Health & Fitness

Γιάννης Κυριόπουλος: Τι πρέπει να αλλάξει άμεσα στα νοσοκομεία

Ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας αποτιμά στην ATHENS VOICE την πολιτεία Ξανθού - Πολάκη και προτείνει ριζοσπαστικές λύσεις για το Σύστημα Υγείας

Βασίλης Βενιζέλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, Γιάννης Κυριόπουλος, αναλύει τι πρέπει να αλλάξει άμεσα στα νοσοκομεία της χώρας μας.

Τη μετατροπή των νοσοκομείων του ΕΣΥ της χώρας μας σε αυτοτελή και αυτοδιαχειριζόμενα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα προτείνει σήμερα από την ATHENS VOICE ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος, ο οποίος υπογραμμίζει επίσης ότι η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, Ανδρέας Ξανθός και Παύλος Πολάκης, είχε επιβάλει μία «πολεμική ρητορική άνευ λόγου και ουσίας» στον χώρο της Υγείας, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και να απαξιωθούν θεσμοί και πρόσωπα του χώρου.

Κύριε καθηγητά, θα λέγατε ότι περάσαμε μία χαμένη τετραετία στο χώρο της Υγείας ή υπάρχει δυνατότητα να εντοπίσουμε σημεία ή τομείς, όπου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ πέτυχε βελτιώσεις, αναδιαρθρώσεις και μεταρρυθμίσεις;

Με ένα «συμπαθές» αφήγημα η κυβέρνηση της περιόδου 2015-2019 πέτυχε μερικώς την άμβλυνση των αρνητικών εντυπώσεων −από τη καθοδική πορεία του υγειονομικού τομέα− σε τμήμα της κοινής γνώμης. Όμως, σύμφωνα με τα ακριβή και αξιόπιστα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ και του ΟΟΣΑ, τα γεγονότα και οι αριθμοί καταμαρτυρούν ακριβώς τα αντίθετα.

Ο ρυθμός της βελτίωσης των δεικτών υγείας επιβραδύνθηκε, η πρόσβαση των πολιτών −ιδιαίτερα των φτωχών− στις υπηρεσίες υγείας κατέστη δυσχερέστερη και οι ανισότητες διευρύνθηκαν. Ακόμη, οι καταστροφικές δαπάνες για την υγεία (>20% του εισοδήματος) καθώς και η φτωχοποίηση των νοικοκυριών από τις υψηλές ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές αυξήθηκαν.

Οι απόπειρες μεταρρυθμίσεων στην ασφάλιση ασθένειας (με την «κάλυψη» των ανασφαλίστων) και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (με τη δημιουργία των ΤοΜΥ) υπήρξαν ρητορικά «θορυβώδεις» αλλά πρακτικά ατελέσφορες.

Συνοπτικά, οι παρακμιακές και εκφυλιστικές τάσεις στους τομείς της υγείας και της ιατρικής περίθαλψης εξακολουθούν να διαβρώνουν τις παραγωγικές υποδομές του υγειονομικού τομέα αλλά και να υπονομεύουν τις σχέσεις ανάμεσα στους ασθενείς, τους γιατρούς και το κράτος.

Διαθέτουμε τώρα ένα «δείγμα» δημοσίας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, το οποίο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ιδίας της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας, απευθύνεται περίπου σε... 1 εκατ. κατοίκους της χώρας μας, ενώ το κόστος του συστήματος ουδέποτε το έχουμε πληροφορηθεί. Μπορεί να συνεχισθεί αυτή η πορεία, αυτή η κατάσταση;

Το εγχείρημα των ΤοΜΥ συνιστά μια απόπειρα «πολιτικής» απάντησης στην «σοσιαλιστική» εκδοχή των Κέντρων Υγείας και στη «φιλελεύθερη» θέση των πολυϊατρείων της κοινωνικής ασφάλισης και των ιατρείων με σύμβαση ΕΟΠΥΥ.

Αμφότερα συγκροτούν δυνητικά και από κοινού ένα πλουραλιστικό δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας μεγάλης ισχύος − που κακώς παραβλέπεται ή/ και ενίοτε υποτιμάται.

