- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα παιδιά δεν είναι καλά: Η παρουσία smartphones και η ψυχική υγεία
Τα στοιχεία που ολοένα και πληθαίνουν πάνω σε αυτό το σημαντικό ζήτημα
Παιδιά: Το βιβλίο του κοινωνικού ψυχολόγου Jonathan Haidt «The Anxious Generation» σχετικάμε τις αρνητικές επιπτώσεις των smartphones στους έφηβους
Το νέο βιβλίο του κοινωνικού ψυχολόγου Jonathan Haidt «The Anxious Generation» προσφέρει μια επείγουσα έκκληση για δράση. Ο Haidt υποστηρίζει ότι υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι η ευρεία χρήση smartphone από παιδιά και εφήβους προκαλεί κρίση ψυχικής υγείας. Απαιτείται ατομική, συλλογική και νομοθετική δράση για τον περιορισμό της πρόσβασής τους στο smartphone.
Παιδιά: Οι αρνητικές συνέπειες των smartphones στους εφήβους
Πριν από μια δεκαετία, οι γονείς δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τις απειλές που κρύβονται μέσα στα smartphones που έδιναν στους ενθουσιασμένους εφήβους τους. Όμως, τώρα πληθαίνουν τα στοιχεία ότι τα παιδιά που μεγάλωσαν με smartphone αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Ο Haidt αποκαλεί την περίοδο από το 2010 έως το 2015 τη «μεγάλη επανακαλωδίωση» (great rewiring). Αυτή ήταν μια περίοδος κατά την οποία τα νευρικά συστήματα εφήβων «μπήκαν σε τροχιά» για την έκθεσή τους στο άγχος και την κατάθλιψη λόγω της εκτεταμένης καθημερινής χρήσης smartphone.
Τα παιδιά δεν είναι καλά
Οι δύο βασικοί ισχυρισμοί του Haidt είναι ότι η γενιά Gen Z πάσχει από μια μεγάλη επιδημία ψυχικής ασθένειας και ότι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό τα smartphone.
Οι αναγνώστες του βιβλίου θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί και για τους δύο αυτούς ισχυρισμούς – όχι με την έννοια ότι δεν πρέπει να τους πιστέψουμε, αλλά ότι μάλλον δεν πρέπει να είμαστε τόσο πολύ πρόθυμοι να τους αποδεχθούμε. Τελικά, είναι επικίνδυνα εύκολο να πιστέψει κανείς ότι τα παιδιά δεν είναι καλά. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι άλλωστε συχνά απελπίζονται για τις νεότερες γενιές.
Ο Haidt αναγνωρίζει ρητά ότι άλλοι ειδικοί έχουν στραφεί ενάντια στους ισχυρισμούς περί το ευρέως διαδεδομένο άγχος των εφήβων. Σε απάντηση, παραθέτει πρόσφατα στοιχεία από πολλές διαφορετικές πηγές: όχι μόνο αυτοαναφορές προβλημάτων, αλλά σκληρά δεδομένα για αυτοτραυματισμό, ποσοστά αυτοκτονιών, διαγνωσμένες ψυχικές διαταραχές και νοσηλεία ψυχικής υγείας. Ενώ ο Haidt εστιάζει στις ΗΠΑ, παρατηρεί ταυτόχρονες αλλαγές στην ψυχική υγεία των νέων σε πολλές δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας.
Τα συγκεντρωτικά στοιχεία του Haidt δείχνουν σταθερά μια άνοδο, αρχής γενομένης από το 2010 και ξεκινώντας από τα κορίτσια, σε μια σειρά από διαταραχές ψυχικής υγείας των εφήβων και ανησυχίες για την ευημερία. Σε γενικές γραμμές, τα στοιχεία στις ΗΠΑ δείχνουν προβλήματα ψυχικής υγείας που ενώ στο παρελθόν βρίσκονταν περίπου στο 5-10% των εφήβων, έχουν τώρα διπλασιαστεί.
Από τη μία πλευρά, αυτά τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι ο όρος «ανήσυχη γενιά» (anxious generation) είναι κάπως παραπλανητικός. Η μεγάλη πλειονότητα της γενιάς Gen Z δεν έχει αγχώδεις διαταραχές – και από αυτούς που έχουν, σχεδόν οι μισοί θα τις είχαν ανεξάρτητα από τη χρήση smartphone. Από την άλλη, τα ποσοστά παραμένουν ανησυχητικά. Κανένας γονέας δεν θα έδινε στο παιδί του οποιαδήποτε ουσία ήξερε ότι είχε μία στις δέκα πιθανότητες να προκαλέσει ψυχική διαταραχή μέσα σε λίγα χρόνια. Υπάρχουν επίσης δεδομένα που υποδηλώνουν ότι, ακόμη και μεταξύ εκείνων χωρίς διαταραχές, τα παιδιά υποφέρουν όλο και περισσότερο από μοναξιά.
