Health & Fitness

Στα ίχνη του κορωνοϊού: Η διαδικασία της ιχνηλάτησης

«Η ιχνηλάτηση, μαζί με τα μέτρα προστασίας, τη χρήση μάσκας, την τήρηση των αποστάσεων και την υγιεινή, είναι τα μοναδικά μας όπλα για να σπάσει η αλυσίδα μετάδοσης της πανδημίας»

Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 765
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο αντιπύραρχος Σπύρος Γεωργίου, εκπρόσωπος Τύπου της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, εξηγεί πώς γίνεται η ιχνηλάτηση των κρουσμάτων κορωνοϊού

Κάθε μέρα το απόγευμα, την ώρα που ο ΕΟΔΥ ενημερώνει για τα νέα κρούσματα και τους θανάτους από κορωνοϊό στη χώρα μας, κοινοποιείται στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας μία λίστα με τα στοιχεία επικοινωνίας των ανθρώπων που διαγνώστηκαν θετικοί. Είναι η ώρα που η ομάδα ιχνηλάτησης θα αναλάβει να ενημερώσει τους θετικούς ότι θα πρέπει να μείνουν σε καραντίνα, να αναζητήσει τις στενές τους επαφές και να βρει από πού ξεκίνησε η διασπορά. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε 24 ώρες, μέχρι το επόμενο απόγευμα και την επόμενη λίστα.

«Η ιχνηλάτηση, μαζί με τα μέτρα προστασίας, τη χρήση μάσκας, την τήρηση των αποστάσεων και την υγιεινή, είναι τα μοναδικά μας όπλα για να σπάσει η αλυσίδα μετάδοσης της πανδημίας. Τουλάχιστον μέχρι να έρθει το εμβόλιο», λέει ο αντιπύραρχος, Σπύρος Γεωργίου, εκπρόσωπος Τύπου της ΓΓΠΠ.

Τον Μάρτιο οι ιχνηλάτες ήταν 16, σήμερα, που τα κρούσματα είναι πολύ περισσότερα, ανέρχονται σε 203. Προέρχονται από πέντε υπηρεσίες, το υπουργείο Υγείας, τον ΕΟΔΥ, την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και το Λιμενικό και στην πλειονότητά τους είναι ανακριτικοί υπάλληλοι. «Είναι απαραίτητη η εμπειρία των ιχνηλατών στον συγκεκριμένο τομέα, τόσο για να έχουν την ικανότητα να εκμαιεύσουν τις απαραίτητες πληροφορίες, όσο και για να εξηγήσουν αποτελεσματικά στους πολίτες ότι η καραντίνα δεν είναι τιμωρία, αλλά μια απαραίτητη διαδικασία για την υγεία όλων αυτών που αγαπάμε. Εάν δεν υπήρχε η ιχνηλάτηση, η διασπορά του ιού θα ήταν πολύ μεγαλύτερη», σημειώνει ο κ. Γεωργίου.

Πολλά από τα θετικά κρούσματα της ημέρας έχουν ήδη ειδοποιηθεί από τον ΕΟΔΥ, ωστόσο μπορεί να υπάρχουν και κάποιοι που, για παράδειγμα, δεν απάντησαν στο τηλέφωνο. Έτσι, η πρώτη δουλειά των ιχνηλατών είναι να ειδοποιηθούν όλοι οι θετικοί ότι θα πρέπει να μείνουν σε κατ’ οίκον περιορισμό για δέκα ημέρες. Το διάστημα αυτής της καραντίνας ξεκινά από την ημέρα λήψης του δείγματός τους και παραβίασή της έχει πρόστιμο 5.000 ευρώ. Μετά το δεκαήμερο περιορισμού δεν υπάρχει υποχρέωση επανεξέτασης (νέου τεστ), καθώς σύμφωνα με το πρωτόκολλο του ΕΟΔΥ, μετά το χρονικό διάστημα των δέκα ημερών, ακόμη κι αν κάποιος παραμένει θετικός, δεν είναι πια μεταδοτικός. 

