- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οinofilia: Το success story μιας ελληνικής κάβας στην Κοπεγχάγη
Πώς μια μικρή κάβα στην καρδιά της Δανίας μαθαίνει στους Σκανδιναβούς να πίνουν ελληνικό κρασί
Οinofilia: Η ιστορία πίσω από την ελληνική κάβα της Κοπεγχάγης
Oι Δανοί στην πλειοψηφία τους είναι αρνητικά προκατειλημμένοι απέναντι στο ελληνικό κρασί. Το ταυτίζουν με μια χαμηλής ποιότητας ρετσίνα και είναι η τελευταία λύση στην επιλογή των κρασιών που θα πάρουν για να απολαύσουν στο σπίτι τους. Γι’ αυτό και μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν τυχαία άκουσα για την Οinofilia, την ελληνική κάβα στην καρδιά της Κοπεγχάγης που πασχίζει να αλλάξει τις πεποιθήσεις των Δανών γύρω από αυτό και να τους κάνει να αγαπήσουν τα ελληνικά μικρά οινοποιεία.
Η χαμογελαστή ιδιοκτήτρια, Maria Warming Brink Tsalapati, μισή Δανέζα και μισή Ελληνίδα, εργαζόταν στην Ελλάδα για 9 χρόνια ώσπου η κρίση την έκανε να επιστρέψει στην Δανία για να ξεκινήσει το δικό της πρότζεκτ, ένα κελάρι με φυσικά κρασιά που κατάφερε μάλιστα να βάλει τις φιάλες του στα τραπέζια ακόμα και των μεγαλύτερων γκουρμέ εστιατορίων της πόλης, όπως το Geranium και το Αlchemist. Επικοινωνήσαμε μαζί της για να μας περιγράψει το μακρύ αλλά συναρπαστικό ταξίδι της μικρής ελληνικής κάβας στον μακρινό Βορρά.
«Μετά το χτύπημα της κρίσης στην Ελλάδα, η δουλειά μου ως διευθύντρια εξαγωγών σε ελληνική εταιρεία έγινε αφόρητη. Αισθάνθηκα ότι τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολα, και έτσι, έψαχνα για κάτι νέο, σχετικό με την Ελλάδα, στο οποίο θα αφοσιωνόμουν και ίσως θα δούλευα πάνω σε αυτό από την Δανία. Κατά τύχη γνώρισα έναν σομελιέ που μου σύστησε ένα σπάνιο κόκκινο κρασί, το Μαύρο Καλαβρυτινό από τα ψηλά βουνά των Καλαβρύτων της Πελοποννήσου και από το οινοποιείο Tetramythos. Τότε έκανα στροφή 360 μοιρών στην καριέρα, καθώς ήταν απλά… «έρωτας με την πρώτη γουλιά»! Προερχόμουν από έναν εντελώς διαφορετικό τομέα όμως και καταλάβαινα πως το να δοκιμάζω κρασιά σε wine bars και εκθέσεις ή να επισκέπτομαι οινοποιεία δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να μελετήσω εντατικά. Έτσι, αποφάσισα να ξεκινήσω το ταξίδι των σπουδών WSET στο Λονδίνο, το οποίο εξακολουθώ να παρακολουθώ» λέει η Μαρία και συμπληρώνει... «Αυτό που αγαπώ περισσότερο στη δουλειά μου είναι να συναντώ δραστήριους Έλληνες οινοποιούς στον τόπο τους και να μαθαίνω για τις ιστορίες τους και τις οινοποιήσεις τους. Όταν καταφέρνω να μεταφέρω ό,τι έμαθα - είδα - γεύθηκα στους πελάτες και τις επαφές μου, στις κάβες, στα wine bar και στα εστιατόρια, αυτό είναι που φτιάχνει τη μέρα στον κόσμο μου».
Συζητάμε πως το ρίσκο που πήρε με την Oinofilia ήταν μεγάλο καθώς ο ανταγωνισμός άλλων εισαγωγέων από πιο εδραιωμένες χώρες του κρασιού είναι σκληρός στην Δανία, σε αντίθεση με τη Σουηδία που ο κόσμος είναι πιο ανοιχτός στο να γνωρίσει το ελληνικό κρασί -ίσως επειδή πολλοί περισσότεροι Έλληνες μετακόμισαν εκεί τη δεκαετία του 1970.
