- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πού οφείλονται οι κολπίτιδες που επιμένουν
Οι γυναίκες με εμμένουσες κολπίτιδες βιώνουν σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική, εργασιακή και σεξουαλική ποιότητα ζωής, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη έγκαιρης και σωστής διάγνωσης. Στοιχεία μελετών καταδεικνύουν ότι υπάρχει ένα ευρύ φάσμα παθήσεων που μπορεί να προκαλέσουν αιδοιοκολπικά συμπτώματα και ότι κατά την αξιολόγηση των γυναικών με χρόνια συμπτώματα μπορεί να προκύψουν διαφορετικές διαγνώσεις.
«Οι αναφορές για κολπικές ενοχλήσεις είναι πολύ συχνές, ιδιαίτερα μετά τις διακοπές. Η κολπίτιδα είναι ένας ευρέως χρησιμοποιούμενος όρος, που ορίζει ένα φάσμα παθήσεων τα οποία προκαλούν αιδοιοκολπικά συμπτώματα. Αν και είναι σπάνια απειλητική για τη ζωή, μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε αυτήν -όπως ταλαιπωρία και πόνο, απώλεια ημερών από το σχολείο ή την εργασία- αλλά και στη σεξουαλική λειτουργία», σημειώνει ο χειρουργός γυναικολόγος ογκολόγος – μαιευτήρας και εξειδικευμένος στην ορμονική αποκατάσταση με βιομιμητικές ορμόνες – Δρ. Κυριάκος Τίγκας.
Παρά την αναστάτωση που προκαλούν, αρκετές γυναίκες δεν απευθύνονται εγκαίρως στον γυναικολόγο τους, αλλά προσπαθούν να απαλλαγούν από τα συμπτώματα με την αυθαίρετη λήψη μη συνταγογραφούμενων ή εναλλακτικών φαρμάκων. Η αυτοδιάγνωση έχει αποδειχθεί ότι είναι σωστή μόνο 1 στις 3 φορές. Η διάγνωση μέσω τηλεφώνου είναι οριακά καλύτερη από μια μαντεία, δεδομένου ότι τα συμπτώματα μιας βακτηριακής κολπίτιδας για παράδειγμα, συχνά συγχέονται και/ή περιπλέκονται από ερεθισμούς, αλλεργίες ή άλλες συστηματικές ασθένειες. Δυστυχώς, όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αυτοθεραπεία μπορεί να καταλήξει σε επιδείνωση της πάθησης.
Όπως μας εξηγεί ο Δρ. Τίγκας, η φυσική άμυνα του κόλπου βασίζεται σε προστατευτικούς οργανισμούς, άθικτα επιθηλιακά κύτταρα καθώς και στην Ορμονική Ισορροπία, ιδιαίτερα οιστρογόνων και προγεστερόνης. Ο γαλακτοβάκιλλος μειώνει το κολπικό pH για να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ακατάλληλο για την ανάπτυξη των βακτηριδίων. Αναστέλλει επίσης τη βακτηριακή προσκόλληση στα επιθηλιακά κύτταρα και ανταγωνίζεται με αυτά για θρεπτικά συστατικά. Η βλάβη των επιθηλιακών κυττάρων στον κόλπο λόγω τραύματος, βακτηριακής υπερανάπτυξης ή απώλειας οιστρογόνων, μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολία εξάλειψης των ανεπιθύμητων βακτηριδίων και σε αυξημένη ευαισθησία στα ερεθιστικά που έρχονται σε επαφή με τον αιδοιοκολπικό ιστό. Η δερματίτιδα εξ επαφής μπορεί να επιδεινώσει μια άλλη «απλή» λοίμωξη και να προδιαθέσει τις γυναίκες σε υποτροπή λόγω της διάσπασης της φυσικής τους άμυνας.
«Είναι γενικά παραδεκτό ότι οι πιο συνηθισμένες αιτίες της κολπίτιδας είναι η βακτηριακή κολπίτιδα, η αιδοιοκολπική καντιντίαση και οι τριχομονάδες. Εκτιμάται ότι το 30% των περιστατικών παραμένουν αδιάγνωστα, ακόμα και μετά από μια τυπική εξέταση. Στην πλειονότητά τους βέβαια η διάγνωση είναι έγκυρη, αλλά μπορεί να προκύψουν υποτροπιάζοντα ή ανθεκτικά συμπτώματα που δεν ανταποκρίνονται στην τυπική συμβατική θεραπεία», προσθέτει.