 

Εάν κάποιος που τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό ζει μόνος του και δεν έχει συγγενείς ή φίλους, προκειμένου να τον προμηθεύουν με τα απαραίτητα, ψώνια κ.λπ., μπορεί να απευθύνεται στον δήμο του, ζητώντας να ωφεληθεί από την υπηρεσία «Βοήθεια στο Σπίτι».

Το δεύτερο κομμάτι της ιχνηλάτησης αφορά την προσπάθεια να κοπεί η αλυσίδα της μετάδοσης, μέσω της εύρεσης και της απομόνωσης και των «στενών επαφών» των ανθρώπων που διαγνώστηκαν θετικοί. «Πριν το λοκντάουν και καθώς οι μετακινήσεις των πολιτών ήταν περισσότερες, οι στενές επαφές συνήθως ήταν 4-5, αλλά μπορούσαν να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν τις 20, σε εστίες υπερμετάδοσης, όπως σε κάποιες περιπτώσεις διασποράς σε βιοτεχνίες και εργοστάσια. Τώρα με το λοκντάουν οι στενές επαφές έχουν μειωθεί και είναι περίπου ένα προς δύο», λέει ο κ. Γεωργίου. Ο ΕΟΔΥ έχει συγκεκριμένο αλγόριθμο με τον οποίο προσδιορίζει ποιοι αποτελούν «στενές επαφές». Έτσι, στενή επαφή θεωρείται κάθε άνθρωπος με τον οποίο ο θετικός βρέθηκε στον ίδιο χώρο για πάνω από 15 λεπτά, χωρίς μάσκα και χωρίς εξαερισμό. Αν, όμως, σε έναν εργασιακό χώρο δύο εργαζόμενοι με μάσκες, με το χώρο να αερίζεται και κρατώντας αποστάσεις βρεθούν για 6, 8 ή 10 ώρες μαζί, ανταλλάσσοντας, π.χ., διάφορα έγγραφα, θεωρούνται και αυτοί στενές επαφές. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, δύο ή περισσότερα άτομα που βρίσκονται στον ίδιο χώρο από 4 ώρες και πάνω, ακόμη κι αν τηρούν τα μέτρα προστασίας, θεωρούνται στενές επαφές.

«Το πιο δύσκολο είναι ο άνθρωπος που διαγνώσθηκε θετικός να θυμηθεί τι ακριβώς έκανε και με ποιους ήρθε σε επαφή, σε ένα χρονικό διάστημα 48 ωρών πριν από την εμφάνιση του πρώτου συμπτώματός του», λέει ο κ. Γεωργίου. Προσθέτει ότι η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων συνεργάζονται, υπάρχουν όμως «και οι πιο “δύσκολοι”, οι οποίοι μπορεί να είναι από αρνητές του ιού, έως και κάποιος που μπορεί να φοβάται ότι αν κατονομάσει μια στενή επαφή του, εκείνη μπορεί ακόμη και να χάσει τη δουλειά της. Για παράδειγμα, ένας πατέρας μπορεί να μη λέει ότι συναντήθηκε με το γιο του, φοβούμενος ότι αν κι εκείνος υποχρεωθεί να μπει σε καραντίνα, μπορεί να απολυθεί. Εμείς τους διαβεβαιώνουμε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει βάσει νόμου και τους χορηγούμε τις σχετικές βεβαιώσεις».

Σύμφωνα με το υπ. Εργασίας, στον εργαζόμενο που έχει επιβληθεί το μέτρο της κατ’ οίκον απομόνωσης καταβάλλεται το σύνολο των αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη του. Εάν στο διάστημα της καραντίνας δεν είναι εφικτή η εξ αποστάσεως εργασία, μετά τη λήξη της προβλέπεται μία ώρα υπερωρία την ημέρα, η οποία δεν καταβάλλεται, μέχρι τη συμπλήρωση του μισού χρόνου της εργασίας που αντιστοιχεί στο χρόνο του κατ’ οίκον περιορισμού (άρθρο 15 του Ν.4722/2020). 