Αναπτυξιακές ανησυχίες
Τα smartphone αρχικά δεν προκάλεσαν σημαντικές αναπτυξιακές ανησυχίες για τα παιδιά. Τα προβλήματα ξεκίνησαν γύρω στο 2010 όταν συνδυάστηκαν με άλλους παράγοντες όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το internet υψηλής ταχύτητας, την μπροστινή κάμερα (η οποία ενθαρρύνει selfies), εθιστικά παιχνίδια, εύκολα προσβάσιμη πορνογραφία και δωρεάν εφαρμογές που μεγιστοποιούν το κέρδος καλλιεργώντας τον εθισμό.
Αυτό το τοξικό τεχνολογικό μείγμα επέτρεψε στα smartphone να καταλάβουν τη ζωή των παιδιών. Τα ποσοστά χρήσης τα οποία ήταν κατά μέσο όρο επτά ώρες την ημέρα άλλαξαν σταδιακά αλλά εις βάθος την «καλωδίωση» στον εγκέφαλο των παιδιών τα οποία βρίσκονταν σε ηλικία ωρίμανσης και εξέλιξης. Ο Haidt πιστεύει ότι αυτή η «επανακαλωδίωση» (rewiring) προκαλεί τέσσερις «θεμελιώδεις ανησυχίες»:
Κοινωνική στέρηση: ένα smartphone «μπλοκάρει» εμπειρίες (experience blocker) με την έννοια ότι καταλαμβάνει ώρες την ημέρα που διαφορετικά θα ξοδεύονταν σε παιχνίδια ή διαπροσωπικές συνομιλίες με φίλους και οικογένεια.
Στέρηση ύπνου: πάρα πολλοί έφηβοι είναι κολλημένοι στα smartphone τους μέχρι αργά το βράδυ ενώ χρειάζονται ξεκούραση.
Κατακερματισμός προσοχής: οι ειδοποιήσεις και τα μηνύματα απομακρύνουν συνεχώς τους εφήβους από την παρούσα στιγμή και τις εργασίες που απαιτούν συγκέντρωση.
Εθισμός: οι εφαρμογές και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν σχεδιαστεί εσκεμμένα για να «χακάρουν» τα τρωτά σημεία στην ψυχολογία των εφήβων, κάτι που τους κάνει ανίκανους να απολαύσουν οτιδήποτε άλλο.
Τα κορίτσια αποδείχθηκαν πιο ευάλωτα στις καταστροφικές συνέπειες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενώ τα αγόρια στα διαδικτυακά παιχνίδια και την πορνογραφία.
Κίνδυνοι για την ψυχική υγεία των εφήβων
Ένα ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου του Haidt είναι η αφήγηση του τρόπου με τον οποίο τα smartphone έγιναν εθιστικά και επικίνδυνα.
Οι έφηβοι, όπως όλοι οι άνθρωποι, έχουν αρκετές βασικές ανάγκες και συναισθηματικούς οδηγούς: για κοινωνική σύνδεση και ένταξη, για μια αίσθηση ατομικής ενδυνάμωσης και δράσης, για σεξουαλική ολοκλήρωση κ.λπ.
Ο Haidt εξηγεί ότι, κανονικά, σε όλη την ανθρώπινη ιστορία και εξέλιξη, αυτά τα κίνητρα ώθησαν τους έφηβους να κάνουν πράγματα αυτοπροσώπως, στον πραγματικό κόσμο - πράγματα όπως να κάνουν φίλους, να παίζουν παιχνίδια μαζί, να μπαίνουν σε αντιπαραθέσεις και να τις αντιμετωπίζουν, να κάνουν πράγματα, να αναπτύσσουν ρομαντικές σχέσεις και να παίρνουν σωματικά ρίσκα.
Ενώ αυτές οι δραστηριότητες μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματισμούς, δάκρυα και απογοητεύσεις, είναι ωστόσο σημαντικές για την ψυχική υγεία και την ανάπτυξη των εφήβων. Τα παιδιά είναι «αντιεύθραυστα» (antifragile): χρειάζονται τέτοιους κινδύνους και στρεσογόνους παράγοντες για να αναπτυχθούν σωστά.
Τα smartphones –οι εφαρμογές, τα παιχνίδια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – παρέχουν επίσης απαντήσεις σε όλα αυτά. Αλλά το κάνουν χωρίς να ενθαρρύνουν τις παραπάνω δραστηριότητες και τις σημαντικές συνέπειες που προσφέρουν, όπως οι στενές φιλίες και η «ανθεκτικότητα».
