Health & Fitness

Βήχας: Μπορεί να γίνουν επικίνδυνα τα φλέματα;

Τι σημαίνει η υπερβολική παραγωγή τους

Σοφία Νέτα
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς τα φλέματα μπορούν να γίνουν επικίνδυνα για την υγεία μας και τι θα πρέπει να προσέξουμε

Οι ειδικοί τονίζουν πως η έναρξη της εποχικής γρίπης και τα αυξημένα περιστατικά COVID-19 πρέπει να επιστήσουν την προσοχή των  ενηλίκων και ιδιαίτερα των ηλικιωμένων, προκειμένου να αποφευχθούν δυσάρεστες εξελίξεις. Οι επιπλοκές που είναι πιθανό να προκύψουν, μπορεί να γίνουν αιτία καθυστέρησης της ανάρρωσης αλλά και νοσηλείας. Μεταξύ των σημείων που χρειάζονται φροντίδα και στα οποία, ομολογουμένως, δεν δίνουμε την απαραίτητη σημασία είναι τα φλέματα. Κι όμως, η υπερβολική παραγωγή τους εκτός από δυσάρεστη ενόχληση, δυσχεραίνει την αναπνοή και αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης, η οποία μπορεί να βλάψει περαιτέρω τους πνεύμονες. Γι’ αυτό επιβάλλεται η λήψη μέτρων τόσο για την πρόληψη όσο και για την αποβολή τους. 

«Ειδικά κύτταρα κατά μήκος της αναπνευστικής οδού και βλεννογόνοι αδένες είναι επιφορτισμένοι με την παραγωγή βλέννας, η οποία είναι απαραίτητη στον οργανισμό, γιατί λιπαίνει και παγιδεύει ερεθιστικούς παράγοντες στους αεραγωγούς, όπως ιούς, βακτήρια και αλλεργιογόνα. Μια οξεία αναπνευστική νόσος (όπως η γρίπη και το κοινό κρυολόγημα), μια χρόνια πνευμονοπάθεια (όπως η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, οι βρογχεκτασίες και η χρόνια βρογχίτιδα), μια φλεγμονή από κάποιο μικρόβιο ή κάποιος ερεθισμός της από γύρη ή καπνό μπορεί να προκαλέσει υπερπαραγωγή της. Η ίδια αντίδραση προκύπτει από την αφυδάτωση, την κατανάλωση αλκοόλ και την παραμονή σε χώρους με ξηρή ατμόσφαιρα. 

Τα πτύελα ή φλέματα είναι ένας τύπος βλέννας που προέρχονται από τους πνεύμονες και είναι πιο παχύρρευστα από τη βλέννα που παράγεται στη μύτη και τα ιγμόρεια. Το χρώμα και η σύστασή τους υποδεικνύει την αιτία δημιουργίας τους. Η παραμονή τους στους πνεύμονες προκαλεί απόφραξή τους, πολλαπλασιασμό των μικροβίων, υπολειτουργία οργάνων, κακή οξυγόνωση, κόπωση, ακόμα και πνευμονία που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια τη ζωή. Η αποβολή τους γίνεται μέσω του βήχα», εξηγεί η κ. Ιωάννα Σιγάλα, Πνευμονολόγος-Εντατικολόγος, Διευθύντρια ΕΣΥ, Α΄ Κλινική Εντατικής Θεραπείας-Πνευμονολογίας, ΓΝΑ «Ο Ευαγγελισμός». 

Τις περισσότερες φορές, ο βήχας δεν είναι ανησυχητικός. Η πίεση που δημιουργείται και η ταχύτητα που παράγεται κατά τη διάρκειά του επιτρέπουν την απομάκρυνση των πτυέλων και τον καθαρισμό των αεραγωγών, βοηθώντας τους πνεύμονες και την καρδιά να λειτουργήσουν καλύτερα. Ο έντονος βήχας, όμως, μπορεί να προκαλέσει διάφορες σωματικές επιπλοκές. Μεταξύ αυτών είναι αναπνευστικές, καρδιαγγειακές, γαστρεντερικές, μυοσκελετικές, νευρολογικές, οφθαλμολογικές και ουρογεννητικές. Ο χρόνιος βήχας, που οφείλεται σε πνευμονική λοίμωξη ή χρόνια φλεγμονή, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου ή εμφράγματος του μυοκαρδίου. 

