Health & Fitness

Το κόκκινο σορτσάκι

Τρέχω μόνο για μένα, χωρίς να νοιάζομαι για τις εντυπώσεις

Αγγελική Κοσμοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, στα μέσα του φθινοπώρου, τους βλέπω παντού – στο Λυκαβηττό τα πρωινά, στο Ζάππειο τα απογεύματα, στον πεζόδρομο της Ακρόπολης την ώρα που σουρουπώνει, μα κι όπου αλλού βρεθώ, στις παραλίες και τις εξοχές. Μοιάζει σαν οι δρομείς να πληθαίνουν όταν ο Μαραθώνιος της Αθήνας πλησιάζει – σαν να βγαίνουν απ΄ το καβούκι της πολύμηνης προσμονής για να χαρούν τη μεγάλη γιορτή. Απ΄τους δυνατούς και πάντοτε σε φόρμα υπεραθλητές μέχρι τους πρωτάρηδες, απ’ τους γεμάτους αυτοπεποίθηση φίλους των αποστάσεων ως εκείνους που ετοιμάζονται να γευτούν τον κάματο του αγώνα για πρώτη φορά, όλοι προετοιμάζονται για το δρόμο του Νοεμβρίου. Στις παρέες των δρομέων, οι συζητήσεις είναι λίγο-πολύ προβλέψιμες – προπονητικά προγράμματα, μυστικά για διατάσεις, διατροφικά τιπ και οι απαραίτητες αξιολογήσεις του εξοπλισμού, που πληθαίνει για όλους μας με τα χρόνια, να υποθέσω. Οι δυναμικές της παρέας, προβλέψιμες κι αυτές. Οι παλιότεροι δρομείς, με ένα εισαγωγικό «για πόσο πας», βρίσκουν ευκαιρία να μοιραστούν την προηγούμενη εμπειρία τους, ενώ οι νεώτεροι στήνουν αυτί, προσπαθώντας να χαρτογραφήσουν το άγνωστο αναζητώντας την αλήθεια πίσω απ’ τα λόγια και τις συμβουλές.

Όσο για μένα, πάει αρκετός καιρός που κλείνω τ΄αυτιά μου σε όλα αυτά. Έχει περάσει καιρός που τρέχω χωρίς ρολόι και πρόγραμμα, με μοναδική πυξίδα τη διάθεση της ψυχής και την αντοχή του κορμιού. Έχει περάσει καιρός που έπαψα να αθροίζω τα χιλιόμετρα της εβδομάδας και των παπουτσιών μου, να εξισορροπώ ευλαβικά τις προπονήσεις ανάμεσα σε αργά χιλιόμετρα και γρήγορα κομμάτια, να ντύνομαι με επιμέλεια για τις συνθήκες και να ρουφάω άπληστα κάθε πληροφορία απ΄το στόμα των πιο έμπειρων. Είναι καιρός που βγάζω από πάνω μου κάθε τι περιττό και κρατώ απλώς την επανάληψη του βήματος, εστιάζοντας στην ουσία της τέχνης των δρόμων.

Δεν θυμάμαι πώς άρχισε αυτή η στροφή– μάλλον τον Οδυσσέα θα πρέπει να ευγνωμονώ και γι’αυτό– μα εδώ και χρόνια τρέχω χωρίς μετρήσιμο σκοπό, με μόνη επιθυμία να περάσω το εκάστοτε τέρμα, να φτάσω και να διασχίσω αυτήν την αέναα μετακινούμενη νοητή γραμμή. Αυτές τις μέρες τρέχω συνήθως χωρίς πρόγραμμα για μια ώρα το πρωί, ανεβοκατεβαίνοντας στα λοφάκια του Λυκαβηττού με αγαπημένη φορεσιά ένα παμπάλαιο κόκκινο σορτσάκι κι ένα τεράστιο, μάλλον παράταιρο μπλουζάκι. Όχι, η επιλογή της αθλητικής περιβολής μου δεν είναι τόσο τυχαία όσο ακούγεται – ούτε είναι εντελώς μάταια η αναφορά της. «Τρέχω μ’ ένα κόκκινο παλιό σορτσάκι» σημαίνει, στον προσωπικό μου υποσυνείδητο κώδικα, πως τρέχω μόνο για μένα, χωρίς να νοιάζομαι για τις εντυπώσεις. Επιλέγοντας τα παλιά μου ρούχα αντί για τα κομψά σετάκια των εταιριών που φωλιάζουν στα συρτάρια μου, απομακρύνομαι απ’ την εικόνα του δρομέα που προετοιμάζεται ακούραστα για το στόχο του και διακονώ το τρέξιμο πέρα απ΄τη φιλοδοξία και τον ανταγωνισμό. Απλά τρέχω και «γίνομαι» εγώ.

Ας μην παρεξηγηθώ, δεν είναι τόσο μεγάλη αυτή η αλλαγή όσο οι λέξεις μου την κάνουν να φαντάζει. Ποτέ δεν υπήρξα ιδιαίτερα γρήγορη στους δρόμους - και ουδέποτε θα μπορούσα να καυχηθώ για ιδανικές αναλογίες και άλλες αθλητικές ευκολίες. Όμως πάντοτε, απ΄την πρώτη φορά που πήρα μέρος σε αγώνα, ήθελα να γίνομαι καλύτερη, με όρους μετρήσιμους και χειροπιαστούς. Ονειρευόμουν να γίνω ταχύτερη, πιο ανθεκτική, πιο ευέλικτη, σαν να πάλευα μάταια να αναιρέσω το πέρασμα του χρόνου. Τα πρώτα χρόνια, που η εξέλιξη ήταν ραγδαία και η πρόοδος μέγεθος μονοσήμαντα θετικό, ακολουθούσα απαρέγκλιτα το πρόγραμμά μου, αψηφώντας τα σημάδια της κόπωσης και τα αθόρυβα μηνύματα του σώματος. Με βασικό όπλο την πειθαρχία - ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να τρέξω έναν ολόκληρο μαραθώνιο με τενοντίτιδα επειδή απλώς το είχα προγραμματίσει - άκουγα περισσότερο το ρολόι παρά την καρδιά μου, περισσότερο το πρόγραμμα παρά τη στιγμή. Με τον καιρό, κάτι ανεξήγητο με έκανε να παραβαίνω τους κανόνες, να τροποποιώ το πρόγραμμα με όλο και μεγαλύτερη εφευρετικότητα, να αλλάζω προπονητικές κατευθύνσεις με ταχύτητα-αστραπή και να απομακρύνομαι απ΄τις οδηγίες των βιβλίων και των συμβούλων προπόνησης. Πήρε καιρό να το καταλάβω, μα ο κουρασμένος εαυτός μου έδωσε την απάντηση: σε μια ζωή φορτωμένη με πρέπει, όπου όλα λειτουργούν με το ρολόι στο χέρι και κάθε δραστηριότητα μπαίνει αναπόφευκτα σε μια σφιχτή αλυσίδα υποχρεώσεων, δεν έχει χώρο για άλλο ρολόι, ούτε για άλλο πρόγραμμα. Έχει θέση για χαρά και για άνοιγμα στην αληθινή ζωή, που μετριέται με άλλες μονάδες χρόνου. Και το τρέξιμο στους ανοιχτούς δρόμους, είναι για μένα αληθινή χαρά.