Health & Fitness

Σεξ μετά το έμφραγμα: Μύθοι και αλήθειες

Το 1% των αιφνιδίων θανάτων σχετίζονται με τη σεξουαλική δραστηριότητα

Σοφία Νέτα
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς μπορούμε να έχουμε μια φυσιολογική σεξουαλική ζωή και μετά το έμφραγμα

Η σεξουαλικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ποιότητα ζωής και σημαντική πηγή ευχαρίστησης και εγγύτητας καθώς αποτελεί θεμελιώδες τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός ότι η ανησυχία για τη συνέχιση της σεξουαλικής δραστηριότητας είναι συχνή σε όσους ζουν με καρδιαγγειακά νοσήματα ή αναρρώνουν από ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου.

«Η αλήθεια είναι ότι το έμφραγμα οδηγεί συχνά σε μειωμένη σεξουαλική δραστηριότητα και λειτουργικότητα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στον φόβο των ασθενών και των ερωτικών συντρόφων τους ότι το σεξ μπορεί να προκαλέσει νέο έμφραγμα ή να οδηγήσει σε καρδιακή ανακοπή. Ωστόσο αυτό συμβαίνει πολύ σπανιότερα απ' ό,τι νομίζουν. Επιπλέον, η απώλεια της ερωτικής ζωής μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη κατάθλιψης, η οποία είναι πολύ συχνή στους ασθενείς που έχουν υποστεί έμφραγμα και αποτελεί εμπόδιο στην ανάρρωσή τους. Μπορεί ακόμα να δοκιμάσει τις αντοχές της σχέσης και να μειώσει την ποιότητα ζωής. Επιπρόσθετα, όταν ο ασθενής είναι νέος, μπορεί να πλήξει και τη μελλοντική απόκτηση παιδιών», επισημαίνει ο πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου δρ Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, Χειρουργός Ουρολόγος-Ανδρολόγος.

Οι ειδικοί όμως είναι ξεκάθαροι: αν απολαμβάνατε μία υγιή σεξουαλική σχέση με τον/την σύντροφό σας πριν το έμφραγμα, κατά πάσα πιθανότητα θα μπορέσετε να την ανακτήσετε μετά την ανάρρωση. Και αν μόλις διαγνωσθήκατε με ένα καρδιολογικό πρόβλημα, πάλι θα μπορέσετε να έχετε μια ενεργή σεξουαλική ζωή.

Αν και ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος κοστίζει ετησίως εκατοντάδες χιλιάδες ζωές στη Δύση (μόνο στις ΗΠΑ υπερβαίνουν τις 300.000), λιγότερο από το 1% των περιστατικών σχετίζονται με τη σεξουαλική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα, λιγότεροι από ένας στους 100 άνδρες υφίστανται ανακοπή καρδιάς στη διάρκεια του σεξ, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας (Journal of the American College of Cardiology).

Επιπλέον, σε μελέτη του Καρδιολογικού Ινστιτούτου του Ιατρικού Κέντρου Cedars-Sinai, στο Λος Άντζελες, από τα 4.500 περιστατικά αιφνιδίου καρδιακού θανάτου που εξετάστηκαν, μόνο τα 34 εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια ή μέσα σε μία ώρα από την σεξουαλική επαφή.

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας (AHA) και του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας (ACC), ένας ασθενής που έχει υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να ανακτήσει τη σεξουαλική δραστηριότητα ακόμα και 1 εβδομάδα μετά το επεισόδιο, εφόσον αυτό δεν του προκάλεσε επιπλοκές και εφόσον δεν έχει καρδιολογικά συμπτώματα όταν ασχολείται με ήπιας έως μέτριας εντάσεως φυσική δραστηριότητα. Αντίστοιχα, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Καρδιολογίας (ESC) τονίζει ότι η ανάκτηση της σεξουαλικής δραστηριότητας μετά το έμφραγμα δεν πρέπει να αναβάλλεται, εφόσον ο ασθενής  αντέχει τη φυσική δραστηριότητα.

«Το σεξ είναι μία μορφή φυσικής δραστηριότητας και γι' αυτό αυξάνει τον καρδιακό παλμό και την αρτηριακή πίεση. Η αιφνίδια, έντονη φυσική δραστηριότητα μπορεί καμιά φορά να οδηγήσει στο έμφραγμα. Ωστόσο η σεξουαλική δραστηριότητα είναι χαμηλής έντασης και πολύ σύντομη. Θεωρείται πολύ πιο ήπια απ' ό,τι το γκολφ, η κηπουρική και η ποδηλασία - πιθανώς αντίστοιχη με τη βάδιση σε ίσιο έδαφος με ταχύτητα περίπου 5 χιλιομέτρων την ώρα. Επιπλέον, όσο πιο τακτικά ασχολείται κάποιος με άλλα είδη φυσικής δραστηριότητας, τόσο λιγότερο κινδυνεύει να υποστεί καρδιακό επεισόδιο στη διάρκεια του σεξ.

