- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί η ρήξη στροφικού πετάλου οδηγεί τους ασθενείς στο χειρουργείο;
Ελάχιστα επεμβατική προσέγγιση επιτρέπει γρήγορη επιστροφή στις δραστηριότητες
Ο σημαντικότερος λόγος που οι ασθενείς με ρήξη στροφικού πετάλου αποφασίζουν να χειρουργηθούν είναι η βελτίωση της κινητικότητας του ώμου. Όσοι επιλέγουν δε να υποβληθούν σε αρθροσκόπηση, εμφανίζουν τόσο αύξηση του εύρους κίνησης της άρθρωσης, όσο και ανακούφιση από τον πόνο, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Ορθοπαιδικής Εταιρείας για την Αθλιατρική (American Orthopaedic Society for Sports Medicine), στο Σαν Ντιέγκο.
«Το στροφικό πέταλο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ώμου και στην επιτυχή ολοκλήρωση εργασιών, που απαιτούν την ικανότητα να τοποθετείται το χέρι με ακρίβεια στο χώρο, ιδιαίτερα όταν ο βραχίονας είναι μακριά από το σώμα και πάνω από το ύψος του ώμου. Το στροφικό πέταλο αποτελείται από τους τένοντες τεσσάρων μυών, οι οποίοι ξεκινούν από την ωμοπλάτη και καταλήγουν στο βραχιόνιο οστό, περιβάλλοντας την κεφαλή του. Ρήξη των τενόντων, μερική ή ολική, προκαλείται είτε από εκφυλισμό, είτε από τραυματισμό. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο περίπου το 1% των ενηλίκων ηλικίας άνω των 45 ετών αντιμετωπίζουν κάποιο νέο πρόβλημα στην άρθρωση του ώμου, με τα προβλήματα στο στροφικό πέταλο να αντιπροσωπεύουν πάνω από τα δύο τρίτα των περιπτώσεων», μας εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Δρ. Παναγιώτης Πάντος, Διδάκτωρ Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αναπληρωτής Διευθυντής Ορθοπαιδικής – Τραυματολογίας στην Κλινική Χειρουργικής Ώμου Klinik Maingau vom Roten Kreuz στη Φρανκφούρτη και υπεύθυνος των τμημάτων Άνω Άκρου και Αθλητικών Κακώσεων της Osteon Orthopedic & Spine Clinic.
Το 26,2% - 38,9% των ρήξεων είναι ασυμπτωματικές, παρόλο που μπορεί να καταστούν συμπτωματικές με την πάροδο του χρόνου. Ο έντονος πόνος είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα στην πλειονότητα των ασθενών, ο οποίος δεν μειώνεται ιδιαίτερα κατά την ανάπαυση και γι’ αυτό οι περισσότεροι βιώνουν εξαιρετικά διαταραγμένο ύπνο. Στα συμπτώματα συμπεριλαμβάνεται η περιορισμένη κίνηση και η μειωμένη μυϊκή δύναμη, που δυσκολεύουν ακόμα και την εκτέλεση των πιο απλών κινήσεων για την ολοκλήρωση των καθημερινών δραστηριοτήτων.
Οι επιπτώσεις των ρήξεων του στροφικού πετάλου είναι συχνά μακροχρόνιες και η πλειονότητα των ατόμων αναζητά ιατρική βοήθεια πολλές μέρες ή και εβδομάδες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Μέχρι τότε οι ασθενείς προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους κατά το δυνατόν φυσιολογικότερα, αποδεχόμενοι την κατάστασή τους, χρησιμοποιώντας τον άλλον ώμο, κάνοντας χρήση αναλγητικών και προσαρμόζοντας ανάλογα τη ζωή τους και τις κινήσεις τους, ελπίζοντας ότι ο πόνος και η δυσλειτουργία θα ιαθούν.
Με την προσέλευση των ασθενών στα ιατρεία, οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να εκτιμήσουν και να κατανοήσουν την ένταση και τη φύση του πόνου που μπορεί να βιώνουν οι ασθενείς με ρήξη στροφικού πετάλου και να κατανοήσουν τις επιζήμιες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν σε όλες τις φάσεις της καθημερινότητας τους. Πρέπει, επίσης, να γνωρίζουν τις πιθανές συναισθηματικές επιπτώσεις που προκαλούνται και να αποφασίσουν ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος αντιμετώπισης για κάθε ασθενή ξεχωριστά, έχοντας εκτιμήσει σωστά τις απεικονιστικές εξετάσεις.