«Όταν ξεκίνησα, οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ήμουν τρελή. Μια εταιρεία εισαγωγής ειδικών κρασιών, μόνο με ελληνικό κρασί… και μάλιστα πράσινο κρασί, υψηλής ποιότητας και ακριβό; Οι επισκέπτες του μικρού μου μαγαζιού μπορούν ακόμα και να με επιπλήξουν όταν τους λέω ότι εισάγω και πουλάω αποκλειστικά ελληνικά κρασιά. Σχεδόν σε κάθε παρουσίαση πρέπει να ξεκινήσω από το Α… «Το Ασύρτικο είναι ένα λευκό σταφύλι που προέρχεται από το ηφαιστειογενές νησί της Σαντορίνης». Μου αρέσει να εξηγώ, αλλά μπορεί επίσης να είναι λίγο κουραστικό το ότι η γνώση εξακολουθεί να είναι τόσο πίσω. Οι περισσότεροι Δανοί επίσης γνωρίζουν ελάχιστα για τις συναρπαστικές εξελίξεις στη σύγχρονη ελληνική γαστρονομία. Άλλωστε δεν υπάρχουν στην Κοπεγχάγη εστιατόρια ή wine bar με μοντέρνα ελληνική γαστρονομία όπως μπορούμε να βρούμε στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στα νησιά ή ακόμα και στις ΗΠΑ ή στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Σύμφωνα με τη Μαρία τα κρασιά για τα οποία κυρίως έχει γεννηθεί ενδιαφέρον στον Βορρά είναι το Ξινόμαυρο και το Ασύρτικο. Το πρώτο, όταν οινοποιείται δεν διαφέρει πολύ από τα αγαπημένα κρασιά των Σκανδιναβών, το Nebbiolo και το Pinot Noir ενώ το ηφαιστειογενές Ασύρτικο παραπέμπει σε εναλλακτική των λευκών από τη Σικελία, και ανάλογα από ποιον και πού - μπορεί να μοιάζει με Riesling έως Chardonnay, ποικιλίες επίσης εξαιρετικά δημοφιλείς στην Δανία.
Στην Οινοφίλια υπάρχει μια γκάμα κρασιών, όπως του κτήματος Gilali στην Ραψάνη, του Χαλκιά από την Νεμέα, του Χαριτάτου από την Κεφαλλονιά, του Καλόγρη από την Μαντινεία, του Θυμιόπουλου από το Τρίλοφο, του Καρανίκα από το Αμύνταιο και άλλα πολλά ακόμα.
Την ρωτάω τι θα πρότεινε σε έναν Δανό επισκέπτη της κάβας που δεν έχει δοκιμάσει στη ζωή του ελληνικό κρασί. «Θα πρότεινα να δοκιμάσει το «Νυχτέρι» του Χατζηδάκη και το «Γη και Ουρανός», όμως, εξίσου εντυπωσιακός είναι ο Σκλάβος με το «Vino di Sasso» και ο Τάτσης με την «Γουμένισσα»… ή ο «Σιδερίτης Νατούρ» από τον Τετράμυθο και το «Λημνιό» του Γκαράλη. Δύο αγαπημένα μου κρασιά επίσης είναι αυτά από το κτήμα Οικονόμου το «Θραψαθήρι-Βηλάνα 2009» καθώς και το Ασύρτικο του Λούρου από τον Χατζηδάκη. Και οι δύο ετικέτες είναι περίπλοκες, από μοναδικές νησιωτικές τοποθεσίες και από παλιά αμπέλια ενώ οι οινοποιοί τους έχουν μια σταθερή πράσινη φιλοσοφία-όχι λόγω πλεονεκτημάτων μάρκετινγκ ή αύξησης του αριθμού των πωλήσεων, αλλά, από καρδιάς».
