κάνουν τόσο «ψιψιψί» ο ένας στον άλλον, όσο ψιψιψίζουν στις γάτες. Είναι μια διαπραγμάτευση, μια συνάντηση στη μέση ή, τέλος πάντων, στα δύο τρίτα προς την γάτα. Αλλά, την κατηγορείς; Τον μεγαλύτερο εγκέφαλο συνοδεύει και το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στη διαπραγμάτευση με τους μικρούς μας φίλους, ανθρώπους ή μη.«With great power, comes great responsibility», που είπε κι ο θείος Μπεν.

Δε θα θίξω, αυτή τη φορά, τη σχέση μας με το ρισπονσιμπίλιτι απέναντι στα άλλα ζωάκια, γιατί έχουμε άλλο τόπικ. Το τόπικ είναι αυτό το παιχνίδι της επικοινωνίας και το τι μας διδάσκει για τα παιχνίδια. Εν προκειμένω, τα βίντεοπαιχνίδια. Και τα βιντεοπαιχνίδια δεν είναι «απλώς» ένα ακόμα είδος παιχνιδιού, γιατί τα διαφοροποιεί μια τεράστιας σημασίας παρουσία: ο υπολογιστής. Οι γάτες και οι υπολογιστές έχουν ένα μεγάλο κοινό: δεν καταλαβαίνουν τι τους λέμε, αν δεν το πούμε ακριβώς όπως το καταλαβαίνουν. Συνήθως, όταν μεσολαβεί υπολογιστής σε καθημερινές διαδικασίες, το ιδανικό σενάριο είναι η τέλεια εκτέλεση της εντολής, με την ελάχιστη περιπλοκότητα στη δήλωσή της. Δεν θες να περάσεις πάνω από τρία δευτερόλεπτα προσπαθώντας να καταλάβεις πώς, για παράδειγμα, να πάρεις εισιτήριο από τον αυτόματο πωλητή εισιτηρίων. Ακόμα και σε τόσο απλές διαδικασίες, όμως, υπάρχουν στιγμές που η επικοινωνία καταρρέει και εσύ καταριέσαι αναρωτώμενος, γιατί δεν κάνει απλά, το απλό πράγμα που θες.

Όταν, όμως, υπάρχει η διάθεση, τα επικοινωνιακά εμπόδια γίνονται ευκαιρίες για παιχνίδι. Δεν ήμουν ποτέ γάτα, αλλά φαντάζομαι ότι κι η γάτα μου προσπαθεί, με κάποιο βαθμό συνειδητότητας, να επικοινωνήσει μαζί μου. Η απάντηση «είναι ένστικτο» είναι μια κενή απάντηση. Μπορούμε, με τον ίδιο τρόπο, να ορίσουμε το ένστικτο ως αιτιακή αφετηρία για ένα σωρό ανθρώπινες δραστηριότητες και, πράγματι, υπάρχουν ισχυρά ασυνείδητα κίνητρα, αλλά η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι όλοι έχουμε εμπειρίες -συνειδητές εμπειρίες- αυτών των δραστηριοτήτων. Ένα σενάριο:

Είναι πρωί κι ακόμα χουζουρεύω. Η γάτα, όμως, έχει άλλα σχέδια. Στόχος της είναι να μου επικοινωνήσει το γεγονός ότι έχει άλλα σχέδια, καθώς και την επείγουσα φύση τους, και να με σηκώσει από το κρεβάτι για να υποστηρίξω την υλοποίησή τους. Ξεκινάει οικονομικά: χρησιμοποιεί τη φωνή της εξ αποστάσεως, ακόμα κι αν δεν έχουμε οπτική επαφή. Αυξάνει το ρυθμό, τον τόνο της, την ένταση, αλλά τίποτα. Προχωράει, λοιπόν, σε πιο άμεση προσέγγιση. Σκαρφαλώνει κάπου που να με βλέπει και να τη βλέπω και με καρφώνει με το βλέμμα της. Επιστρατεύει υβριδικές τακτικές, με συνδυασμό φωνής και σιωπηλού αλλά ηχηρά επίμονου βλέμματος. Αν όλα αυτά δεν επαρκέσουν –και συχνά δεν επαρκούν– δε διστάζει να σωματικοποιήσει τη δήλωσή της, κυρίως εις βάρος του δικού μου σώματος, με όπλο το δικό της βάρος. Εννοώ, πηδάει πάνω μου και με ποδοπατάει.

