Health & Fitness

Ποιος ο ρόλος του καπνίσματος στην εμφάνιση καρκίνου από HPV;

Ανάγκη επέκτασης των εμβολιαστικών προγραμμάτων σε παιδιά και εφήβους

Σοφία Νέτα
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μελέτες δείχνουν ότι το κάπνισμα αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου που οφείλονται σε κονδυλώματα

Τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνων που οφείλονται σε μόλυνση από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) αυξάνει σύμφωνα με μελέτες το κάπνισμα. Η σχέση ενδεχομένως να σχετίζεται με την εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος και την ανικανότητα του οργανισμού να πολεμήσει τον ιό, αν και η έρευνα δεν έχει αποσαφηνίσει ακόμα τους λόγους. Σε περιοχές που το κάπνισμα είναι πολύ διαδεδομένο μεταξύ του πληθυσμού, οι οποίες είναι κατά κανόνα φτωχές, υπάρχουν, επομένως, περισσότερα περιστατικά μολύνσεων από HPV και καρκίνων που αποδίδονται σε αυτόν, απ’ ό,τι στις οικονομικά πιο εύρωστες. 

«Τις τελευταίες δεκαετίες τα περιστατικά καρκίνου μειώνονται εξαιτίας της εξέλιξης των τρόπων γρήγορου εντοπισμού τους, δηλαδή της ιατρικής τεχνολογίας, των ιατρικών γνώσεών μας, των καινοτόμων φαρμάκων που έχουν αναπτυχθεί και των διαρκώς βελτιούμενων χειρουργικών μεθόδων. Δυστυχώς, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους καρκίνους που προκαλούνται από μολύνσεις από τον ιό HPV», επισημαίνει ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου. «Μια αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JNCI Cancer Spectrum, διαπίστωσε ότι υπάρχει αύξηση των διαγνώσεων διαφόρων καρκίνων που σχετίζονται με τον HPV, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, σε περιοχές όπου το μέσο εισόδημα είναι χαμηλό ή όπου μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού καπνίζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε περιοχές με υψηλότερο εισόδημα που ο πληθυσμός αποφεύγει το κάπνισμα δεν υπάρχει αύξηση των καρκίνων εξ αυτού του ιού. Απλώς είναι βραδύτερες», εξηγεί. 

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια βάση δεδομένων του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου που παρέχει πληροφορίες για στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον καρκίνο, για να διερευνήσουν τους καρκίνους που σχετίζονται με τον HPV ανάλογα με το εισόδημα σε επίπεδο κομητειών των ΗΠΑ και τον επιπολασμό του καπνίσματος μεταξύ 2000 και 2018. 

Διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που ζούσαν σε περιοχές χαμηλού εισοδήματος παρουσίασαν αύξηση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας κατά 1,6% ετησίως (καμία αύξηση στις γυναίκες πλουσιότερων περιοχών), του φάρυγγα κατά 1,3% ετησίως (0,1% στις περιοχές με υψηλό εισόδημα), του πρωκτού κατά 3,2% (2,6% στις περιοχές με υψηλό εισόδημα), του αιδοίου κατά 1,9% ετησίως (0,8% στις περιοχές με το υψηλότερο εισόδημα) και του κόλπου κατά 2% ετησίως (-0,3% στις περιοχές με υψηλότερο εισόδημα). 

Στους άνδρες που ζούσαν στις ίδιες περιοχές, η αύξηση του καρκίνου του στοματοφάρυγγα έφτασε το 2,1% (1,7% ετησίως στις περιοχές με υψηλό εισόδημα) και του πρωκτού το 3,9% (1,5% στους νομούς με υψηλό εισόδημα). 

Οι περιοχές με υψηλά ποσοστά καπνίσματος, που συνήθως συμπίπτει να είναι και χαμηλού εισοδήματος, είχαν επίσης μεγαλύτερη αύξηση των ποσοστών καρκίνου σε σύγκριση με τις πλουσιότερες. Όσον αφορά στις γυναίκες, ο καρκίνος του πρωκτού αυξήθηκε κατά 5% ετησίως (1,9% ετησίως στις περιοχές με χαμηλό ποσοστό καπνίσματος), του αιδοίου κατά 3,8% (0,6% στις περιοχές με χαμηλότερο ποσοστό καπνίσματος). Στους άνδρες που επίσης ζούσαν σε περιοχές με υψηλά ποσοστά καπνίσματος, τα περιστατικά καρκίνου του φάρυγγα αυξήθηκαν κατά 2,7% ετησίως (1,5% στις περιοχές με χαμηλό ποσοστό καπνίσματος), του πρωκτού κατά 4,4% (1,2% στις περιοχές με χαμηλότερο ποσοστό καπνίσματος). Όσον αφορά στον καρκίνο του πέους λόγω μόλυνσης από τον ιό, τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές αλλαγές, ανεξάρτητα από το εισόδημα και τα ποσοστά καπνίσματος. 