Πέραν των συνεπειών που έχει στον οργανισμό, ο βήχας, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, έχει και σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ασθενή, όπως καταδείχθηκε πρόσφατα από μια σουηδική μελέτη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουψάλα και μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση και επαναλαμβανόμενα καταθλιπτικά επεισόδια. Επομένως, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την αποβολή των πτυέλων και όχι για την καταστολή του βήχα, όπως εσφαλμένως πράττουν πολλές φορές οι ασθενείς, λαμβάνοντας αντιβηχικά φάρμακα χωρίς υπόδειξη γιατρού. Για την απομάκρυνση των πτυέλων υπάρχουν πολλοί τρόποι, με κύριο τον ελεγχόμενο βήχα, ο οποίος “ξεκολλά” τη βλέννα και τη βοηθά να μετακινηθεί μέσω των αεραγωγών. Αντιθέτως, οι ανεξέλεγκτες κρίσεις βήχα μπορεί να την παγιδεύσουν στους αεραγωγούς. 

Για τη διευκόλυνση του ασθενή να απαλλαχθεί από αυτά η κ. Σιγάλα   συστήνει:

  • την κατανάλωση άφθονου νερού, το οποίο βοηθά στη μείωση της πυκνότητάς τους
  • την παραμονή σε υγρά περιβάλλοντα - η χρήση αφυγραντήρα δεν βοηθά
  • τη λήψη αποχρεμπτικών, τα οποία αραιώνουν την πυκνότητα των πτυέλων και αποβάλλονται ευκολότερα, υπό την καθοδήγηση του θεράποντος πνευμονολόγου
  • τη λήψη αντιβιοτικών, εάν η παραγωγή τους οφείλεται σε βακτηριακή λοίμωξη. 

Επίσης, η απόχρεμψη μπορεί να γίνει με τεχνικές φυσικοθεραπείας, αλλά και με συσκευές καθαρισμού αεραγωγών ή φορητές συσκευές θετικής εκπνευστικής πίεσης. «Οι φορητές συσκευές θετικής εκπνευστικής πίεσης παράγουν ταλαντώσεις και αποσπούν και ρευστοποιούν τις βρογχικές εκκρίσεις οι οποίες αποβάλλονται ευκολότερα μέσω του βήχα. Υπάρχουν συσκευές που χρησιμοποιούνται από το στόμα και λειτουργούν τόσο ως συσκευές εξάσκησης του αναπνευστικού συστήματος όσο και ως συσκευές αναπνευστικής θεραπείας σε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο. Με τη χρήση τους διευρύνονται οι αεραγωγοί, βελτιώνεται η ικανότητα των πνευμόνων και η ανταλλαγή αερίων και μειώνεται η δύσπνοια. Στα πλεονεκτήματά τους περιλαμβάνεται και η πρόληψη των μολύνσεων των κατώτερων αεραγωγών και εν τέλει η μείωση της ανάγκης για λήψη αντιβιοτικών ή για νοσηλεία», επισημαίνει. Μπορούν να συνδυαστούν με νεφελοποιητές, η εναπόθεση φαρμάκων στους οποίους επισπεύδει τη θεραπεία. Το μέγεθος των φορητών συσκευών θετικής εκπνευστικής πίεσης είναι μικρό και το βάρος τους ελάχιστο, ώστε να μεταφέρονται εύκολα. Είναι ιδιαίτερα ωφέλιμα στους ασθενείς που βρίσκονται σε κατάκλιση, αφού μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε στάση σώματος. Είναι αποτελεσματικές όχι μόνο σε περιπτώσεις γρίπης, κρυολογήματος και άλλων ιογενών ή βακτηριακών λοιμώξεων, αλλά και όταν χρησιμοποιούνται από άτομα που βήχουν λόγω καπνίσματος και ασθενείς με χρόνιες πνευμονοπάθειες, όπως ΧΑΠ, πνευμονικό εμφύσημα, άσθμα, χρόνια βρογχίτιδα, κυστική ίνωση και βρογχεκτασία. 

«Στις περιπτώσεις οξέων αναπνευστικών λοιμώξεων, που ο βήχας επιμένει περισσότερο από 2 εβδομάδες, ή συνοδεύεται από συριγμό/δύσπνοια, ή πυρετό, ή τα πτύελα δεν είναι διαυγή, ο ασθενής πρέπει να εξετασθεί αμέσως από πνευμονολόγο. Από την κλινική εξέταση και τη ανάλυση των πτυέλων είναι εφικτή η σωστή αξιολόγηση και διαχείριση των λοιμώξεων του κατώτερου αναπνευστικού, όπως και άλλων μακροχρόνιων καταστάσεων υγείας. Γενικά, η παρουσία βήχα και πτυέλων που επιμένουν θα πρέπει να θορυβεί τους ασθενείς, διότι πίσω από αυτά μπορεί να κρύβονται πιο σοβαρά, χρόνια αναπνευστικά προβλήματα», καταλήγει η κ. Σιγάλα.