Health & Fitness

Εσωστρεφείς ενωθείτε

Εσωστρεφείς vs Εξωστρεφείς: Ένα διαχρονικό ντιμπέιτ

Ελένη Χελιώτη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι εσωστρεφείς άνθρωποι και οι προκλήσεις της καθημερινότητας

Μας αρέσει να σκεφτόμαστε δυαδικά. Άσπρο-μαύρο. Μας είναι πιο ξεκάθαρο, πιο σαφές. Λιγότερες πιθανότητες για παρεξήγηση ή περαιτέρω ανάλυση. Τη βρίσκουμε με τα υπέρ και τα κατά, τα δύο πάντα είδη ανθρώπων σε διάφορες κατηγορίες, π.χ. οι πρωινοί τύποι και οι βραδινοί, οι δραστήριοι και οι τεμπέληδες, του φαγητού ή του γλυκού. Υπάρχει όμως μια ευρύτερη, γενικότερη δυάδα που ξεκίνησε το 1920 από τον Carl Jung και οργιάζει μέχρι και σήμερα στο διαδίκτυο: εσωστρεφείς vs εξωστρεφείς. Ready? Fight.

Εσωστρεφείς vs Εξωστρεφείς: Ένα διαχρονικό ντιμπέιτ

Η μυθολογία γύρω από τις δύο αντίπαλες προσωπικότητες έχει πια πάρει τεράστιες διαστάσεις και τα χιουμοριστικά memes που κυκλοφορούν (κυρίως για τους εσωστρεφείς ανθρώπους) διασκεδάζουν όσο ενημερώνουν…κατά κάποιο τρόπο. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι κατά βάση ένας εξωστρεφής κόσμος, και εμείς οι εσωστρεφείς άνθρωποι παλεύουμε να περιηγηθούμε μέσα σε αυτόν, με το τηλέφωνο στο αθόρυβο.

Τα στερεότυπα είναι αμέτρητα και τα περισσότερα ισχύουν. Το πιο σημαντικό όμως που οφείλουμε να καταλάβουμε είναι ότι τα κουσούρια μας δεν είναι από επιλογή. Όταν λέμε ότι μετά από ώρες κοινωνικοποίησης οι μπαταρίες μας έχουν αδειάσει και χρειαζόμαστε μια μέρα ησυχίας, ηρεμίας και μοναξιάς για να έρθουμε και πάλι στα ίσα μας, δεν κάνουμε νάζια, ούτε το παίζουμε δύσκολοι. Το εννοούμε.

Ο Jonathan Rauch έγραψε ένα εκπληκτικό άρθρο τον Μάρτιο του 2003 στο The Atlantic Review με τον τίτλο «Πως να φροντίσετε τον εσωστρεφή φίλος σας» (Caring for your Introvert), στο οποίο, δηλώνοντας πως και ο ίδιος είναι εσωστρεφής, ενημερώνει πως ξεκίνησε αυτός ο διαχωρισμός και πως ενώ οι εσωστρεφείς άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν την ανάγκη των εξωστρεφών ανθρώπων να είναι περιτριγυρισμένοι από άλλους και να βρίσκονται σε μια οριακά μόνιμη κοινωνική εγρήγορση, αντίστοιχα οι εξωστρεφείς έχουν ελάχιστη έως μηδαμινή αντίληψη και κατανόηση της εσωστρέφειας.

«Υποθέτουν πως λίγη παρέα, και ιδιαιτέρως η δική τους, είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Δεν μπορούν διανοηθούν γιατί κάποιος έχει την ανάγκη να είναι είναι μόνος.» Και ενώ ο ίδιος έχει προσπαθήσει να το εξηγήσει, δεν αισθάνθηκε ποτέ ότι έγινε πραγματικά αντιληπτός. «Ακούν για λίγο, και μετά συνεχίζουν να μιλάνε ακατάπαυστα.»

