Health & Fitness

Στη σκιά του Ταΰγετου

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Την Μάνη την έχω επισκεφθεί τρεις φορές. Την πρώτη μέσα από τις σελίδες του ομώνυμου βιβλίου του «Πάντυ», του θρυλικού μαχητή της Κρήτης, Πάτρικ Λη Φέρμορ. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα δείγματα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ταυτόχρονα μια μοναδική μαρτυρία για ένα τόσο ιδιαίτερο μέρος της Ελλάδας, στη δεκαετία του ’50. Η δεύτερη φορά ήταν στην πραγματικότητα όλες οι επόμενες εκδρομές στην περιοχή. Κάθε φορά αναζητούσα τα σημάδια της Μάνης του Φέρμορ. Τη Μάνη της πέτρας, της φτώχειας, της ιστορίας και των ζωντανών μύθων. Και κάθε φορά κοιτούσα ψηλά τον Ταΰγετο σαν ανορθογραφία σε αυτή τη Μάνη του ανελέητου ήλιου, πάντα σχεδόν χιονισμένος και καταπράσινος. Μου έφερνε στο νου μια φράση του Μπροντέλ για τη Μεσόγειο, ότι στον ίδιο παράλληλο μπορείς να βρεις υποτροπικό κλίμα, κοντά στη θάλασσα, και αλπικό κλίμα στο βουνό. Η τρίτη φορά λοιπόν ήταν ο Ταΰγετος και ο αγώνας που οργανώνει στην Καρδαμύλη μια ομάδα νέων ανθρώπων που αγαπούν τον τόπο τους. Εμπνευστής ο Σταύρος Κανελέας και τεχνικός υπεύθυνος ο Νίκος Κωστόπουλος.  Αυτή τη φορά γνώρισα μια διαφορετική Μάνη.  Μια Μάνη σχεδόν κοσμοπολίτικη, με προοδευτικούς ανθρώπους, με σύγχρονη αντίληψη για τον τουρισμό και για την ανάγκη να τον συνδυάσουν με την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάδειξη του φυσικού πλούτου της περιοχής. Δεν ειναι όλα ρόδινα αλλά έχουν κάνει μεγάλα βήματα.

Όσο για τον αγώνα, έχει πια υιοθετηθεί από τους ντόπιους, έχει βγάλει μάλιστα και τον τοπικό της ήρωα, τον 17χρονο σήμερα Νίκο Πονηρέα, που δείχνει ότι έχει την στόφα πρωταθλητή.  

Μέχρι φέτος έπαιρνα μέρος στον «μικρό» αγώνα των 20 χιλιομέτρων. Τον μεγάλο τον φοβόμουν, 37 χιλιόμετρα, με 2000+ μέτρα ανάβασης, σε ένα δύσκολο τερέν γεμάτο πέτρα. Ένας ολόκληρος μαραθώνιος βουνού. Κάθε φορά ωστόσο αισθανόμουν οτι άφηνα ανοικτούς λογαριασμούς με τον Ταΰγετο. Κι έτσι, φέτος, με ιδανική δικαιολογία την προετοιμασία για τον Όλυμπο, το αποφάσισα. Δεν το μετάνιωσα.

Να ’μαι λοιπόν στις 8:30 το πρωί, με τη νέα ώρα, στην πλατεία της Καρδαμύλης από όπου και η εκκίνηση. Τα πρώτα χιλιόμετρα ακολουθούμε μια ήπια ανηφόρα. Πλακόστρωτο μονοπάτι στο μεγαλύτερο μέρος, περνάμε μέσα από λιόφυτα, βλέπουμε την ήπια πλευρά του Ταϋγέτου στους πρόποδες του Βουνού. Συνεχίζουμε σε χωματόδρομο και μετά πάλι μονοπάτι. Μέχρι το 21ο περίπου χιλιόμετρο κρατάμε δυνάμεις, μας έχουν προειδοποιήσει οτι τότε αρχίζει ο μαραθώνιος. Μοναδικό σχετικά  δύσκολο κομμάτι ένα σύντομο αλλά απότομο ανέβασμα στο εκκλησάκι του Άι Γιώργη, στην κορφή ενός λόφου από πέτρες που τον σκαρφαλώνουμε στα τέσσερα. Η θέα στη θάλασσα κόβει την ανάσα. Χτυπάμε όλοι την καμπάνα φαντάζομαι για να δηλώσουμε είμαστε εδώ!

Μετά το 21ο αρχίζουν τα δύσκολα. Μέσα σε τρία χιλίομετρα ανεβαίνουμε κοντά 600 μέτρα από ένα απαιτητικό μονοπάτι και φτάνουμε στην κορυφή, στη θέση Ντουμπίτσια. Βρισκόμαστε πια στη ζώνη του έλατου. Τρέχουμε ανάμεσα σε αναβαθμίδες και εκ των υστέρων μαθαίνω οτι πρόκειται για ένα εγκαταλελειμένο χωριό. Οι σωροί από πέτρες δίπλα μας είναι χαλάσματα σπιτιών. Μαγεμένος τόπος, αισθάνομαι ότι το μαύρο δάσος που διαβάζαμε στα παραμύθια θα είναι κάπως έτσι. Το τοπίο έχει αλλάξει, η βλάστηση είναι πιο πυκνή και σε λίγο μπαίνουμε στο καταφύγιο άγριας ζωής του Ταΰγετου. Ακολουθούμε μια απότομη κατηφόρα, με μαλακό υγρό χώμα, όλη στη σκιά των δένδρων. Αρχίζω και γλιστράω και σκέφτομαι πόσοι πολλοί τρόποι υπάρχουν για να πέσεις: γλιστρώντας στη λάσπη, σκοντάφτωντας σε ρίζα δένδρου, πατώντας βρεγμένη ρίζα που γλιστράει, πατώντας πέτρα που υποχωρεί, πατώντας σε πέτρα βρεγμένη που γλιστράει, σκοντάφτωντας σε πέτρα, πατώντας σε χώμα με χαλίκια που γλιστράνε. Και βέβαια για οποιονδήποτε λόγο όταν χαλαρώσεις. Τελικά κατεβαίνω ανέπαφος, μια φορά μόνο στηρίχθηκα σε έναν κορμό και πόνεσε πολύ ο τραυματισμένος ώμος.