Αναρωτιέμαι τι γίνεται με έναν θετικό που τις τελευταίες 48 ώρες από το πρώτο σύμπτωμά του έχει μπει σε σούπερ μάρκετ ή σε λεωφορείο, πώς μπορούν να ελεγχθούν εκείνες οι στενές επαφές. «Στο σούπερ μάρκετ τηρούνται οι κανόνες, όπως οι αποστάσεις, ενώ η χρήση της μάσκας είναι υποχρεωτική. Τώρα, αν κάποιος έβγαλε τη μάσκα και συνομίλησε με κάποιον γνωστό του στο διάδρομο για αρκετή ώρα, τότε ναι, είναι στενή επαφή. Όσο για τα λεωφορεία και εκεί, όπως και παντού, ισχύει η υποχρέωση της χρήσης μάσκας, ενώ τα πράγματα έχουν βελτιωθεί και σε ό,τι αφορά τις αποστάσεις», υποστηρίζει ο εκπρόσωπος της ΓΓΠΠ. Για τις στενές επαφές ισχύει κατ’ οίκον περιορισμός 14 ημερών από την τελευταία επαφή με το επιβεβαιωμένο κρούσμα, όπως και το πρόστιμο των 5.000 ευρώ, ενώ υπάρχει τακτική επικοινωνία με τον ιχνηλάτη μήπως και εκδηλωθούν συμπτώματα της νόσου. Όσο για τις στενές επαφές των «στενών επαφών», δεν προβλέπεται κάτι, ενώ την αρμοδιότητα για την τήρηση του περιορισμού έχει η αστυνομία. 

Τέσσερα τμήματα διαθέτει η ιχνηλάτηση της ΓΓΠΠ: 1) του εσωτερικού, των ιχνηλατών, δηλαδή, που ασχολούνται με όλα τα κρούσματα της επικράτειας, 2) των τουριστών και των ξένων επισκεπτών για επαγγελματικούς λόγους, 3) της παρακολούθησης και καταγραφής στα νοσοκομεία, ποιοι εισήχθησαν, ποιοι πήραν εξιτήριο, ποιοι παραμένουν, ποιοι έχασαν τη ζωή τους και 4) της διοικητικής υποστήριξης, που εκδίδει και τις βεβαιώσεις περί καραντίνας.

Σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα «ορφανά» κρούσματα, πρόκειται για ανθρώπους για τους οποίους δεν εξακριβώθηκε από πού και ποιος τους μετέδωσε τον ιό. «Κι εδώ βοηθάει το λοκντάουν, καθώς οι επαφές είναι περιορισμένες. Είναι δύσκολο να σκεφτεί, να φανταστεί κανείς από πού έχει κολλήσει, αλλά με τη συνέντευξη πολλές φορές αυτό γίνεται εφικτό, καθώς θυμάται με ποιους συναντήθηκε, αν υπήρχαν συμπτώματα, μπορεί να γίνει μια επικοινωνία και να μάθουμε. Το πιο δύσκολο στη διερεύνηση της αρχικής εστίας μετάδοσης είναι αν αυτή ήταν ασυμπτωματική. Να σας πω, πάντως, ότι το ποσοστό επιτυχίας στην εξακρίβωση της αλυσίδας μετάδοσης, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία βρίσκεται πολύ ψηλά, στο 92,3%», λέει ο κ. Γεωργίου.

Η Α’ Ψυχιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ υπογραμμίζει ότι για όσους βρίσκονται σε καραντίνα, είναι σημαντική η διατήρηση των κοινωνικών επαφών, ιδανικά με μέσα που μας μεταφέρουν εικόνα του άλλου. Αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, το τηλέφωνο, τα μηνύματα και οι ομάδες αλληλοστήριξης στα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να προσφέρουν επίσης σημαντική βοήθεια. Αναλυτικά οι «Καλές πρακτικές για την ψυχολογία ατόμων σε περιορισμό λόγω Covid-19» εδώ