Αυτή η έλλειψη κατανόησης και αντίληψης οδηγεί και σε πολλές λανθασμένες πεποιθήσεις όμως. Με την ατελείωτη όρεξή τους για συζήτηση και προσοχή, οι εξωστρεφείς κυριαρχούν και στην κοινωνική ζωή, έτσι τείνουν να θέτουν προσδοκίες. Στην εξωστρεφή κοινωνία μας, το να είσαι εξωστρεφής θεωρείται φυσιολογικό και επομένως επιθυμητό, ​​ένα σημάδι ευτυχίας, αυτοπεποίθησης, και ηγεσίας. Οι εξωστρεφείς θεωρούνται μεγαλόψυχοι, ζωντανοί, ζεστοί, και ότι έχουν ενσυναίσθηση. Ο όρος «people person» είναι κομπλιμέντο. Αντιθέτως, οι εσωστρεφείς περιγράφονται με λέξεις όπως «επιφυλακτικός», «μοναχικός», «συγκρατημένος», «κρυψίνους»— λέξεις ουσιαστικά που υποδηλώνουν συναισθηματική παρρησία και μικρότητα προσωπικότητας. Οι γυναίκες εσωστρεφείς, υποψιάζεται ο Rauch, πρέπει να υποφέρουν ιδιαίτερα.

Είναι πολλές οι φορές που με έχουν περιγράψει με ένα από αυτά τα κοσμητικά επίθετα πριν με γνωρίσουν καλά. Πιο συγκεκριμένα, η λέξη που άκουγα πιο συχνά ήταν «σνομπ». Η δεύτερη ήταν «μαζεμένη», και η τρίτη «ήσυχη». Εναλλακτικά, ήμουν απλά αόρατη. Δεν είμαι τίποτα από αυτά. Πολύ απλά όταν γνωρίζω κάποιον για πρώτη φορά περισσότερο ακούω και παρατηρώ, παρά μιλάω. Ναι, δεν ανοίγομαι εύκολα. Θα μπορούσες λοιπόν να με πεις «κλειστή». Κι αυτό όμως δεν το κάνω επίτηδες. Έτσι είμαι· και ακριβώς επειδή το αναγνωρίζω, και επειδή ήμουν πολύ περισσότερο κλειστή και ντροπαλή πριν πολλά χρόνια, έκανα μεγάλο αγώνα με τον εαυτό μου να το βελτιώσω στο μέτρο που μπορώ, και υπήρξαν φορές που ξεπέρασα τον εαυτό μου στην προσπάθειά μου να το κάνω.

Κάποια πράγματα όμως δεν αλλάζουν, και ένα από αυτά είναι ότι στην αρχή θέλω πάντα λίγο χρόνο. Αν δω ότι ένας άνθρωπος δεν μου αρέσει ή δεν μου ταιριάζει, δεν θα προσποιηθώ. Δεν μπορώ και να ‘θελα. Αν δεν το πει το στόμα μου, θα το πει το πρόσωπό μου – άλλο ένα αληθινό στερεότυπο. Ένα ακόμα πράγμα το οποίο δουλεύω. Θα είμαι πάντα ευγενής, αλλά δεν θα ασχοληθώ περεταίρω. Sorry, not sorry. Εν έτη 2024, και ακόμα είναι πολλοί οι άνθρωποι που δεν μπορούν να αποδεχτούν – και αντιθέτως προσβάλλονται – από την απλούστατη αλήθεια ότι δεν μπορούμε να είμαστε αρεστοί σε όλους, και δεν γίνεται να συμπαθούμε τους πάντες.

O Rauch μας λέει ότι η επιστήμη έχει μάθει πολλά τα τελευταία χρόνια για τις συνήθειες και τις απαιτήσεις των εσωστρεφών ανθρώπων. Έχει μάθει ακόμη, μέσω εγκεφαλικών απεικονίσεων (τομογραφίες), ότι οι εσωστρεφείς επεξεργάζονται πληροφορίες διαφορετικά από άλλους ανθρώπους. Τι είναι η εσωστρέφεια; Με τη σύγχρονη έννοια, η έννοια πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του 1920 και στον ψυχολόγο Carl Jung. Σήμερα είναι ο βασικός άξονας των τεστ προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένου του ευρέως χρησιμοποιούμενου δείκτη τύπου Myers-Briggs. Οι εσωστρεφείς δεν είναι απαραίτητα ντροπαλοί. Οι εσωστρεφείς δεν είναι μισάνθρωποι, αν και μερικοί από εμάς καταλαβαίνουμε τον Σαρτρ όταν είπε ότι «Η κόλαση είναι οι άλλοι άνθρωποι στο πρωινό».

