- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι γιαγιάδες μου –μακαρίτισσες και οι δυο- ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα πλάσματα. Και δεν ήταν μόνο που διέφεραν μεταξύ τους, ήταν κι ανάποδα συνδυασμένες με τα παιδιά τους. Η μαμά του πατέρα μου, η συνονόματη, ήταν μια γλυκύτατη γυναίκα που μας τραγουδούσε «Κοιμήσου αγγελούδι μου» και μας έστελνε πεσκέσι καρυδόψιχα και λουλούδια από τον κήπο της. Η μαμά της μαμάς, η γιαγιά-Βάσω, ήταν μια περίπτωση από μόνη της. Παντρεμένη με το ζόρι στα 12, μητέρα τεσσάρων παιδιών ως τα 20 και χωρισμένη με δική της απόφαση στα 25, ήταν δυναμική και θορυβώδης. Κάπνιζε μανιωδώς, έβλεπε ποδόσφαιρο, άκουγε λαϊκά και μιλούσε αθυρόστομα, με τρόπο εξαιρετικά ασυνήθιστο για γυναίκα της εποχής της –και για γιαγιά, επίσης.
Από την πρώτη γιαγιά θυμάμαι λίγα και όμορφα, καθώς ζήσαμε μαζί λιγότερο. Από τη δεύτερη θυμάμαι περισσότερα, πολλά από αυτά αστεία, εκ του χαρακτήρος της που αγαπούσε καυγάδες, εκρήξεις και μεγάλες πλάκες. Ανάμεσα σε άλλα, της χρωστώ κι ένα τραγούδι που με σημάδεψε μέσα στα χρόνια και ήταν το αγαπημένο της. Γιατί η γιαγιά, εκεί που έκανε τις δουλειές της και τα φημισμένα της γλυκά, συχνά με το τσιγάρο στο χέρι, άκουγε μουσική στη διαπασών, τραγουδώντας πάνω απ΄την εγγραφή. Και τη θυμάμαι να βάζει τα αγαπημένα της τραγούδια σε επανάληψη, ξανά και ξανά, βγάζοντας έτσι όλον της τον καϋμό.
Γνώρισα τον «Κυρ-Θάνο» του Γρηγόρη Μπιθικώτση ως το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς. Το άκουγε με τη φωνή του και κάπως έσπαγε πάντοτε στην κλιμάκωση της ιστορίας, εκεί που ο κυρ-Θάνος πέθανε παραπονεμένος, έχοντας δώσει ως ενέχυρο τον αγαπημένο του μπαγλαμά. Κι έτσι τον πρωτοέμαθα κι εγώ, σαν «τραγούδι εποχής» που δεν μου έλεγε πολλά, πέρα απ΄το ότι ήταν το τραγούδι της.
Το ξαναάκουσα αργότερα, στο τρέξιμο, ανάμεσα στις παράξενες μουσικές που με συνοδεύουν στο δρόμο. Με τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, σε δεύτερη εκτέλεση. Με τον τρόπο που ακούς μουσική τρέχοντας, όταν εγγράφονται μέσα σου οι στίχοι, τους ακούς απευθείας, χωρίς μεσολάβηση. Εκεί, στην επανάληψη, ανακάλυψα έναν από τους κορυφαίους στίχους του Κώστα Βίρβου: «μα κανείς δεν ρώτησε, τάχα γιατί κλαίει» κι αμέσως μετά «τον καϋμό του αλλουνού ποιος τον εννοεί».
Κόλλησα μ΄αυτόν τον στίχο. Με συντρόφεψε σε δύσκολες μέρες, με παρηγόρησε καθώς με έκανε να σκεφτώ πως κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει. Γύρισα σ΄αυτόν συχνά για να θυμηθώ –και να αποδεχτώ- πως εξ ορισμού κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Πως μπορεί να θέλει και να προσπαθεί, αλλά κανείς δεν θα καταλάβει τον πόνο μας ακριβώς, κανείς δεν θα ζήσει τη δική μας ιστορία.
Κι αυτός ο στίχος, που ουσιαστικά τον γνώρισα τρέχοντας, εμπεδώθηκε άλλο τόσο στο δρόμο. Στα χρόνια που τρέχω, γνώρισα λογής και λογής δρομείς. Επαγγελματίες κι ερασιτέχνες, γρήγορους κι αργούς, περισσότερο ή λιγότερο φιλόδοξους. Δρομείς εγκάρδιους με τους άλλους ή μοναχικούς, χαμογελαστούς ή σύννοες. Καθένας τους έχει την ιστορία του. Τον καϋμό του. Καθένας βγαίνει στο δρόμο για τον δικό του λόγο και βγάζει στο δρόμο τις δικές του έγνοιες. Πίσω απ’ τους τερματισμούς και τα μετάλλια, πίσω απ’ τα προσωπικά ρεκόρ και τις επιτυχίες, από την ικανοποίηση κάθε δρομικού επιτεύγματος, υπάρχουν μια προσωπική διαδρομή και μια προσωπική ιστορία -διαφορετική για τον καθένα. Υπάρχουν άνθρωποι που διαλέγουν το δρόμο για να γνωρίσουν τη δύναμή τους ή να την θυμηθούν, όταν το χρειάζονται. Άνθρωποι που τρέχουν για να ξεπεράσουν ασθένειες ή να βρουν νέο βηματισμό και σιγουριά μετά από αυτές. Άνθρωποι που επιλέγουν αυτόν τον τρόπο για να διαχειριστούν απώλειες και να τα βγάλουν πέρα με αλλαγές, συχνά ζόρικες. Κι άλλοι που τρέχουν για να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση, τόσο χρήσιμη για άλλες διαδρομές, στην κανονική ζωή.
Είναι πολλές οι ιστορίες που έμαθα τρέχοντας κι ακούγοντας τους δρομείς –συχνότερα σε τυχαίες κουβέντες και σπανιότερα σε εξομολογήσεις επί τούτου. Έτσι έμαθα να σέβομαι περισσότερο τις σιωπές, την προσπάθεια και τις υπερβάσεις –κι ας μην είναι αυτές, οι τελευταίες, ορατές σε όλους. Τρέχοντας ξεπερνά κανείς πρωτίστως τον εαυτό του, τις κάθε λογής δικές του δυσκολίες. Δαχειρίζεται τον δικό του, άγνωστο, καϋμό. Και, με το ίδιο μέτρο, αναγνωρίζει και σέβεται εκ προοιμίου «τον καϋμό του αλλουνού». Κι ας μην ξέρει τις συντεταγμένες του. Το «ποιος τον εννοεί» παραμένει αδιάψευστη αλήθεια. Μα η ύπαρξή του, από μόνη της, ως παραδοχή κάποτε αρκεί.