Όμως η συγκεκριμένη περιορισμένη και αποσπασματική προσπάθεια των ΤοΜΥ έχει αβέβαιη και πενιχρή χρηματοδοτική βάση, αντιτεχνολογικό χαρακτήρα, και δεν προσφέρει εναλλακτικές επιλογές στους πολίτες. Παρά το γεγονός ότι στη χώρα μας δεν έχει αναδειχθεί ένα ηγεμονικό πρότυπο στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, εντούτοις η συμβολή των ΤοΜΥ σε αυτήν δεν είναι θετική και συμπληρωματική. Συνιστά μια «αρχαϊκή» θέση ασύμβατη με το επίπεδο κοινωνικής και υγειονομικής ανάπτυξης της χώρας και παραγνωρίζει τις προτιμήσεις των χρηστών των υπηρεσιών υγείας και γενικότερα των πολιτών.

Πώς σας φαίνεται η οργανωτική και διοικητική υπαγωγή του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) στον ίδιον τον υπουργό Υγείας, σχήμα το οποίο καθιέρωσε ο τέως υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός; Είναι σχήμα λειτουργικό αυτό; Μπορεί ο ΕΟΠΥΥ να αναπτυχθεί χωρίς να διαθέτει στοιχειώδη οργανωτική και διοικητική αυτονομία;

Η υπαγωγή του ΕΟΠΥΥ με αυτή τη μορφή συνιστά μια αδόκιμη και δυσερμήνευτη «κίνηση». Πιθανώς να υπονοεί τη έλλειψη «εμπιστοσύνης» στην αυτοτέλεια του οργανισμού και την πρόθεση πλήρους και ασφυγκτικού ελέγχου από την κεντρική διοίκηση.

Προφανώς δεν επιχειρείται δι' αυτού και δεν υπαινίσσεται με κανέναν τρόπο την μετατροπή του υφιστάμενου ιατρό ασφαλιστικού σχήματος σε δημόσιο (κρατικό) σύστημα χρηματοδοτούμενο από τη γενική φορολογία. Δηλαδή σε πλήρες και ολοκληρωμένο ΕΣΥ στη θέση του υφιστάμενου «υβριδικού» σχήματος.

Στην πραγματικότητα συνιστά ένα «παράδειγμα» πολιτικής αμηχανίας. Μια αιώρηση ανάμεσα στην ιδεολογική προσταγή για την «κρατικοποίηση» της ιατρικής περίθαλψης και την πολιτική πρακτική που «ωθεί» σε ένα μεικτό και πλουραλιστικό σύστημα υγείας. Το εγχείρημα δεν προσέδωσε βελτιώσεις στην αποδοτικότητα και την βέλτιστη κατανομή των πόρων.

Ακόμη, η προσέγγιση αυτή αποτέλεσε εμπόδιο στην ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του ΕΟΠΥΥ σε μοναδικό ενιαίο τρίτο πληρωτή (μονοψώνιο) που «εκ των πραγμάτων» συγκροτεί μια μεταρρυθμιστική πρόταση με βάση τη διάκριση της προσφοράς από τη ζήτηση στα πλαίσια του «ελεγχόμενου ανταγωνισμού» από το κράτος.

Πώς σχολιάζετε το σχήμα το οποίο συνήθιζε να μας παρουσιάζει η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, σύμφωνα με το οποίο οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. είχαν στόχο τη διάλυση του δημοσίου συστήματος Υγείας, ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ κατάφερε να κρατήσει το σύστημα στα «πόδια» του;

Είναι αλήθεια ότι υπήρξε μια πολεμική ρητορική άνευ λόγου και χωρίς πραγματικό αντικείμενο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. Τα «αστικά» κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) μετά από μια μακρά περίοδο «επώασης» φαίνεται ότι έχουν καταλήξει στην υποστήριξη ενός μεικτού σχήματος με κοινωνικό χαρακτήρα στον υγειονομικό τομέα. Ένα μίγμα δημόσιας κρατικής εμπλοκής και κοινωνικής ασφάλισης με εμφανή και διακριτή παρουσία του ιδιωτικού τομέα.

Η πολιτική αυτή δοκιμάστηκε από τη δραματική μείωση των υγειονομικών πόρων και την υποχρηματοδότηση εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και των «μνημονιακών» προγραμμάτων. Η προσέγγιση της «ριζοσπαστικής» αριστεράς για την πλήρη κρατικοποίηση δεν αποδείχθηκε ότι έχει προγραμματική πληρότητα και πολιτική εφικτότητα, ενώ η ανάταξη του ΕΣΥ και γενικότερα του υγειονομικού τομέα παραμένει σε μείζονα εκκρεμότητα. Το σύστημα υγείας χρειάζεται υποστήριξη για να σταθεί «στα πόδια του» και να υπερβεί τη κρίση.

