Health & Fitness

Τι είναι οι αυτοάνοσες ασθένειες και γιατί ακούμε γι’ αυτές όλο και περισσότερο

Σήμερα αναγνωρίζονται πάνω από 80 «αυτοάνοσα» τα οποία μπορούν να προσβάλλουν σχεδόν οποιοδήποτε μέρος του σώματος

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυτοάνοσες ασθένειες: Υπάρχει επιδημία αυτοάνοσων νοσημάτων και που στοχεύουν οι έρευνες των επιστημόνων γύρω από αυτά;

Oι αυτοάνοσες ασθένειες προκαλούνται από υπερβολική και λανθασμένη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στον ίδιο τον οργανισμό: σήμερα αναγνωρίζονταν πάνω από 80 «αυτοάνοσα» τα οποία μπορούν να προσβάλλουν σχεδόν οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Τα αυτοάνοσα είναι η τρίτη πιο συχνή κατηγορία ασθενειών μετά τον καρκίνο και την καρδιοπάθεια. Ανάμεσα στα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι ο χαμηλός πυρετός, οι μυϊκοί πόνοι και το αίσθημα κόπωσης, τα οποία παρουσιάζουν φάσεις έξαρσης και ύφεσης. Οι αιτίες των αυτοάνοσων ερευνώνται ακόμα: πιθανότατα περιβαλλοντικοί παράγοντες πυροδοτούν τους γενετικούς.

Οι 10 πιο συχνές αυτοάνοσες ασθένειες είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο, η κοιλιοκάκη (διαταραχή του λεπτού εντέρου, η νόσος Γκρέιβς (θυρεοτοξίκωση), ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, η λεύκη, ο ρευματικός πυρετός, η ατροφική γαστρίτιδα, η γυροειδής αλωπεκία, και η αυτοάνοση (ιδιοπαθής) θρομβοπενική πορφύρα, η ψωρίαση, ο συστημικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο Χόγκρεν (που προσβάλλει τους εξωκρινείς αδένες), το σύνδρομο Γκιγιέν-Μπαρέ (μυική κατάρρευση), η αιμολυτική αναιμία, και η ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος (νόσος Κρον και ελκώδης κολίτιδα).

Η θεραπεία εξαρτάται από τον τύπο και τη σοβαρότητα της κατάστασης, αλλά, εκτός του ότι η διάγνωση είναι συχνά δυσχερής, τα θεραπευτικά σχήματα ανακουφίζουν τα συμπτώματα (π.χ. με φάρμακα όπως ασπιρίνη, ιβουπροφαίνη) χωρίς να αφαιρούν το αίτιο. Το στοίχημα είναι να αντικατασταθούν ζωτικές ουσίες που ο οργανισμός αποτυγχάνει να παράγει μόνος του (π.χ. με ενέσεις ινσουλίνης, ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη), και να κατασταλεί το «τρελαμένο» ανοσοποιητικό σύστημα (π.χ. με φάρμακα για τον έλεγχο της φλεγμονής, όπως μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και ανοσοκατασταλτικά).

Αν και το ανοσοποιητικό σύστημα μάς προστατεύει έναντι οποιουδήποτε ξένου σώματος ή μορίου που μπορεί να εισβάλλει στον οργανισμό μας (π.χ. ένας ιός),σε περίπτωση βλάβης ή δυσλειτουργίας εκλαμβάνει, λανθασμένα, ένα μόριο του σώματος ως ξένο και προσπαθεί να το εξουδετερώσει ή να το καταστρέψει.Αυτή η επίθεσή του προκαλεί φλεγμονώδεις παθήσεις, ρευματικές παθήσεις, αντιδράσεις υπερευαισθησίας αλλά και αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης ορισμένων τύπων καρκίνου. Πιστεύεται ότι η κοιλιοκάκη, η ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο συστημικός ερυθηματώδης λύκος αυξάνουν την πιθανότητα του καρκίνου.