Για παράδειγμα, ένας έφηβος μπορεί να αισθάνεται μοναξιά και να θέλει να συνδεθεί, οπότε εγγράφεται στο Instagram ή στο TikTok. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν έναν τύπο σύνδεσης και προσφέρουν μια προσωρινή έκρηξη ντοπαμίνης. Αυτή όμως ικανοποιεί την άμεση ανάγκη του εφήβου με τρόπο που δεν περιλαμβάνει συνδέσεις και προκλήσεις στον πραγματικό κόσμο. Αυτό τους κάνει ακόμα πιο μοναχικούς και πιο απομονωμένους μακροπρόθεσμα.
Τι μπορούμε να κάνουμε?
Ακόμα κι αν δεχθούμε τους ισχυρισμούς του Haidt σχετικά με την αύξηση του άγχους που τροφοδοτείται από τα smartphone, δεν είναι σαφές πώς πρέπει να αντιδράσουμε. Ίσως οι ριζικές λύσεις να είναι περιττές. Με τον καιρό, τα πράγματα μπορεί να λυθούν μόνα τους, ίσως μέσω περαιτέρω τεχνολογικών καινοτομιών.
Η άποψη του Haidt είναι ότι η συλλογική δράση είναι κρίσιμη. Για εκείνον το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τα smartphone είναι εγγενώς χρήσιμα και δελεαστικά (γι' αυτό και όλοι τα θέλαμε εξαρχής), και δεν είναι μόνο ότι οι εφαρμογές τους είναι εθιστικές. Το πρόβλημα - ειδικά σε ένα σχολικό περιβάλλον - είναι ότι αν οι περισσότεροι από τους συνομηλίκους ενός εφήβου έχουν smartphone, τότε εκείνοι που δεν έχουν κινδυνεύουν να γίνουν κοινωνικοί απόκληροι, μονίμως «στην απ’ έξω» .
Από την πλευρά του, ο Haidt υποστηρίζει τέσσερις νέους κανόνες, που θα δημιουργηθούν από τη συλλογική δράση των γονέων παράλληλα με τις νομοθετικές και ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις:
- Όχι smartphone πριν το γυμνάσιο
- Όχι μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν από τα 16
- Σχολεία χωρίς τηλέφωνο
- Περισσότερη ανεξαρτησία, ελεύθερο παιχνίδι και υπευθυνότητα στον πραγματικό κόσμο.
Ένα βαθύτερο πρόβλημα
Το βιβλίο του Haidt αφήνει τον αναγνώστη με μια περαιτέρω, βαθύτερη ανησυχία.
Ας υποθέσουμε ότι έχει δίκιο ότι τα πράγματα που οδηγούν στην ανθρώπινη άνθηση περιλαμβάνουν πραγματικές συναντήσεις με άλλους ανθρώπους: οικογένεια, στενούς φίλους, ρομαντικούς συντρόφους, γείτονες, ομάδες και μέλη τοπικής κοινότητας.
Τέτοιες συναντήσεις είναι συχνά απρόβλεπτες, άβολες και απογοητευτικές. Αντίθετα, ο διαδικτυακός κόσμος γίνεται καθημερινά ευκολότερος, φθηνότερος και πιο ελκυστικός. Οι καινοτομίες και οι αλγόριθμοι τελειοποιούν συνεχώς την εμπειρία μας, καθώς οι βιομηχανίες που βασίζονται στο κέρδος εργάζονται όλο και πιο επιθετικά για να τραβήξουν και να κρατήσουν την προσοχή μας.
Μπροστά σε όλα αυτά, υπάρχει το ενδεχόμενο ο πραγματικός κόσμος να μην μπορεί να ανταγωνιστεί. Οι ανησυχίες για την ψυχική υγεία που μαστίζουν αυτήν τη στιγμή τη Gen Z μπορεί να αποδειχθούν αυτές που θα αντιμετωπίσει κάθε γενιά.
Αν αυτό ισχύει, οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του Haidt μπορεί να σηματοδοτήσουν την πρώτη «επίθεση» σε μια μακρά μάχη μεταξύ της ανθρώπινης ανάγκης για εμπειρία και σύνδεση στον πραγματικό κόσμο, και τους ισχυρούς πειρασμούς ενός διαδικτυακού κόσμου που προσφέρει κάτι στο οποίο δεν μπορούμε να αντισταθούμε: «λίγο από όλα, όλη την ώρα».
**Με στοιχεία από το «Atlantic»