Μπορώ να το δω στο σώμα του, στην ουρίτσα του και στην αλλαγή της χροιάς του, ότι το γατί αισθάνεται ωραία, όταν επιτέλους τα καταφέρνει. Δε θα το έλεγα περήφανο, αλλά σίγουρα χαρωπό. Ακόμα και χωρίς κατανόηση της κατάστασης, το ψιψίνι βιώνει μια λύτρωση, μια λύση των αρνητικών του συναισθημάτων που, μάλιστα, επέφερε το ίδιο. Από την υποθετική οπτική του γατιού, αυτή η εμπειρία μοιάζει αρκετά με videogame και καθρεφτίζει εν μέρει τη δική μου, όταν προσπαθώ να επικοινωνήσω μαζί του τα δικά μου σχέδια (πχ. πλιζ κατέβα απ’ το τραπέζι).

Το να παίζεις videogames έχει πολλά «μηχανικά» ζητήματα, του πώς θα υλοποιήσεις την πρόθεσή σου μέσα στο παιχνίδι. Αυτή η πρόθεση, όμως, και η εκδήλωσή της στο μηχάνημα, με όρους που προκαλούν την επιθυμητή απόκριση, είναι ο πυρήνας της εμπειρίας. Το χειριστήριο που κρατάω, είναι ένας ακόμα μεσολαβητής που «συμπιέζει», περιορίζει τις αναρίθμητες επικοινωνιακές μου προθέσεις σε όσες μόνο είναι προγραμματισμένος να μεταφράσει για τον δέκτη, δηλαδή το videogame. Επειδή όταν παίζουμε videogames επιθυμούμε να παίξουμε, αυτές οι επικοινωνιακές δυσκολίες γίνονται όλο το παιχνίδι. Το παιχνίδι «καταλαβαίνει» ότι κατάλαβα κάτι, όταν το δηλώνω όπως αυτό προσδοκά. Αυτό που κάνει τα videogames τόσο ελκυστικά, μεταξύ άλλων, είναι αυτή η πολυπόθητη απόκριση. Η απόκριση που απολαμβάνει η γάτα μου όσο κι εγώ και που δίνει σε όλα τα πράγματα τη «ζωντάνια» τους.

Όταν καταλαβαίνω τι πρέπει κάνω, επειδή έχω επεξεργαστεί σωστά τις πληροφορίες που μου δίνει το παιχνίδι και κατανοώ πώς το χειρίζομαι. Η υλοποίηση του εγχειρήματός μου – από την αποφυγή ενός χτυπήματος και το άλμα στη σωστή πλατφόρμα, ως το άνοιγμα μιας πόρτας αντί μιας άλλης – είναι και η απόδειξη, με τους όρους του παιχνιδιού, αυτής της κατανόησης. Αναγνωρίζοντας την εκτέλεση αυτής της πρόθεσης το παιχνίδι αποκρίνεται με τρόπο συγχαρητήριο. Ξέρω ότι η απόκρισή του είναι θετική, γιατί αυτή ή μια παρόμοια, προσδοκούσα αν το πείραμά μου πετύχαινε. Αν ανοίξω τη σωστή πόρτα έχει θησαυρό, όχι τέρας, ας πούμε.

Φυσικά, τα videogames διαφέρουν μεταξύ τους όσο και οι γάτες. Σχεδιαστικά, ένα παιχνίδι μπορεί να είναι εξαιρετικά αποκριτικό ή και σχεδόν καθόλου. Παρατηρούμε, πάντως, ότι η φαντασίωση που συνδέεται τόσο πολύ με τα videogames, το να μπορώ κάνω «οτιδήποτε», η απόλυτη δύναμη πάνω στο πράγμα, είναι πολύ λιγότερο ικανοποιητική απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Αντιθέτως, όταν δεν παίζω απλά το παιχνίδι, αλλά με «παίζει» κι αυτό, ακόμα κι όταν με περιπαίζει, η ικανοποίηση είναι πολύ βαθύτερη. Νομίζω ότι παιχνίδια όπως της From Software (Dark Souls, Elden Ring) έχουν αγαπηθεί πολύ για αυτό. Είναι κόσμοι που απαιτούν προσοχή για να κατανοηθούν, που δεν υποτάσσονται κατευθείαν για παρέχουν μια ρηχότερη αίσθηση δύναμης. Στο επικοινωνιακό παιχνίδι με τη γάτα, ισχύει το ίδιο. Είναι πιο ευχάριστο να αλλάζει χέρια (ή πόδια) ο έλεγχος.

Το παιχνίδι μου δίνει κάποιον έλεγχο, μου δίνει ένα χειριστήριο, αλλά διατηρεί τον περισσότερο. Το συναντάω δηλαδή, μάλλον, στα δύο τρίτα προς εκείνο, επικοινωνιακά, παρότι η σχέση μας είναι σχεδιασμένη για να ικανοποιεί εμένα (μόνο για μένα υπάρχει δυνατότητα ικανοποίησης). Αυτή είναι, σαφώς, μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ υπολογιστή και γάτας.