- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Συζητούσαμε αρκετό καιρό να τρέξουμε μαζί. Το λέγαμε στις επαγγελματικές συναντήσεις, εκεί που στο περιθώριο ανταλλάσσαμε δυο-τρία παραπάνω λόγια για τη ζωή μας, το λέγαμε στις κοινές παρέες όσες φορές είχε τύχει να συναντηθούμε μετά τη δουλειά. Κι έμοιαζε να είναι μια από τις γνωστές συμβατικότητες όσων δεν γνωρίζονται καλά, σαν το «να τα πούμε καμιά φορά» ή το «να βγούμε κανένα βράδυ» - αυτά που μένουν να αιωρούνται στο διηνεκές αν κανείς δεν τα μετατρέψει επιτόπου σε κάτι απτό, ανοίγοντας ατζέντα.
Είχε περάσει καιρός έτσι, μέχρι ένα βράδυ στις αρχές του καλοκαιριού που έτυχε να βρεθούμε σε κοινή παρέα. «Αύριο θα τρέξω στον Εθνικό Κήπο», είπα, σαν για να γεμίσει η ώρα, κι εκείνος απάντησε στο λεπτό: «Δεν έχω τρέξει ποτέ, να έρθω μαζί σου;». Δεν το περίμενα. Και πριν προλάβω να το σκεφτώ απάντησα «ναι». Και το ραντεβού κλείστηκε για το επόμενο πρωί, στην είσοδο της Ηρώδου Αττικού.
Έφτασα πρώτη και περίμενα λίγο. Κάπως αμήχανα. Είχε περάσει καιρός που δεν έτρεχα όσο παλιά κι ένιωθα κάπως σκουριασμένη. Έτσι, η παρέα αντί να μου δίνει χαρά μου προξενούσε ένα κάποιο άγχος «επίδοσης», από αυτό που έχω ηθελημένα ξεπεράσει τα τελευταία χρόνια. Και δεν ήταν εκείνος συγκεκριμένα. Καθένας που θα έτρεχε μαζί μου θα με άγχωνε σε αυτή μου τη φάση.
Έφτασε και βηματίσαμε ως την αρχή της διαδρομής, μιλώντας για διάφορα. Κι εκεί που δέναμε οριστικά τα κορδόνια μας κι εκείνος έβαζε σε λειτουργία το κινητό με την εφαρμογή του (τέτοια σύνεργα του διαβόλου εγώ από χρόνια τα αποφύγω), αίφνης είπε όσα ήθελα να πω εγώ. Πως είχε καιρό να τρέξει στα σοβαρά, μετά από έναν τραυματισμό. Πως είχε πάρει κιλά σε αυτό το διάστημα κι αναρωτιόταν πώς θα ανταποκρινόταν το σώμα του. Κι άλλα που φανέρωναν μια κάποια αγωνία και από τη δική του μεριά. Υπερθεμάτισα κι εγώ, διαλέγοντας να βγάλω στο φως, με λόγια, όσα κρατούσα κρυμμένα. Και ξεκινήσαμε.
Στα πρώτα βήματα, εκεί που προσπαθούσε καθένας μας να βρει τη βολή του για να καταλήξουμε σε έναν κοινό ρυθμό, συνεχίσαμε τις εξηγήσεις. «Ξέρεις, δεν έτρεχα πάντα τόσο αργά», είπε εκείνος. «Κι εγώ δεν έτρεχα τόσο λίγο», συνέχισα εγώ. Μιλήσαμε για ώρα για το πριν. Για τα δρομικά «μεγαλεία» μας, τις καλύτερες μέρες, λες και θα απογοήτευε να γνωριζόμασταν δρομικά εκείνην ακριβώς τη στιγμή, λες και θα χρειαζόταν κάτι ακόμα για να νιώσουμε πληρότητα και ευχαρίστηση.
Τρέξαμε ώρα με το εσωτερικό βλέμμα στραμμένο στο πριν. Στις παλιές καλές μέρες. Έπειτα, μας βρήκε η διαδρομή. Η αίσθηση του χώματος, το φως που έπεφτε μέσα απ’τα δέντρα στα σκιερά περάσματα, οι μυρωδιές, οι άλλοι δρομείς που περνούσαν στο πλάι μας. Βήμα το βήμα βρήκαμε έναν νέο ρυθμό, έναν νέο τρόπο που αντλούσε από το σήμερα χωρίς να νοιάζεται για το πριν. Τι κι αν ήμασταν λίγο βαρύτεροι, λίγο πιο αργοί, λίγο πιο κουρασμένοι και σκουριασμένοι απ΄τις καλές μας μέρες. Ήμασταν στο δρόμο και χαιρόμασταν τη στιγμή.
Αποχαιρετιστήκαμε και πήραμε καθένας το δρόμο για τα δικά του. Πιο ανάλαφροι, πιο σταθεροί. Ναι, ίσως λίγο μελαγχολικοί από την αναπόφευκτη σύγκριση καθενός μας με τον παλιό εαυτό του, μα γεμάτοι δύναμη και έμπνευση για τη συνέχεια. Βηματίζοντας στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής προς το σπίτι, στη γειτονιά πια, ανάμεσα σε καταστήματα, κόσμο και αστική βουή, σκεφτόμουν πόσες φορές έχω ξαναγυρίσει σε κάποια αφετηρία. Μετά από αγώνες ή τραυματισμούς, μετά από εγκυμοσύνες ή δουλειές και φόρτο, μετά από μελαγχολία ή συνθήκη απαγορευτική. Όλες οι επιστροφές ήταν άχαρες, κάποιες από αυτές πολύ. Μα δεν υπάρχει άλλος τρόπος: ο τρόπος είναι ένας και μοναδικός. Να αρχίσεις από την αρχή, από το σημείο που βρίσκεσαι τώρα.
Αυτό που βλέπεις στο τρέξιμο, συμβαίνει και στη ζωή. Μπορείς να σταματήσεις, κάνοντας τομή θαρρετή με το «καλύτερο» και «ηρωικότερο» πριν. Να γίνεις ένας «πρώην»: πρώην αθλητής, πρώην μαραθωνοδρόμος, πρώην μάχιμος σε ό,τι σε ενδιαφέρει και διακονείς. Να κρατήσεις ζωντανές όσες αναμνήσεις παρέμειναν στη μνήμη και στην καρδιά και να κλείσεις αυτό το κεφάλαιο, ανοίγοντάς το σποραδικά, με αναστεναγμούς κι ένα δάγκωμα που γεννά η ανάμνηση του πριν. Ή να το διεκδικήσεις στο σήμερα. Με τις αλλαγές που έφερε η ζωή, αναπόφευκτες ή όχι, αλλά με το πείσμα να κρατήσεις ζωντανό αυτό που συνιστά στοιχείο ταυτότητας. Στην πρώτη περίπτωση κλείνεις την πόρτα οριστικά και κοιτάζεις από το παράθυρο ή τον εξώστη τους άλλους και τη δική σου παλιά ζωή. Στη δεύτερη μένεις ζωντανός και μάχιμος. Δοκιμάζεις, επιστρέφεις, κάποτε χάνεις κι απογοητεύεσαι, συχνά αμφιβάλλεις, μα είσαι στα σίγουρα ζωντανός. Και όταν αντέξεις τις πρώτες φορές, τις πρώτες άχαρες επιστροφές, είσαι και μάχιμος. Με τον δικό σου τρόπο, στο δικό σου σήμερα.