- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Galaxy, το μπαρ που δείχνει ο Κολοκοτρώνης και αγαπούν οι πότες
Μισός αιώνας και οι Αθηναίοι αντιμετωπίζουν το θρυλικό μπαρ σαν εκκλησία ή ναό
Οι γιορτές ταιριάζουν πολύ στο ιστορικό πια μπαρ Galaxy, αφού εδώ κάθε μέρα είναι γιορτή
Επιμελώς και με μεγάλη αφροντισιά ταυτόχρονα, αυτή η πόλη έχει φροντίσει να γκρεμίσει ο,τιδήποτε θυμίζει το παρελθόν και την ιστορία της. Τα στέκια, κυρίως του ιστορικού κέντρου, χάθηκαν στο βωμό μιας ανανέωσης που δεν κράτησε τίποτα από την παλιά τους ιστορία. Άλλα πέρασαν σε διαφορετικά, ανανεωτικά χέρια, άλλα χάθηκαν στο βωμό της ανοικοδόμησης, πολλά λύγισαν στις ταραχές που έκαψαν τα απομεινάρια μιας old Athens. Στην κομψότατη Σταδίου, το Galaxy είναι ό,τι μας έχει απομείνει από μπαρ με ιστορία. Πάντα είχα την αίσθηση ότι η Στοά που το στεγάζει λειτουργεί σαν προστατευτική αγκαλιά, το φυλάει μην πάθει τίποτα, το σκεπάζει στις ταραχές και το κρύβει στον κόρφο της μην της το πάρει κανείς επίβουλος. Το 1972, ο θρυλικός και αθάνατος κύριος Γιάννης ή αλλιώς ο «Γιάννης ο Galaxy», με τον αδελφό του τον Τζίμη, αποφάσισαν να κάνουν κάτι δικό τους, τελειώνοντας τις σπουδές τους στα ξενοδοχειακά.
Galaxy, το ιστορικό μπαρ της Σταδίου
Το πρώτο Galaxy στήθηκε λίγα μέτρα πιο κάτω, στο νούμερο 5 της Σταδίου. Την εποχή των Νοστράδαμος, των Poll, των Doors, του Χέντριξ, της καμπάνας, της μακριάς χαίτης και του sex, drugs and rock’n’roll είναι τουλάχιστον παράξενο που δυο 25άρηδες, στα ντουζένια των καιρών τους, αποφασίζουν να ανοίξουν ένα μπαρ με το σκηνικό της επιτομής του κλασικισμού που είναι το Galaxy. Ένα μπαρ κατευθείαν βγαλμένο από την Καζαμπλάνκα, τις ταινίες του Σκορτσέζε, που αν ήταν μουσική θα ήταν οπωσδήποτε κάτι σε Φρανκ Σινάτρα, με τη δερμάτινη κουπαστή στο γείσο του ξύλινου, λουστραρισμένου μπαρ, τον μεγάλο καθρέφτη, το σέξι ημίφως που εκπέμπουν τα μικρά αμπαζούρ στις γωνίες, τις χιλιάδες φωτογραφίες στους τοίχους, τις κινηματογραφικές αφίσες, τα κάθε λογής μεμοραμπίλια. Μπορεί πάλι, η ιδέα να ήταν του σκηνογράφου Πέτρου Καπουράλη που επιμελήθηκε το ντεκόρ, ο οποίος -ποιος ξέρει- μπορεί να ονειρευόταν μια καριέρα, στο παλιό, καλό Χόλιγουντ. Τα δυο αδέλφια απλά του παράγγειλαν κάτι ζεστό και κλασικό και ο Καπουράλης, σου λέει, έφτιαξε αυτό ακριβώς που είχαν στο μυαλό τους.