Μπορεί να ασχολείται επισταμένα με τα «πράσινα» κρασιά αλλά η Μαρία θεωρεί πως κινούνται εξίσου και παράλληλα με τα «συμβατικά» και έχουν προοπτικές στην παγκόσμια αγορά: «Το ‘’συμβατικό’’ κρασί έχει βοηθήσει στη διάδοση των ελληνικών ποικιλιών, ενώ το φυσικό κρασί έχει επαναπροσδιορίσει σημαντικά τη συνολική έκφραση του ελληνικού κρασιού. Και, όπως και στην Ιταλία, εκτός από τη σταθερά αυξανόμενη παραγωγή φυσικού κρασιού, υπάρχει μια τεράστια παραγωγή συμβατικού κρασιού. Η αυξημένη προσήλωση θα συνεχιστεί στο φυσικό κρασί, αλλά και η συμβατική παραγωγή κρασιού δεν θα σταματήσει. Συν-πιλοτάρουν το ένα με το άλλο, αν και το μερίδιο του φυσικού κρασιού θα μεγαλώνει με το χρόνο, κατά τη γνώμη μου. Απογοητεύομαι πάντως που βλέπω πολλούς εισαγωγείς να παίρνουν φυσικά κρασιά -ορισμένα με μεγάλα ελαττώματα- επειδή είναι «funky» (ή μοντέρνα με φανταχτερή ετικέτα) χωρίς καμία γνώση του σταφυλιού, της ιστορίας και του πλαισίου γύρω από αυτά, καθώς και να βλέπω ξαφνικά τα συμβατικά οινοποιεία να δημιουργούν ένα είδος που μέχρι τώρα περιφρονούσαν.»
Προϋπόθεση για κάποια εισαγωγή - και μια συνεργασία – όπως μαθαίνουμε είναι να επισκεφθεί προσωπικά το οινοποιείο, να γνωρίσει τον οινοποιό, να δοκιμάσει το κρασί, να μάθει για τις μεθόδους παραγωγής πράσινου κρασιού και να γνωρίσει το terroir του. Η λίστα των ελληνικών κρασιών της Oinofilia δεν έχει εισαχθεί ή παρουσιαστεί στο παρελθόν στη Δανία και τη Σουηδία και η εισαγωγή γίνεται απευθείας από αυτήν χωρίς να εμπλέκονται στη διαδικασία μεσάζοντες ή αποθηκευτικοί χώροι σε άλλες χώρες, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο καταναλωτής θα λάβει το κρασί του σε δίκαιη τιμή και απευθείας από το οινοποιείο. Η Μαρία ταξιδεύει στην Ελλάδα όσο πιο συχνά μπορεί για να συναντήσει τους οινοποιούς με τους οποίους συνεργάζεται και μοιράζεται μια ανάμνηση μαζί μας.
«Ένα από τα πιο περιπετειώδη ταξίδια μου ήταν όταν επισκέφτηκα το κτήμα Αφιανές στην Ικαρία. Για χρόνια μια επίσκεψη στο οινοποιείο ήταν στη λίστα επιθυμιών μου, καθώς είχα επικοινωνία με τον Νίκο Αφιανέ και δοκίμασα κρασιά αρκετών σοδειών στην Αθήνα και στην Κοπεγχάγη. Επιτέλους μια ανοιξιάτικη μέρα κατάφερα να επισκεφτώ το οινοποιείο. Πέταξα στην Ικαρία με τον Νίκο Αφιανέ με αεροπλάνο με έλικα. Ο καιρός και τα χρώματα δημιουργούσαν μια όμορφη αντίθεση με τον χειμώνα της Δανίας. Οδηγούσαμε μέσα από μικρούς δρόμους και μονοπάτια και σταματούσαμε σε αρκετούς ορεινούς αμπελώνες με άγριους θάμνους και αμπέλια που λύγιζαν στον άνεμο, και απολαμβάναμε την πρασινογάλαζη θέα στη θάλασσα καθώς ο ήλιος έδυε. Φτάνοντας στο οινοποιείο, συνάντησα τη Μαρία και τον Κωνσταντίνο Αφιανέ και απολαύσαμε την πιο νόστιμη πανδαισία Ικαριώτικων σπεσιαλιτέ, μιλώντας και γελώντας μέχρι πολύ αργά. Ένα «touchdown» που έγινε στον παράδεισο.»