Οι εσωστρεφείς είναι άνθρωποι που βρίσκουν τους άλλους κουραστικούς. Οι εξωστρεφείς παίρνουν ενέργεια από τους άλλους και μαραζώνουν όταν είναι μόνοι. Συχνά φαίνεται ότι βαριούνται μόνοι τους. Αφήστε έναν εξωστρεφή στην ησυχία του για δύο λεπτά και θα πιάσει το κινητό του. Αντίθετα, μετά από μία ή δύο ώρες κοινωνικής δραστηριότητας, εμείς οι εσωστρεφείς, λέει ο Rauch, πρέπει να «σβήσουμε» και να επαναφορτιστούμε. Αυτό δεν είναι αντικοινωνικό, ούτε είναι σημάδι κατάθλιψης. Δεν απαιτεί φαρμακευτική αγωγή. Για τους εσωστρεφείς, το να είμαστε μόνοι με τις σκέψεις μας είναι εξίσου θεραπευτικό με τον ύπνο, τόσο θρεπτικό όσο το φαγητό. Το μότο μας: «Είμαι εντάξει, εσύ είσαι εντάξει — σε μικρές δόσεις» (I’m okay, you’re okay – in small doses.)

Στην «εξαντλητική» του έρευνα – στη μορφή μιας απλής αναζήτησης στο Google – για το πόσοι άνθρωποι είναι εσωστρεφείς, η απάντηση ήταν περίπου 25%. Ή, το αγαπημένο του αποτέλεσμα, «μια μειοψηφία στον κανονικό πληθυσμό αλλά μια πλειοψηφία στον χαρισματικό πληθυσμό».

Κάπου εδώ λογικά θα αναρωτηθείτε εάν οι εσωστρεφείς άνθρωποι είναι αλαζόνες; Και για αυτό, ο κύριος Rauch έχει την απάντηση, και αυτή είναι ένα κατηγορηματικό «όχι», συμπληρώνοντας ότι αυτή η κοινή παρανόηση έχει ίσως να κάνει με το ότι οι εσωστρεφείς είναι «πιο έξυπνοι, πιο στοχαστικοί, πιο ανεξάρτητοι, πιο ευθυγραμμισμένοι, πιο εκλεπτυσμένοι και πιο ευαίσθητοι από τους εξωστρεφείς.» Επίσης, πιθανότατα οφείλεται στο γεγονός ότι δεν κάνουμε συχνά ψιλή κουβεντούλα (small talk), ένα χαρακτηριστικό που οι εξωστρεφείς συχνά μπερδεύουν με την περιφρόνηση. «Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε πριν μιλήσουμε, ενώ οι εξωστρεφείς τείνουν να σκέφτονται μιλώντας».

Στα τελευταία 21 χρόνια όμως από τη δημοσίευση του άρθρου του Rauch μεσολάβησε και μια πανδημία, και μια έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2021 στο επιστημονικό περιοδικό PLOS One μελέτησε τον αντίκτυπο της πανδημίας σε άτομα με διάφορα χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι η διάθεση επιδεινώθηκε για τους εξωστρεφείς αλλά βελτιώθηκε για τους εσωστρεφείς.

Ο Arthur C. Brooks έγραψε ότι οι ψυχολόγοι βλέπουν την εξωστρέφεια ως ένα από τα Πέντε Μεγάλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, μαζί με την ευχαρίστηση, τη διαφάνεια, την ευσυνειδησία και τον νευρωτισμό. Η θεωρία των Big Five είναι βασικό στοιχείο της ψυχολογίας από τη δεκαετία του 1980, αλλά το 1921 ο Carl Jung υποστήριξε ότι οι δύο ομάδες έχουν διαφορετικούς πρωταρχικούς στόχους ζωής. Οι εσωστρεφείς επιδιώκουν να εδραιώσουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία ενώ οι εξωστρεφείς επιδιώκουν την ένωση με τους άλλους.