«Τα τελευταία χρόνια γίνεται μεγάλη προσπάθεια πρόληψης με εμβολιαστικά προγράμματα που απευθύνονται σε παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας (αναλόγως της χώρας), αλλά και νεαρούς ενήλικες. Πράγματι αυτά έχουν αποτρέψει μεγάλο ποσοστό μολύνσεων από τον HPV και καρκίνων που προκαλούνται από κάποια στελέχη του. Απ’ ότι φαίνεται όμως το ποσοστό των εμβολιασμών θα πρέπει να αυξηθεί για να αναχαιτιστεί η ανοδική πορεία των λοιμώξεων από αυτόν τον ιό», σημειώνει ο δρ Στάμου. 

Πάντως, ανεξάρτητα από τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου μόλυνσης από τον ιό HPV και την ανάπτυξη καρκίνου εξαιτίας του, όπως το κάπνισμα, σημαντικότατο ρόλο φαίνεται να παίζει και το γενετικό υπόβαθρο. Επιβεβαίωση αυτού ήρθε και από μια μελέτη, η οποία αποκάλυψε ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των κονδυλωμάτων των γεννητικών οργάνων και του συστήματος ανθρωπίνων λευκοκυτταρικών αντιγόνων (HLA). Αυτό είναι το τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος που συμβάλλει στη ρύθμιση των ανοσολογικών αντιδράσεων, το οποίο διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει γιατί οι αντιδράσεις του οργανισμού σε ορισμένες ασθένειες δεν είναι οι ίδιες σε όλους. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι γενετικές παραλλαγές στο σύστημα αυτό επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης οξυτενών κονδυλωμάτων. Πρόκειται για μια εξαιρετική ανακάλυψη που ενδεχομένως να οδηγήσει σε ανάπτυξη εμβολίων mRNA κατά του HPV και άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. 

«Τα οξυτενή κονδυλώματα, είναι μαλακά σαρκώδη οζίδια που μπορεί να αναπτύσσονται γύρω από τα γεννητικά όργανα και τον πρωκτό, όταν αυτά μολυνθούν από τον HPV και το ανοσοποιητικό δεν είναι ικανό να τον καταστείλει. Η λοίμωξη από αυτόν τον ιό είναι η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια παγκοσμίως. Έχει υπολογιστεί ότι 8 στα 10 άτομα και των δύο φύλων θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματά της τουλάχιστον μία φορά μέχρι την ηλικία των 45 ετών.

Οι παραδοσιακές μέθοδοι θεραπείας για τα κονδυλώματα απαιτούν μακρόχρονη προσπάθεια και συνήθως έχουν υψηλά ποσοστά υποτροπής και παρενέργειες. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια ασθενείς και ιατροί προτιμούν εναλλακτικές θεραπείες. 

Ο πιο αποτελεσματικός και γρήγορος τρόπος είναι στόχευση και εξάχνωσή τους με λέιζερ. Μέσα σε μία μόνο συνεδρία ο ασθενής απαλλάσσεται από τα κονδυλώματα  χωρίς να έχει ανεπιθύμητες ενέργειες, χωρίς να χρειάζεται αποθεραπεία και κυρίως χωρίς να χρειάζεται επανάληψη λόγω υποτροπής στη συντριπτική πλειονότητα των περιστατικών. Αυτό που πρέπει να έχουν υπόψη όσοι επιλέγουν αυτή τη μέθοδο είναι αφενός ότι όλα τα λέιζερ δεν έχουν τα ίδια αποτελέσματα και αφετέρου ότι απαιτείται μεταθεραπευτική παρακολούθηση προκειμένου να εντοπιστούν εγκαίρως νέες εκδηλώσεις σε μολυσμένα σημεία που κατά την συνεδρία δεν υπήρχαν», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.