- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πάχος: Μια αποδεκτή ταυτότητα ή ένα πρόβλημα υγείας;
Στο όνομα της αντιμετώπισης της χονδροφοβίας, το κίνημα «fat acceptance» αμφισβητεί τις ανησυχίες των ιατρών γύρω από την παχυσαρκία
Fat acceptance: Το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι παχύσαρκος και να απολαμβάνει το βάρος του, οι fat studies, η woke culture και το μάρκετινγκ.
Η τραγουδίστρια Beth Ditto έχει γίνει ίνδαλμα λόγω του βάρους της· λόγω της υπερηφάνειας που δείχνει για τα κιλά της. Είναι σύμβολο μιας εποχής όπου θριαμβεύει ο ατομισμός κι όπου κάθε ιδιαιτερότητα μετατρέπεται σε ταυτότητα, συχνά σε πολιτική ταυτότητα. Στον ακαδημαϊκό κόσμο, πολλαπλασιάζονται οι διατριβές, οι κοινωνιολογικές έρευνες, τα συνέδρια γύρω από τη «fat acceptance», από το δικαίωμα του ανθρώπου όχι μόνο να είναι παχύσαρκος στον έναν ή στον άλλο βαθμό, αλλά και γύρω από το δικαίωμα να απολαμβάνει το βάρος του. Η «fat acceptance» συνδυάζεται με τις σπουδές φύλου και με τους αγώνες κατά των διακρίσεων, στην προκειμένη περίπτωση των διακρίσεων κατά των παχύσαρκων. Το κίνημα ευνόησε η woke culture, αλλά, στην πραγματικότητα είναι μια απάντηση στις προειδοποιήσεις των επιστημόνων για την «επιδημία της παχυσαρκίας» στον ανεπτυγμένο κόσμο η οποία επισύρει ένα σύνολο ασθενειών: καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη, ευπάθεια σε ιώσεις όπως ο Covid-19, αναπνευστικά προβλήματα.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, έχει αναδυθεί ένας κλάδος της κοινωνιολογίας, οι «fat studies», που μελετούν τις δοκιμασίες στις οποίες υπόκεινται οι παχύσαρκοι από τα κακόγουστα αστεία μέχρι τη δυσκολία τους να βολευτούν σε καθίσματα αεροπλάνων και θεάτρων που είναι φτιαγμένα για τους λεπτότερους. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του κινήματος «fat acceptance», οι παχύσαρκοι είναι θύματα διακρίσεων και κοινωνικής απομόνωσης: εν κατακλείδι στιγματίζονται διότι το βάρος τους εκλαμβάνεται ως έλλειψη θέλησης και αγωγής. Καθώς μάλιστα η παχυσαρκία πλήττει, λόγω της κακής διατροφής, τα χαμηλότερα στρώματα –το 40% του αμερικανικού πληθυσμού είναι υπέρβαρο– οι διακρίσεις, όπως λένε οι ακτιβιστές, παίρνουν ταξικό χαρακτήρα.
Στο μεταξύ, ακόμα και σε χώρες με παραδοσιακά καλή διατροφή, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, η παχυσαρκία κερδίζει έδαφος, ιδιαίτερα στους νέους οι οποίοι τείνουν να επισκέπτονται συχνότερα τα φαστφουντάδικα. Σήμερα, το 50% του γαλλικού πληθυσμού βρίσκεται στο όριο του υπέρβαρου και η παχυσαρκία σε άτομα 18-24 διπλασιάστηκε τα τελευταία 10 χρόνια φτάνοντας το 9%. Στην επερχόμενη γενιά τα παιδιά από 2-7 ετών παρουσιάζουν παχυσαρκία σε ποσοστό 21%. Το φαινόμενο είναι παρόμοιο παντού στην Ευρώπη –με χειρότερα τα δεδομένα της Βρετανίας και της Ελλάδας– εκτός από τις σκανδιναβικές χώρες οι οποίες συνειδητοποίησαν νωρίς το πρόβλημα και απέδειξαν ότι μπορεί να επιλυθεί προτού λάβει τις διαστάσεις που έλαβε στις ΗΠΑ.
Οι ασχολούμενοι με τις «fat studies» πιστεύουν ότι η ιατρική και οι υγειονομικές αρχές υπερβάλλουν τους κινδύνους της παχυσαρκίας και πυροδοτούν διατροφικές διαταραχές όπως την ψυχογενή ανορεξία και τη βουλιμία. Προσθέτουν μάλιστα ότι τα πρότυπα ομορφιάς, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, επιδεινώνουν όλες τις σχετικές νευρώσεις και στιγματίζουν κοινωνικά τα νεαρά κορίτσια. Οι «fat studies», ακολουθώντας το παλιό παράδειγμα «black is beautiful» και «small is beautiful», προβάλλουν το σύνθημα «big is cool». Αλλά η λογική μάς κάνει να αναρωτιόμαστε: πόσο big είναι cool; Από ποιο σημείο το κάθε άτομο πρέπει να φροντίζει να χάνει βάρος για να προασπίσει την υγεία του; Με την ίδια λογική μπορεί κανείς να συμφωνήσει πως απαιτείται κατανόηση των αιτίων της παχυσαρκίας και των συνεπειών που έχει στους παχύσαρκους. Πράγματι, το τελευταίο πράγμα που έχουν ανάγκη οι παχύσαρκοι είναι οι κατηγόριες: σε πολλές χώρες, είναι δύσκολη η πρόσβαση στην καλή διατροφή, στη συστηματική σωματική άσκηση και στις υγιεινές δίαιτες – υπάρχουν κοινωνικές διακρίσεις που προηγούνται και που είναι πολύ πιο θεμελιώδεις από τις διακρίσεις εναντίον των χοντρών. Κυρίως, η «διάκριση» που κάνει τη διαφορά είναι ότι πολλοί άνθρωποι δεν έχουν κουλτούρα σωστής διατροφής· τρώνε ό,τι να ’ναι, πείθονται από παραπλανητικές διαφημίσεις σκουπιδοφαγητών και γενικότερα δεν γνωρίζουν τις απλές αρχές της τροφολογίας.