Ο γερμανικής καταγωγής ψυχολόγος Hans Eysenck ανέπτυξε περαιτέρω τη θεωρία του Jung στη δεκαετία του 1960, υποστηρίζοντας ότι η γενετική μας καθορίζει τη σχετική εξωστρέφειά μας. Πίστευε ότι η διέγερση του φλοιού – δηλαδή το επίπεδο εγρήγορσης του εγκεφάλου – ήταν πιο δύσκολη για τους εξωστρεφείς από τους εσωστρεφείς, επομένως οι πρώτοι αναζητούν διέγερση στην παρέα άλλων, και ιδανικά στην παρέα νέων ανθρώπων. Μεταγενέστερη έρευνα έδειξε μικτά αποτελέσματα στη συγκεκριμένη θεωρία του Eysenck, αλλά βρήκε σαφείς γνωστικές διαφορές μεταξύ των ομάδων.

Μια κοινή εξήγηση για τη διαφορά ευτυχίας μεταξύ εσωστρεφών και εξωστρεφών προκύπτει από στερεότυπα όπως του Jung και του Eysenck: Οι άνθρωποι είναι εγγενώς κοινωνικά ζώα, επομένως η επαφή φέρνει ευτυχία. Οι εξωστρεφείς αναζητούν την επαφή, άρα οι εξωστρεφείς είναι πιο ευτυχισμένοι. Το γεγονός ότι οι εσωστρεφείς προτιμούν τη μοναξιά και συχνά παλεύουν με την κοινωνικότητα δεν σημαίνει ότι η αποφυγή της επαφής τους κάνει πιο ευτυχισμένους. Σημαίνει απλώς ότι προτιμούν κάτι που τους κάνει δυστυχισμένους.

Μερικοί αγανακτούν με αυτά τα μοτίβα και πιστεύουν ότι δείχνουν έλλειψη πολιτισμικού βάθους. Στο βιβλίο της «Quiet: The Power of Introverts in a World That Can't Stop Talking», η Susan Cain απαριθμεί τις πολλές προόδους που έχουν κάνει οι εσωστρεφείς —από τη θεωρία της βαρύτητας μέχρι την Google— και υποστηρίζει ότι ο θαυμασμός και η επιβράβευση της εξωστρέφειας δεν είναι απλώς άδικος, αλλά εμποδίζει την πρόοδο.

Πέρα από τις ιδιαιτερότητες της εσωστρέφειας και της εξωστρέφειας, υπάρχει ένα σημαντικό μάθημα σε όλο αυτό: Το να παρατηρείς και να μαθαίνεις από ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από σένα είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να μάθεις να είσαι πιο ευτυχισμένος. Πράγματι, η αγάπη για την ανθρώπινη ποικιλομορφία όλων των τύπων, από τον πολιτισμό στον χαρακτήρα μέχρι την πολιτική, απαιτείται για μια πλήρη εκπαίδευση στην ευημερία.

Σε μια χιουμοριστική αλλά άκρως σημαντική προσπάθεια του Rauch να συμβουλεύσει τους εξωστρεφείς ανθρώπους στο πως να φροντίσουν καλύτερα τους εσωστρεφείς φίλους τους, μας λέει: «Πώς μπορώ να αφήσω έναν εσωστρεφή άνθρωπο στης ζωή μου να καταλάβει ότι τον υποστηρίζω και σέβομαι την επιλογή του; Πρώτον, αναγνωρίστε ότι δεν είναι επιλογή. Δεν είναι τρόπος ζωής. Είναι προσανατολισμός. Δεύτερον, όταν βλέπετε έναν εσωστρεφή να χάνεται στις σκέψεις του, μην πείτε «Τι συμβαίνει;» ή «Είσαι καλά;» Τρίτον, μην πείτε τίποτα.»