«Ο τρόπος αντιμετώπισης εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες, όπως το μέγεθος της ρήξης, την ανατομία του ώμου και την ποιότητα των ιστών του τένοντα και των οστών. Σε περίπτωσης μερικής ρήξης των τενόντων επιλέγεται αρχικά η συντηρητική αντιμετώπιση, με τη χορήγηση αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, με φυσικοθεραπεία και μυϊκή ενδυνάμωση. Αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η εξέλιξη δεν είναι ικανοποιητική και τα συμπτώματα εμμένουν, οπότε συστήνεται η χειρουργική επέμβαση. Στις μέρες μας επιλέγονται ελάχιστα επεμβατικές προσεγγίσεις για την αποκατάσταση της ρήξης στροφικού πετάλου, προκειμένου ο ασθενής να απαλλαχθεί από το μετεγχειρητικό πόνο, αλλά και από τις αντιαισθητικές μεγάλες τομές που αφήνουν οι ανοιχτές επεμβάσεις», σημειώνει ο Δρ. Γεώργιος Α. Μάζης, εν ενεργεία Διευθυντής Ορθοπαιδικός Χειρουργός στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Barking, Havering and Redbridge του Λονδίνου, στο Ηνωμένο Βασίλειο και επιστημονικός Διευθυντής του τμήματος Χειρουργικής Άνω Άκρου και Άκρας Χειρός της Osteon.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας που παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Ορθοπαιδικής Εταιρείας για την Αθλιατρική, η ανάκτηση της λειτουργικότητας της άρθρωσης ήταν η αιτία που το 81% των ασθενών επέλεξαν να υποβληθούν σε αρθροσκοπική αποκατάσταση στροφικού πετάλου. Άλλοι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν τους ασθενείς στην αρθροσκόπηση ήταν η υπόδειξη του χειρουργού (80%), ο καθημερινός πόνος (76%), η ανησυχία για διεύρυνση της ρήξης (76%) και η αδυναμία ύπνου (72%). Αξιοσημείωτο είναι δε ότι έξι μήνες μετά την επέμβαση παρατηρήθηκε βελτίωση στη βαθμολογία του ερωτηματολογίου ASES (αφορά την αξιολόγηση της λειτουργικότητας και του πόνου στον ώμο, τόσο από τον θεράποντα ιατρό όσο και από τον ασθενή) από 42,6 σε 77, γεγονός που δείχνει ότι οι στόχοι των ασθενών είχαν εκπληρωθεί.
«Η αρθροσκοπική αποκατάσταση του στροφικού πετάλου προτιμάται για τη συρραφή των τενόντων στις ολικές ρήξεις, διότι εξασφαλίζει λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο και καλύτερο διεγχειρητικό έλεγχο του μεγέθους της ρήξης και της αποκατάστασής της. Η επέμβαση πραγματοποιείται με ολική νάρκωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο χειρουργός εισάγει το αρθροσκόπιο και ειδικά εργαλεία στην άρθρωση, μέσω πολύ μικρών τομών (1 εκ.) και προχωρεί στη συρραφή του τένοντα (ή των τενόντων) που έχει υποστεί ρήξη με τη χρήση μεταλλικών ή βιοαπορροφήσιμων εμφυτευμάτων. Σε μεγαλύτερες ρήξεις, το κενό μπορεί να καλυφθεί χρησιμοποιώντας κάποιον γειτονικό τένοντα», εξηγεί περαιτέρω ο Δρ. Παναγιώτης Πάντος.
«Μεταξύ των πλεονεκτημάτων αυτής της ελάχιστα επεμβατικής προσέγγισης είναι ο περιορισμός της απώλειας αίματος και η ελαχιστοποίηση του μετεγχειρητικού πόνου. Ο ασθενής εξέρχεται του νοσοκομείου την επόμενη ημέρα και επανέρχεται στις καθημερινές εργασίες του σε 6 εβδομάδες. Όσον αφορά, όμως, στις αθλητικές δραστηριότητες, θα πρέπει να περιμένει επιπλέον 6 εβδομάδες», συμπληρώνει ο Δρ. Γεώργιος Μάζης.