Οι «fat studies» πάντως έχουν άδικο όταν προπαγανδίζουν υπέρ του «big is cool» παραμερίζοντας τις ασθένειες που προκύπτουν από το πάχος. Η παχυσαρκία, το να κουβαλάει κανείς πάνω από 20% του «κανονικού» του βάρους, μειώνει το προσδόκιμο ζωής, αν και βεβαίως παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες όπως π.χ. η αναλογία μυών-λίπους. Επιπροσθέτως, στον σύγχρονο κόσμο οι παχύσαρκοι κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από τους καύσωνες, από την κλιματική αλλαγή γενικότερα: αυτό που ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του κινήματος «fat acceptance», ότι δηλαδή μπορεί κανείς να είναι «fat and fit» ισχύει μόνο για τους ελαφρώς υπέρβαρους και μάλιστα υπό όρους.
Στο 24ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία που έγινε το 2017 στο Πόρτο της Πορτογαλίας, οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ παρουσίασαν τα αποτελέσματα μιας μελέτης με δείγμα 3,5 εκατομμύρια παχύσαρκα άτομα κατά την περίοδο 1995-2015. Το 49% έπασχαν από αρτηριοσκήλωση, το 7% είχαν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και το 96% είχαν καρδιακή ανεπάρκεια. Η κουλτούρα woke προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει αυτά τα συμπεράσματα με πολιτικούς σκοπούς και για ιδεολογικούς λόγους: ισχυριζόμενη ότι η ιατρική επιστήμη είναι πεδίο των «λευκών», κατηγορεί τον επιστημονικό κόσμο για ρατσισμό εναντίον των υπέρβαρων. Όμως, η λευκότητα της ιατρικής είναι μια προκατάληψη: η Ασία έχει επενδύσει μαζικά στην ιατρική και έχει καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα όσον αφορά την παχυσαρκία. Το ασιατικό «ιατρο-βιομηχανικό σύμπλεγμα», όπως ονομάζουν επιτιμητικά οι ακτιβιστές τον ιατρικοφαρμακευτικό κόσμο είναι μάλιστα πολύ αυστηρότερο ως προς τα κριτήρια και τα όρια του ποιος είναι παχύσαρκος. Αν η Adele είναι για τα αμερικανικά δεδομένα λίγο παχουλή, για τα ασιατικά είναι υπέρβαρη· όσο για την Chrissy Metz (την Kate στο «This Is Us» του NBC) πιθανώς να θεωρείται υπερβολικά παχύσαρκη. Η woke culture πασχίζει να κάνει όλους τους ανθρώπους, εκτός από τους λευκούς άνδρες, να αποδεχτούν τον εαυτό τους: άνθρωποι που έχασαν την υγεία τους ή τη ζωή τους από το πάχος ίσως δεν θα συμφωνούσαν.
Ένα από τα πρώτα εύσαρκα μοντέλα, η Anne Zambertan, που διαφήμιζε το Virgin Megastore στη δεκαετία του 1990, έχασε τη ζωή της σε ηλικία 48 ετών από πνευμονική εμβολή: είχε προλάβει να γράψει δύο βιβλία για τη δυσφορία του σώματος και τον ακατανίκητο εθισμό στο φαγητό – αλλά, ήταν διαφορετική εποχή, οι άνθρωποι δεν κράδαιναν έτσι τις ατομικές τους ιδιότητες· προσπαθούσαν να γίνουν καλύτεροι και να ζήσουν περισσότερο.
Φτάνουμε στο ζήτημα του μάρκετινγκ. Καθώς αναπτύσσεται η ταυτότητα του υπέρβαρου, οι επιχειρήσεις (η Nike για παράδειγμα) εγκαινιάζουν προϊόντα «plus-size», ενώ αναδεικνύονται μοντέλα «plus-size»: η Tess Hollyday, η Jari Jones, η Marina Bulatkina διατείνονται ότι βοηθάνε τις γυναίκες να αποδεχτούν το σώμα τους και να μη γλιστρήσουν στην παθολογία της ανορεξίας. Αλλά υπάρχει απόσταση μεταξύ αποδοχής της παχυσαρκίας και μίμησης των πιο λιπόσαρκων μοντέλων – τα οποία, έτσι κι αλλιώς, έχουν χάσει τη λάμψη τους και σε μερικές χώρες υποβάλλονται σε έλεγχο βάρους. Παραλλήλως, ανθίζει η βιομηχανία των διαιτητικών προϊόντων: καθώς η woke culture ευνοεί την παχυσαρκία, οι μεγάλες επιχειρήσεις και η Big Farma τρίβουν τα χέρια τους – συμπληρώματα, φάρμακα, προϊόντα αποτοξίνωσης και απίσχνασης γεμίζουν τα ράφια. Κάθε καινούργια ταυτότητα αγοράζει τα δικά της προϊόντα και ανοίγει νέες κερδοφόρες αγορές.