- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο δικός σου τρόπος
Η χαρά και η έμπνευση μου μαζεύεις στους αγώνες αναζητούν δρόμο να ανθίσουν
Κατέβηκα στο Σύνταγμα με άλλη ελαφράδα, χωρίς την αγωνία της συμμετοχής. Κυριακάτικο πρωινό με την πόλη να ξυπνά από νωρίς και να ετοιμάζεται, δίχως ορατό άγχος. Ημιμαραθώνιος Αθήνας και άνοιξη. Στην Αμαλίας τοποθετούσαν τα βάθρα για τις απονομές. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη στήνονταν η αψίδα της εκκίνησης και οι τέντες για τους διοργανωτές. Φορτηγά ξεφόρτωναν νερά για τον ανεφοδιασμό και οι εθελοντές έπαιρναν θέση στα πόστα τους. Στη Βασιλίσσης Σοφίας, ένας αθλητής, μόνος, έκανε προθέρμανση στον άδειο δρόμο.
Ώσπου να πω τις πρώτες κουβέντες, τις καλημέρες, ο κόσμος μαζεύτηκε. Σε παρέες ή κατά μόνας, με χαμόγελα και αγωνία, με την αυτοπεποίθηση της εμπειρίας ή την προσμονή της πρώτης φοράς. Με διάθεση χαλαρή ή με συναίσθηση της στιγμής, της μοναδικότητάς της. Διατάσεις, κουβέντες, βιαστικές ματιές στο ρολόι. Κορδόνια –τσεκ, χρονόμετρο –τσεκ, κι έπειτα ζέσταμα για να πάρουν μπρος σώμα και νους. Κι εγώ, από άλλη θέση, να παρατηρώ αθέατη μέσα στο πολύχρωμο πλήθος.
Έχοντας βρεθεί δεκάδες φορές σε αφετηρίες, μπορούσα να διαβάσω πίσω από τα πρόσωπα, χωρίς να χρειάζονται λέξεις. Αναγνώριζα την ένταση της αφετηρίας -την ώρα που μετριέσαι με τον εαυτό σου πριν καν μετρηθείς με το δρόμο, την ώρα που όσο καλά κι αν προετοιμάστηκες δεν το γλυτώνεις το εσώτερο "θα το καταφέρω;". Την αναγνώριζα τη στιγμιαία αμφισβήτηση και την ανώφελη μα αναπόφευκτη σύγκριση με τους άγνωστους άλλους που συγκεντρώνονται δίπλα σου εκείνη την ώρα. Τη θυμόμουν και την ανυπομονησία για την άφεση, τα λεπτά που μετρούν ανάποδα. Είκοσι δύο χρόνια στο δρόμο, είχα βρεθεί στις διαδρομές ως αθλούμενη και στο πεζοδρόμιο ως παθιασμένο κοινό –μα στη διοργάνωση ποτέ. Για πρώτη φορά έβλεπα μια εικόνα άλλη από τη συνηθισμένη μου –μα που διόλου δεν άλλαζε αυτό που έζησα τόσα χρόνια στους δρόμους.
Άφεση, πολύχρωμο πλήθος, ματιές στο ρολόι ξανά κι έφυγαν –στον ανοιχτό δρόμο και στην ελευθερία του. Λίγο αργότερα, στις πρώτες επιστροφές, μόνον πηγαία χαρά και λύτρωση. Όχι μόνον για τους πρώτους, για τα ρεκόρ και τις αδιαμφισβήτητα μεγάλες επιδόσεις τους, μα για τον καθένα - μεγάλο ή μικρό, παλιό ή νέο στο άθλημα, στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος αυτού του ιδιότυπου ποταμιού. Χαρά για την κατάκτηση, για το "ναι, τα κατάφερα", για το προχώρημα, για το τέλος ενός μικρού προσωπικού κύκλου. Χαρά και ανακούφιση –κι άμεσος επαναπροσδιορισμός της επόμενης προσδοκίας, του επόμενου στόχου.
Εκεί, μέσα στο πλήθος, και τα αγόρια μου. Ο μεγάλος, στο δρόμο μετά από χρόνια, στα πρώτα βήματα ξανά μετά από εκατοντάδες χιλιόμετρα που προηγήθηκαν σε δυο δεκαετίες, να δίνει το χέρι στον μικρό - στα «μικρά» χιλιόμετρα που επέτρεπε η ηλικία του. Με τη σπίθα στο βλέμμα που μοιράζονται όλοι όσοι περνούν αυτή τη γραμμή, όσοι χαίρονται την κατάκτηση. Με μια επινίκια αγκαλιά που έκλεινε όλη τη χαρά και τη λιακάδα της μέρας. Με την έμπνευση που περισσεύει σε τέτοιες συλλογικότητες και διαπερνά συμμετέχοντες και θεατές.
Χάρηκα τη χαρά τους και, εξομολογούμαι, λίγο τους ζήλεψα, καλοπροαίρετα, που έτρεχαν στην ανοιξιάτικη μέρα. Τους ακολούθησα νοητά στη διαδρομή ως τον τερματισμό τους, στην ώρα που πήραν περήφανα το μετάλλιο της συμμετοχής. Κι όταν αργότερα επέστρεψα στο σπίτι, βρήκα τον Οδυσσέα ανεβασμένο στο διάδρομο, να τρέχει μόνος. Ο μπαμπάς, μέσα, διάβαζε. Απόρησα. "Μαμά, δεν μου έφτασε το τρέξιμο, ήθελα κι άλλο", είπε. Τον κατέβασα στα 5 χιλιόμετρα με το ζόρι. 5 στον διάδρομο και 3 στον αγώνα ήταν πολλά για το τρυφερό σκαρί του. Μα κατάλαβα, επειδή το θυμάμαι απ' τις δικές μου μέρες. Η χαρά και η έμπνευση μου μαζεύεις στους αγώνες αναζητούν δρόμο να ανθίσουν. Σε πιέζουν, σε τραβούν απ' το μανίκι. Θέλεις να βρεθείς στον ανοιχτό δρόμο που σε φωνάζει. Αν ήδη τον γνώρισες, να επιστρέψεις εκεί, στον κόσμο του. Αν όχι, να τον κάνεις δικό σου, μετατρέποντας τις κλεφτές ματιές στο άγνωστο σε δικό σου τρόπο.