Τα σχετικά μεγέθη καταδεικνύουν την κατάσταση: ιδιωτική δαπάνη 39.5%, δημόσια δαπάνη 5.1% του ΑΕΠ, καταστροφικές δαπάνες 13.6% των νοικοκυριών και ανικανοποίητες ανάγκες για οικονομικούς λόγους 18.3% , στο κατώτερο πεμπτημόριο του πληθυσμού. Τα μεγέθη αυτά είναι μακράν κατώτερα του μέσου όρου χωρών του ΟΟΣΑ και ακόμη περισσότερο των αντίστοιχων της ΕΕ.

Εάν σας ρωτούσε σήμερα ο νέος υπουργός Υγείας σε ποιους τομείς της Υγείας γενικά απαιτούνται επείγουσες και άμεσες παρεμβάσεις και σε ποιους άλλους τομείς της Υγείας απαιτούνται μεσομακροπρόθεσμες, αλλά συγκροτημένες αναδιαρθρώσεις και μεταρρυθμίσεις, ποιες απαντήσεις θα δίνατε;

Η μεταρρύθμιση και ανάταξη του συστήματος υγείας δεν κατέστη δυνατή με τα «μνημονιακά προγράμματα», ούτε με κάποια απόπειρα «ελληνοποίησης». Η δραματική μείωση της δημόσιας δαπάνης και η υποχρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας ωθεί σε μια «κακή ισορροπία» τον υγειονομικό τομέα.

Η κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές μείζονος κλίμακας με επίκεντρο: (α) την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και (β) τον έλεγχο του φαινομένου των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών, ώστε να αναστραφεί η de facto «αποασφάλιση» του πληθυσμού και η καθοδική εξέλιξη που συνεχίζεται για δέκατο χρόνο.

Η υφιστάμενη κατάσταση στον υγειονομικό τομέα απαιτεί μείζονος εμβέλειας διαρθρωτικές αλλαγές «εν πτήσει» σε μια χώρα που πάσχει βαρέως από το σύνδρομο της μεταρρυθμιστικής κόπωσης. Η επίλυση αυτού του προβλήματος είναι ένα μείζον πολιτικό ζήτημα αλλά και μια ιστορική πρόκληση.

Έχουν την πολυτέλεια τα νοσοκομεία του ΕΣΥ της χώρας μας να συνεχίσουν να λειτουργούν υπό το ισχύον οργανωτικό, νομικό και επιχειρησιακό καθεστώς ή απαιτούνται τώρα γενναίες μεταρρυθμίσεις σε αυτόν τον πολύπαθο και ιδιαιτέρως κοστοβόρο τομέα;

Σε μια υγειονομική «αγορά» που βασίζεται στη διάκριση της προσφοράς από τη ζήτηση στα πλαίσια ενός μεικτού συστήματος υγείας −όπως είναι το σύστημα υγείας στη χώρα− η αποδοτική χρήση των πόρων διασφαλίζεται σε συνθήκες «ελεγχόμενου ανταγωνισμού» από την κεντρική διοίκηση.

Κατά συνέπεια, το «διοικητικό ανάλογο» μιας τέτοιας σχέσης δεν μπορεί παρά είναι η αυτοτελής και αυτοδιαχειριζόμενη νομική προσωπικότητα των νοσηλευτικών ιδρυμάτων ως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με σύγχρονο και επαγγελματικό μάνατζμεντ. Μια εκδοχή που προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο για την αποδοτική χρήση των πόρων και την προσφορά εναλλακτικών επιλογών για την ανταπόκριση των υπηρεσιών στις προτιμήσεις και τις προσδοκίες των πολιτών.

Μια κατεύθυνση που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση πολιτικής και κοινωνικής «νομιμοποίησης» της εθνικής πολιτικής υγείας αλλά και του υγειονομικού τομέα γενικότερα. Η εξέλιξη αυτή συνιστά συνθήκη «sine qua non» για την ολική επαναφορά των κριτηρίων της ιατρικής αποτελεσματικότητας, της οικονομικής αποδοτικότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας, στην εθνική πολιτική υγείας.