Κάποια στιγμή τελειώνει η κατηφόρα και μπαίνουμε στο εντυπωσιακό φαράγγι του Βυρού. Όλοι οι παλιοί μας έχουν τρομάξει ότι γλιστράει, ευτυχώς ο ήλιος των τελευταίων ημερών έχει στεγνώσει τις πέτρες. Παίζοντας κάνω δοκιμές στο μυαλό μου πώς θα περιγράψω αυτή την εμπειρία. Υπαρχουν δυο τρόποι να δεις τα φαράγγια λέω μέσα μου. Ο πρώτος να απολαύσεις τη σκιά από τα πλατάνια ακούγοντας το γάργαρο νερό να κυλά στις σκεπασμένες με βρύα πέτρες. Κι ο δεύτερος να σιχτιρίζεις τα βρύα που κάνουν τις πέτρες παγίδες, τις λίμνες από νερό που γίνεσαι μούσκεμα μόλις γλιστρήσεις και φυσικά τα κλαδιά από τα πλατάνια στο οποία κινδυνεύεις να κουτουλήσεις  μόλις αφαιρεθείς. 

Επόμενη δοκιμασία η ανηφόρα με το καλντερίμι για τα Τσέρια. Σχετικά σύντομο, το ανεβαίνω χωρίς πρόβλημα. Τα πόδια όμως έχουν κουραστεί από το κοπάνημα στην πέτρα. Η κατηφόρα που ακολουθεί με ταλαιπωρεί, ισχία, γόνατα και κυρίως μέση έχουν αρχίσει να πονάνε.  Εδώ το μονοπάτι είναι σηματοδοτημένο με τα χρώματα της σημαίας της Δανίας. Σε άλλα μονοπάτια κοντά στην Καρδαμύλη μπορείς να δεις σημαίες άλλων σκανδιναβικών κρατών, της Σουηδίας ή της Νορβηγίας. Όπως μου εξηγεί ο Γιώργος Γιαννακέας, ήταν ένα παιχνίδι που έκαναν κάνοντας τη σηματοδότηση με έναν Γερμανό σπουδαστή ο οποίος πρώτος, σε συνεργασία με τον Δήμο, ανακάλυψε ξανά τα μονοπάτια που είχαν πέσει σε αχρησία. Το βρίσκω εξαιρετικά επιτυχημένο καθώς η Καρδαμύλη φιλοξενεί μια ολόκληρη κοινότητα ευρωπαίων που αγόρασαν σπίτια στην περιοχή. Πρέπει και αυτοί να αφήσουν τα ίχνη τους. 

Μπαίνουμε ξανά στο φαράγγι με τον τελευταίο στάθμό για νερό στη Μονή του Σωτήρα και για λίγα χιλιόμετρα πηγαίνω μαζί με τον Γιώργο και τον Βασίλη, δυο νέα παιδιά με τα οποία τρέχω λίγο πολύ στον ίδιο ρυθμό. Είχαμε ανεβεί μαζί και την μεγάλη ανηφόρα για την Ντουμπίτσια, με τον Γιώργο να διαμαρτύρεται γιατί αργούσε να του μιλήσει η «κυρία», η φωνή δηλαδή στην εφαρμογή του τηλεφώνου  που μετρούσε τα χιλιόμετρα. Στο πιο δύσκολο σημείο το ένα χιλιόμετρο το κάναμε σε 20 λεπτά!  Αυτές οι δρομικές συναντήσεις μου φτιάχνουν πάντα την διάθεση. Συνήθως πείραζόμαστε ή ανταλλάσουμε πληροφορίες για την διαδρομή, γνωρίζοντας ότι μοιραζόμαστε τον ίδιο σκοπό και την ίδια αγάπη. Και βέβαια σπάει και η μοναξιά του μεγάλου αγώνα.

Είμαστε πια κοντά στο τέλος, μια απρόσμενη, «σαδιστική» παράκαμψη δοκιμάζει την αντοχή μας σε μια ακόμα ανηφόρα και μετά ακολουθεί το τελευταίο πέτρινο κυρίως μονοπάτι  που βγάζει στην Καρδαμύλη. Πονάω παντού, προσπαθώ ωστόσο να κάνω τρέχοντας, τουλάχιστον τα κομμάτια με χώμα, ο στόχος μου είναι ο χρόνος μου να ξεκινά από 6. Απλό μου λέει ο Γιώργος, το πολύ πολύ να πεις ότι έκανες 6 ώρες και 65 λεπτά. Τελικά  φτάνω σε 6 ώρες και 43 λεπτά. Ικανοποιητικός χρόνος για τις δικές μου δυνατότητες. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τη χαρά του τερματισμού αλλά, πιστέψτε με, είναι μεγάλη και είναι ίσως η στιγμή που όλοι οι δρομείς, λιγότερο ή περισσότερο εξαντλημένοι, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξης, νιώθουμε  ότι είμαστε ομάδα. Τη Δευτέρα το πρωί απολογισμός. Πιασμένη μέση, μια φουσκάλα, γόνατα και ισχία σαν να μην έχω τρέξει. Ασήμαντα πράγματα. Και βέβαια η ανάμνηση ενός πολύ γεμάτου Σαββατοκύριακου.