Η βακτηριακή κολπίτιδα είναι μία από τις πιο συχνές αιτίες κολπικών εκκρίσεων. Οι ασθενείς συχνά θεωρούν ότι η δυσάρεστη οσμή τους είναι ένδειξη ελλιπούς υγιεινής και έτσι μπορεί να επιδεινώσουν την κατάσταση με κολπικές πλύσεις, που μπορεί να επιτρέψουν στον παθογόνο οργανισμό να αναπτυχθεί περισσότερο. Ο ερεθισμός του αιδοίου, συνοδεύει συχνά αυτά τα συμπτώματα και μπορεί να είναι αποτέλεσμα βλάβης των επιθηλιακών κυττάρων, ερεθισμός από τις εκκρίσεις ή ερεθιστικά προϊόντα που βλάπτουν περαιτέρω το ευαίσθητο δέρμα του. Η αθεράπευτη βακτηριακή κολπίτιδα, όχι μόνο προκαλεί αιδοιοκολπικά συμπτώματα, αλλά συνδέεται επίσης με άλλες επιπτώσεις στην υγεία, μεταξύ αυτών και με αυξημένο κίνδυνο απόκτησης σεξουαλικά μεταδιδόμενης νόσου (HIV, έρπητα, γονόρροια, χλαμύδια και τριχομονάδες).
Η αιδοιοκολπική καντιντίαση είναι επίσης συχνή και επηρεάζει την πλειοψηφία των γυναικών, τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας τους. Το κύριο σύμπτωμά της είναι ο κνησμός στο αιδοίο, αλλά και η αίσθηση καύσου, ο πόνος και ο ερεθισμός είναι επίσης συχνά. Οι γυναίκες επισκέπτονται τον γυναικολόγο τους ήδη έχοντας οίδημα και γδαρσίματα από το ξύσιμο. Ο κυριότερος ένοχος είναι ο μύκητας Candida albicans (Ωίδιο το λευκάζον), ο οποίος ευθύνεται για το 90% των περιπτώσεων. Οποιοδήποτε από τα περισσότερα από 100 είδη του μπορεί να προκαλέσει τα ίδια συμπτώματα.
Τέλος, η τριχομονίαση ή τριχομονάδωση είναι μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη που προκαλείται από ένα παράσιτο, το trichomonas vaginalis. Τα συμπτώματα συνήθως αναπτύσσονται μέσα σε ένα μήνα από τη μόλυνση, αλλά μέχρι το 50% των ανθρώπων είναι ασυμπτωματικά. Είναι δε παρόμοια με εκείνα πολλών άλλων σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων, οπότε μερικές φορές καθίσταται δύσκολη η διάγνωση. Στις γυναίκες μπορεί να προκαλέσει δύσοσμη κολπική έκκριση που μπορεί να είναι παχύρρευστη, λεπτόρρευστη ή αφρώδης, κίτρινου-πράσινου χρώματος, όπως επίσης οίδημα και κνησμό γύρω από τον κόλπο, πόνο ή δυσφορία κατά την ούρηση και το σεξ.
Και οι τρεις λοιμώξεις μπορούν να αποτελέσουν πρόκληση για τους κλινικούς ιατρούς, με την τάση τους να επανεμφανίζονται. Αυτό συμβαίνει όταν δεν εντοπίζονται με ακρίβεια, άρα έχουν υποθεραπευτεί, είτε διότι πολλές φορές υπάρχουν περισσότεροι από ένας υπεύθυνοι παράγοντες, είτε διότι ο οργανισμός δεν ανταποκρίνεται επαρκώς, λόγω πτώσης του ανοσοποιητικού συστήματος. Έτσι, η πιθανότητα μόνιμων βλαβών στην περιοχή, αυξάνεται σημαντικά και η οποιαδήποτε αρχικά καλοήθης κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί, λόγω χρονιότητας της φλεγμονής.
«Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κολπίτιδων και την αποφυγή επανεμφάνισής τους, είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται ότι πολλά από τα συμπτώματα που παρουσιάζουν αλληλεπικαλύπτονται τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλες ασθένειες, να διασφαλίζεται η σωστή διάγνωση μέσω κατάλληλων εξετάσεων και ο προσδιορισμός του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος. Επιπλέον, οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου και τους τρόπους πρόληψης», καταλήγει ο Δρ. Κυριάκος Τίγκας.