- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ετοιμαζόμουν να βγω στον Εθνικό Κήπο για ένα χαλαρό τρέξιμο. Απόγευμα Σαββάτου, από τα πρώτα ανοιξιάτικα που το φως μεγαλώνει και, τρέχοντας, το απολαμβάνεις μοναδικά. Είχα τελειώσει τα βασικά πήγαινε-έλα της μέρας: ωδείο και ψώνια, μαγειρική και βόλτα με τον σκύλο -και ήταν πια η ώρα για μένα, η πολυπόθητη.
Το σπίτι κοιμόταν για μεσημέρι κι εγώ ξεγλίστρησα όσο πιο ήσυχα μπορούσα για να ετοιμαστώ. Ντύθηκα κι έδενα τα κορδόνια μου για να φύγω –να το σκάσω, δηλαδή- όταν ο Οδυσσέας με πήρε χαμπάρι. «Πού πας;», ρώτησε. «Για τρέξιμο», απάντησα μονολεκτικά. «Γίνεται να μην πας;», συνέχισε. «Όχι. Θέλω να πάω και θα βγω τώρα», συνέχισα προσπαθώντας να μην κλονιστώ από τη μικρή ανάκριση που συνήθως με αποπροσανατολίζει. «Και δεν γίνεται να τρέξεις στον διάδρομο, για να σ’ έχω κι εγώ κοντά;», συνέχισε ακάθεκτος. «Όχι. Δεν μου αρέσει ο διάδρομος, τον βαριέμαι. Και η μέρα είναι τόσο όμορφη και είναι άνοιξη και θέλω να το χαρώ», απάντησα κι εγώ, παραθέτοντας όλα τα επιχειρήματά μου δια μιας. Είδε πως δεν είχε πολλά περιθώρια, οπότε αντεπιτέθηκε. «Να έρθω μαζί σου; Έχουμε πολύ καιρό να τρέξουμε μαζί». Γροθιά, κυριολεκτικά. Πάει η ελευθερία, πάει η ησυχία μου, πάνε οι ωραίες μουσικές που περίμενα απ΄το πρωί να ακούσω, πάνε κάτι θέματα που είχα αφήσει για μια εσωτερική κουβέντα απ’ αυτές που μόνον στο δρόμο γίνονται. «Όχι, να με περιμένεις, δεν θα αργήσω», ψέλλισα σε μια ύστατη αντίδραση. «Μα..», «έλα βρε μαμά..», «αφού μπορώ» κι άλλα πιο τρυφερά –κι ενέδωσα.
Βγήκαμε τετ-α-τετ στο ανοιξιάτικο απόγευμα, με τα δρομικά μας κι οι δυο. Χέρι-χέρι. Εκείνος με έξτρα, ενισχυμένη ζωντάνια στο βήμα του. Κατηφορίσαμε τρέχοντας στην άσφαλτο. Προπορευόταν λίγο, σαν για να ελέγξει το πεδίο, κι έλεγε αυτά που συνήθως λένε οι γονείς. «Από δω θα περάσουμε» και «κοίτα καλά το δρόμο» και «μαμά, πρόσεξε το σκαλοπάτι». Αφέθηκα. Γλυκάθηκα, δηλαδή.
Τρέξαμε ως το φανάρι της Βασιλίσσης Σοφίας και μπήκαμε στον Κήπο. Είχα πολύ καιρό να βρεθώ εκεί απόγευμα και άνοιξη. Σκιερά μονοπάτια, μυρωδιές, άγνωστοι και φίλοι δρομείς, μια ήδη καλοδεχούμενη δροσιά. Ήμασταν σε γνώριμο μέρος, δικό μου. «Να σε οδηγήσω εγώ;», τον ρώτησα. «Ναι μαμά», απάντησε, ήσυχος πια. «Τον ξέρω τον Κήπο αλλά μόνο από βόλτες, όχι για τρέξιμο». Του έδειξα τις δυο διαδρομές, τη μικρή και τη μεγάλη. Τους φοίνικες της βασίλισσας Αμαλίας, την προτομή του Εϋνάρδου –του άγνωστου ευεργέτη-, τους πανσέδες στο μεγάλο παρτέρι, το ρωμαϊκό ψηφιδωτό, τις πρώτες συνονόματές μου που άνθισαν για φέτος. Με τα βήματα χαλάρωνε η αγωνία του κι έσπαγε η δική μου μικρή δυσαρέσκεια. Στον δεύτερο γύρο, χαιρόμασταν πια κι οι δυο τη διαδρομή, την παρέα και τη στιγμή.
«Να σου δείξω και το Ζάππειο», του είπα, έχοντας πια μπει σε κλίμα δρομικό. «Υπάρχει μια μετρημένη διαδρομή ενός χιλιομέτρου, έλα να την κάνουμε από την αρχή». Την κάναμε από τη μια κι έπειτα από την άλλη, ανάστροφα, με την Ακρόπολη και το φως της μπροστά μας. Μετρήσαμε και κάπως το χρόνο μας. Κι έξι χιλιόμετρα μετά, ήταν ώρα για επιστροφή. Δεν ήθελε, μα δεν έπρεπε άλλο. Ήταν ήδη πολύ.
Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το πεζοδρόμιο της Ηρώδου Αττικού, ανεβαίνοντας για το σπίτι. Χωρίς νέα κι ενδιαφέροντα στοιχεία πια, μόνον τα καθημερινά μας, πιάσαμε την κουβέντα. Έλεγα πως αν θέλεις να γίνεις καλύτερος σε αυτό που κάνεις, ό,τι κι αν είναι αυτό, χρειάζεται να ασχολείσαι, να το προσπαθείς καθημερινά. Να μην μένει σημαντικό μόνο στα λόγια και στη σκέψη σου, μα να το κάνεις σημαντικό με τις πράξεις και την προσπάθειά σου. Έτσι γίνεται από όνειρο, κατάκτηση. «Αν έχεις υπομονή, θα κερδίσεις. Ό,τι κι αν κάνεις. Ακόμα κι αν αργήσει», είπε ο Οδυσσέας, συμπληρώνοντας: «Είναι μια γιαπωνέζικη παροιμία που μας έμαθε ο δάσκαλος του τζούντο».
Δεν είχα να πω κάτι. Ήταν όλη η σοφία του δρόμου, εμπεδωμένη στα χρόνια και στα χιλιόμετρα, ειπωμένη ξανά από απρόσμενο συνομιλητή. Έβαλα το χέρι του στο δικό μου και συνεχίσαμε να τρέχουμε στην ανηφόρα, στην απόλυτη, πρόσκαιρη ευτυχία που έχουν κάποιες στιγμές …