Αρκετές μελέτες, εξάλλου, έχουν δείξει ότι το τακτικό σεξ παρέχει οφέλη στην υγεία ακόμα και μετά το έμφραγμα. Μία από τις πιο πρόσφατες έδειξε ότι η επιστροφή στη σεξουαλική ζωή μέσα σε 1-2 μήνες βελτιώνει μακροπρόθεσμα την επιβίωση. Μάλιστα όσο νωρίτερα μετά το έμφραγμα ανακτά ο ασθενής την ερωτική του ζωή, τόσο το καλύτερο», τονίζει ο Επιστημονικός Διευθυντής του Ανδρολογικού Ινστιτούτου, δρ Χρήστος Φλιάτουρας, Χειρουργός Ουρολόγος-Ανδρολόγος.

Τα δεδομένα αυτά ενδεχομένως αρκούν για να καταλαγιάσουν τους φόβους των ασθενών. Επομένως, αν μπορούν μετά το έμφραγμα να ανέβουν μια σκάλα με τα πόδια ή να περπατήσουν με γρήγορο βήμα ή να κάνουν τζόκινγκ για 1,5 χιλιόμετρο χωρίς δυσκολία, τότε μπορούν κάλλιστα να κάνουν και σεξ. Αρκεί, βέβαια, να είναι σταθερό το καρδιολογικό πρόβλημά τους και να μην έχουν καρδιολογικά συμπτώματα.

Αντίθετα, αν εκδηλώσουν πόνο στο στήθος, δύσπνοια, καρδιακή αρρυθμία, ναυτία ή δυσπεψία στη διάρκεια οποιασδήποτε φυσικής δραστηριότητας (συμπεριλαμβανομένου του σεξ), πρέπει να τη διακόψουν αμέσως και να συμβουλευτούν τον ιατρό τους. Εκτός πάντως από την καρδιά καθαυτή, την επιστροφή στη σεξουαλική ζωή μετά το έμφραγμα μπορεί να επηρεάσουν και άλλοι παράγοντες, όπως τα φάρμακα που παίρνει ο ασθενής αλλά και τα προβλήματα στύσης που του έχει προκαλέσει η αθηροσκλήρωση.

Όταν ένας άνθρωπος έχει αθηροσκλήρωση (δηλαδή στενώσεις) στις στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς, πιθανώς έχει και στις αρτηρίες του υπόλοιπου σώματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του πέους. Χωρίς επαρκή αιμάτωση, όμως, είναι δύσκολη η απόκτηση και διατήρηση καλής στύσης, με επακόλουθο την στυτική δυσλειτουργία.

Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 50% των ανδρών εκδηλώνουν στυτική δυσλειτουργία μετά το έμφραγμα. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να συμβουλεύονται τους ιατρούς τους πριν λάβουν χάπια για να βελτιώσουν τη στύση τους. Ειδικά όσοι λαμβάνουν νιτρώδη για το καρδιολογικό πρόβλημά τους (π.χ. νιτρώδες αμύλιο ή νιτρικά άλατα σε οποιαδήποτε μορφή) δεν μπορούν να λάβουν σιλδεναφίλη και άλλα φάρμακα για τη στυτική δυσλειτουργία.

Πολλά καρδιολογικά (και όχι μόνο) φάρμακα, εξάλλου, μπορεί να έχουν τη στυτική δυσλειτουργία ως ανεπιθύμητη ενέργεια. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται αντικαταθλιπτικά, αντιυπερτασικά, διουρητικά και αντιαρρυθμικά σκευάσματα.

«Για όλα τα προαναφερθέντα, οι ασθενείς πρέπει να συζητούν με τον καρδιολόγο τους το συντομότερο μετά το έμφραγμα ή τη διάγνωση ενός καρδιολογικού προβλήματος. Όσοι ταυτοχρόνως αντιμετωπίζουν πρόβλημα στυτικής δυσλειτουργίας, πρέπει να ενημερώνουν αντίστοιχα και τον ανδρολόγο τους, ώστε η διεπιστημονική ομάδα να βρει την καλύτερη λύση γι' αυτούς», καταλήγει ο κ. Κωνσταντινίδης.