Health & Fitness

Στη σιωπή

Bγαίνοντας στον δρόμο, είσαι πάντοτε εσύ κι ο εαυτός σου

Αγγελική Κοσμοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σήμερα βγήκα στο δρόμο χωρίς μουσική. Αναζητούσα ώρα το θαυματουργό ροζ ipod μου, συντροφιά σε τόσες και τόσες διαδρομές, μα ήταν αδύνατο να βρεθεί. Κάπου το «τακτοποίησα» μετά τη χτεσινή προπόνηση κι όπως συμβαίνει κάποτε, αυτό το ασφαλές μέρος όπου βάζεις κάτι για να μην το χάσεις αποδεικνύεται η χειρότερη κρυψώνα αν θέλεις να το ξαναβρείς. Έψαξα ξανά και ξανά προσπαθώντας να μην ξυπνήσω το σπίτι, μέχρι που ένιωσα πως αν καθυστερούσα λίγο ακόμα θα έχανα όλη την προπόνηση απ΄τα κυριακάτικα «μαμά μην πας».

Βγήκα, λοιπόν, μόνον με τα κλειδιά μου. Ούτε ξέρω πόσον καιρό είχα να τρέξω χωρίς μουσική, χωρίς καμία παρέα δηλαδή. Χρόνια, σίγουρα. Παλιότερα συνήθιζα να κάνω προπονήσεις με μουσική μα να κατεβαίνω χωρίς τα ακουστικά στους αγώνες, για να μην επηρεάζομαι από το ρυθμό, να κατευθύνω τον χρόνο εγώ με την πραγματική μου δυνατότητα, χωρίς βοηθήματα. Μετά, όταν χαλάρωσα στους αγώνες κι άρχισα να τους βλέπω σαν προπόνηση με μεγάλη παρέα, άρχισα να παίρνω κι εκεί τις μουσικές μου. Να αφήνομαι στο δικό τους τέμπο, να το ακολουθώ, άλλοτε σαν παρακίνηση σε πιο γρήγορα βήματα κι άλλοτε σαν φρένο. Όσο για τον διάδρομο, αυτό το μισητό πλην χρήσιμο αξεσουάρ που φέτος ανέσυρα από την αποθήκη και ξαναέβγαλα στο φως, εκεί δεν συζητώ να κάνω βήμα χωρίς μουσική που θα καλύπτει τον ενοχλητικό βόμβο του.

Στο δρόμο, Κυριακή πρωί, μόνη εγώ. Ούτε ο Μίλτος, ούτε η Μάρθα, ούτε ο Μητροπάνος και ο Ζαμπέτας, ούτε η Λιζέτα, ούτε οι Dire Straits. Unplugged. Μόνος ήχος αυτός της Κυριακάτικης πόλης. Το περιστασιακό αυτοκίνητο που με προσπερνά, το ραδιόφωνο από το ανοιχτό παράθυρο, κουβέντες στις κουζίνες στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Τα βήματά μου, βαρύτερα από ότι τα θυμόμουν – η μουσική πάντα καλύπτει τον ήχο τους. Ήχος πρώτος, κυρίαρχος, τα βήματά μου. Και στη μια πλευρά του γύρου μου, η στεντόρεια φωνή του παπα-Δημήτρη από τους Αγίους Ισιδώρους –ώρα λειτουργίας, γαρ.

Τρέχω στη σιωπή. Δεν υπάρχει ενδιάμεσος ανάμεσα σ΄εμένα και στη στιγμή. Δεν υπάρχει δικαιολογία να μην είμαι εκεί ολόκληρη. Ακούω περιστασιακά: τα βήματά μου, το καροτσάκι της λαϊκής που σέρνεται στο πεζοδρόμιο, μια πόρτα που κλείνει. Ακούω φωνές απ’ τα μπαλκόνια στη διαδρομή: «δεν είμαι έτοιμη να παντρευτώ», «Γιάννη χαμήλωσε το φούρνο», «φόρεσέ το, σου λέω, έβγαλε κρύο». Ακούω ένα μωρό που κλαίει και τη φωνή του κυρίου που χρόνια βλέπω να ποτίζει τις γλάστρες του μα τον ήχο της δεν τον άκουσα ποτέ. Ακούω καλύτερα μέσα μου. Και σκέφτομαι. 

Σκέφτομαι πως βγαίνοντας στον δρόμο, είσαι πάντοτε εσύ κι ο εαυτός σου. Φίλοι και λίγο αντιμέτωποι. Κι όταν δεν υπάρχει μουσική να συνοδεύει τα βήματα, είστε μόνοι οι δυο σας, πιο φίλοι και ίσως λίγο πιο αντιμέτωποι. Ακούς κάτι που αλλιώς θα σου ξέφευγε –κάτι βαθύ, εσωτερικό. Χωρίς λόγια, μα με άρθρωση καθαρή. Με οξυμένη ακοή, σαν αυτή που έχουμε όλοι στην ησυχία της νύχτας, τότε που πιάνουμε στον αέρα το παραμικρό.

Ναι, χωρίς μουσική ακούς καλύτερα, εκτός κι εντός. Τα βήματα, την ανάσα σου, τον αέρα που φυσά, τους ήχους της πόλης και αυτό που συμβαίνει μέσα σου. Δεν το παρακολουθείς απαραίτητα, μα το αφήνεις να συμβεί, να έρθει και να σου πει. Του δίνεις το χώρο που δεν του δίνεις στη μέρα, στα διαλείμματά της, «μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες». Και -ίσως παράδοξα και ίσως όχι, δεν ξέρω- η σιωπή οξύνει κι άλλες αισθήσεις. Κάνει πιο καθαρό το βλέμμα, πιο ζωηρά τα χρώματα, πιο πράσινα τα φύλλα. Κάνει πιο έντονο το ρίγος από το πρώτο φθινοπωρινό αεράκι. Κάνει πιο μεθυστική τη μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα κι απ’ το γιασεμί που προσπερνάς.

Επιστρέφω χωρίς μουσική. Μια διαδρομή ολόκληρη, δική μου, χωρίς κανέναν μεσάζοντα. Χωρίς εξηγητή για ό,τι συμβαίνει μέσα μου. Με την ανησυχία των ημερών να παίζει πιο δυνατά, τώρα που τίποτα δεν τη φιμώνει, αλλά και με τη μνήμη να δουλεύει απερίσπαστη. Με άλλη αίσθηση στη μέρα, που ανατρέπει τη γνώριμη διαδρομή και στη συνήθεια. Όλη δική μου.