Οι αυτοάνοσες ασθένειες έχουν πολύπλοκη γενετική βάση: πολλά και διαφορετικά γονίδια συμβάλλουν συνδυαστικά στον αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου, ενώ το καθένα από αυτά έχει μέτρια επίδραση από μόνο του. Στην περίπτωση ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 1 και η ρευματοειδής αρθρίτιδα, οι επιστήμονες κατάφεραν να κατανοήσουν μέρος της αιτιολογίας των ασθενειών: για παράδειγμα, στον διαβήτη τύπου 1 το ανοσοποιητικό σύστημα καταστρέφει τα Β κύτταρα του παγκρέατος εξαιτίας μεταλλάξεων στο γονίδιο της ινσουλίνης που είναι υπεύθυνο για τη διαμεσολάβηση της παραγωγής της ινσουλίνης στο πάγκρεας. Παραλλήλως, έχει αναγνωριστεί ότι μια σειρά περιβαλλοντικών παραγόντων παίζουν ρόλο καταλύτη: ίσωςπάνω από 70% των αυτοάνοσων ασθενειών οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως χημικές ουσίες (φάρμακα, βαφές μαλλιών, απόβλητα), αλλά παρόμοιο ρόλο παίζουν οι λοιμώξεις, η διατροφή και η εντερική δυσβίωση. Η υπεριώδης ακτινοβολία είναι πιθανή αιτία ανάπτυξης της αυτοάνοσης νόσου δερματομυοσίτιδαςν (ενός είδους φλεγμονώδους μυοπάθειας), ενώ φαίνεται πως η έκθεση σε φυτοφάρμακα παίζει ρόλο στην ανάπτυξη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Yπάρχει «επιδημία» αυτοάνοσων; Η απάντηση είναι ότι διάφορες ασθένειες που παλιότερα έμεναν αδιάγνωστες ή διαγιγνώσκονταν ως κρυολογήματα και γρίπη, σήμερα περιγράφονται ως αυτοάνοσες παρότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα τεστ για οριστικές διαγνώσεις. Συχνά, οι ιατρικές εξετάσεις, το ιστορικό, η ανάλυση συγκεκριμένων δεικτών αίματος, βιοψίας και απεικονίσεων όπως οι ακτινογραφίες και οι σαρώσεις, αποκλείουν κάποιες ασθένειες και, εκ του αποκλεισμού, οδηγούν στη διάγνωση του αυτοάνοσου. Τα σημερινά διαγνωστικά εργαλεία μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων, αλλά δεν μπορούν να κάνουν πολλά στη διαφορική διάγνωση —δηλαδή στη διάγνωση μέσω του συμπεράσματος ότι δεν πρόκειται για μια Α ή Β ασθένεια. Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, πραγματοποιούνται διάφορες έρευνες για τον εντοπισμό βιοδεικτών, δηλαδή των μετρήσιμων δεικτών μέσω των οποίων εντοπίζονται διαταραχές στη φυσιολογική λειτουργία ενός οργανισμού που θα μπορούσαν να δείξουν μια συγκεκριμένη ασθένεια.

Καθώς ο στόχος των θεραπευτικών σχημάτων είναι η αποδυνάμωση της συνολικής ανοσολογικής απόκρισης, χρησιμοποιούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (για τη μείωση της φλεγμονής), γλυκοκορτικοειδή (και πάλι για τη μείωση της φλεγμονής), αντιρευματικά φάρμακα που τροποποιούν την ασθένεια για να μειώσουν τις επιζήμιες επιδράσεις της φλεγμονώδους αυτοάνοσης απόκρισης στους ιστούς και στα όργανα, καθώς και συμπληρώματα βιταμινών ή ορμονών για τις ουσίες που δεν μπορεί πλέον να παράγει το σώμα λόγω της νόσου (ινσουλίνη, βιταμίνη Β12, θυρεοειδοτρόπος ορμόνη κτλ.) Επίσης, μπορεί να βοηθήσει η φυσικοθεραπεία —αν η νόσος προσβάλλει τα οστά, τις αρθρώσεις ή τους μύες—  και οι μεταγγίσεις αίματος αν η ασθένεια σχετίζεται με το αίμα. Αλλά επειδή η φαρμακευτική αγωγή στοχεύει στη μείωση της ανοσολογικής απόκρισης στους ιστούς του σώματος, προκαλούνται ανεπιθύμητες παρενέργειες: το σώμα γίνεται πιο ευάλωτο σε λοιμώξεις.

Έρευνες για την ανάπτυξη και δοκιμή νέων θεραπευτικών επιλογών βρίσκονται σε εξέλιξη: δοκιμάζονται μονοκλωνικά αντισώματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μπλοκάρουν προ-φλεγμονώδεις κυτοκίνες (πεπτίδια που εμπλέκονται στην ανοσορρύθμιση), καθώς και ανοσοθεραπεία ειδική για αντιγόνο, η οποία επιτρέπει στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος να στοχεύουν τα μη φυσιολογικά κύτταρα που προκαλούν την αυτοάνοση ασθένεια.

Η πρώτη εκτίμηση του επιπολασμού των αυτοάνοσων ασθενειών στις ΗΠΑ δημοσιεύτηκε το 1997. Ο αριθμός ατόμων που είχαν προσβληθεί από κάποια αυτοάνοση ασθένεια ήταν περίπου 9 εκατομμύρια. Το 2012, νέα μελέτη ανέφερε ότι συνολικά το 5,0%, του πληθυσμού είχε προσβληθεί από κάποια αυτοάνοση ασθένεια, με 3,0% να είναι άνδρες και 7,1% γυναίκες. Ο εκτιμώμενος επιπολασμός της κοινότητας, ο οποίος λαμβάνει υπόψη την παρατήρηση ότι πολλοί άνθρωποι έχουν περισσότερα από ένα αυτοάνοσα νοσήματα, ήταν συνολικά 4,5%, με 2,7% για τους άνδρες και 6,4% για τις γυναίκες. Πολλές από τις γυναίκες που πάσχουν βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία. Οι Εθνικές Έρευνες για την Εξέταση της Υγείας και της Διατροφής που διεξήχθησαν στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1980 έως σήμερα, έδειξαν αύξηση των αντιπυρηνικών αντισωμάτων, ενός κοινού βιοδείκτη για αυτοάνοσες ασθένειες. Αυτό δείχνει ότι έχει αυξηθεί ο επιπολασμός των αυτοάνοσων νοσημάτων τα τελευταία χρόνια υποδεικνύονταςως παράγοντα κινδύνου την ισχυρότερη επίδραση των περιβαλλοντικών συνθηκών.