Το 1991 αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε έναν μικρότερο χώρο, στο σημερινό Galaxy «εντός στοάς». Από δω έχουν περάσει πολιτικοί, διασημότητες, ο δημοσιογραφικός κόσμος αντάλλασσε απόψεις ανάμεικτες με ουίσκι και κουτσομπολιά πριν αποτραβηχτεί στα γύρω γραφεία να συντάξει το «φύλλο» της επομένης. Κι ακόμη, ποιητές, συγγραφείς και εκδότες (μαζί με ελάχιστες μούσες αφού στην αρχή το μπαρ αυτό ανήκε στο ανδρικό κοινό) διαλογίστηκαν στα σκαμπό με θέα ακριβώς μπροστά στον ιερουργό κύριο Γιάννη, ο οποίος, τώρα που το σκέφτομαι, μου προκαλούσε πάντα ένα δέος και έναν φόβο. Με την κομψότητα μιας άλλης εποχής, ο Γιάννης είναι η επιτομή του παλιού, κλασικού μπάρμαν. Φιλικός αλλά όχι πολύ, ομιλητικός αλλά όχι πολύ, παρών μαζί και απών, κρατώντας πάντα τις ισορροπίες ενός πλήθους ετερόκλιτου, δύσκολου θα έλεγα και απαιτητικού, καθώς το Galaxy δεν ήταν ποτέ το μπαρ του τυχαίου πότη. Καθένας εδώ είχε το ταμπεραμέντο του, το μεγάλο Εγώ του, την άποψή του. Και μόνο το βλέμμα του κυρίου Γιάννη, όμως, μαζί μ’ αυτή την αριστοκρατική κοψιά του και το ατσαλάκωτο πουκάμισο, αρκεί να σου παγώσει το αίμα, να μην προχωρήσεις σε ανεπίτρεπτες παρεκτροπές, να κρατήσεις «τους τύπους». Μότο του, το «περιποίηση, ποιότητα, σεβασμός», να καλωσορίσει τον πελάτη, να ακούει πολλά και να λέει λίγα. Από τη δεκαετία του ’70, τίποτα δεν έχει αλλάξει στο ντεκόρ, όσοι από τους παλιούς θαμώνες αντέχουν είναι πάντα εκεί αλλά και κάτι έχει αλλάξει: όταν οι εκδόσεις και οι εφημερίδες έφυγαν από τη γειτονιά πήραν μαζί τους και την πρώτη φουρνιά.
Το Galaxy επιμένει, chic και δωρικό ποτάδικο
Μέχρι τη δεκαετία του’90, που μια νέα, εναλλακτική γενιά κάποιων τότε 20άρηδων, που με πάθος αναζητούσε τα καλτ στέκια της πόλης, ανακάλυψε το Galaxy, το ερωτεύτηκε και του ορκίστηκε αιώνια πίστη, φέρνοντας μαζί της ένα φρέσκο αίμα, μιας καινούργιας δημοσιογραφίας, νέους καλλιτέχνες και διανοούμενους. Ο κορονοϊός που απαγόρευσε τους συνωστισμούς, τελικά ωφέλησε το Galaxy, το οποίο φαίνεται ότι είναι γάτα επτάψυχη, που ξέρει να επιβιώνει στις δυσκολίες. Στη στοά μπροστά του στήθηκαν σταντς, κάτι που το μεγάλωσε και ταυτόχρονα έδωσε και λύση στην απαγόρευση του τσιγάρου. Τώρα πια, το μαγικό, ζεστό εσωτερικό το κοιτάς σαν ταινία που παίζει πίσω από το τζάμι και τα βράδια η στοά παίρνει φωτιά, ιδιαίτερα όταν σχολάνε τα γύρω θέατρα και ηθοποιοί, συντελεστές μαζί και όλο το φιλοθεάμον κοινό, κατακλύζουν τα σταντς και όποιος πρόλαβε, βρήκε στασίδι. Ούτως ή άλλως το όρθιο εδώ βολεύει, με το ποτήρι στο χέρι να περιφέρεσαι σε παρέες με κοινούς γνωστούς.
Ο κύριος Γιάννης έρχεται κάθε βράδυ αλλά πια, μένει έξω από τη μπάρα. Τη σκυτάλη έχουν πάρει τα νέα παιδιά της εξυπηρέτησης, με το λευκό πουκάμισο και τη μαύρη γραβάτα. Με ένα τζιν στο χέρι, έξω από την τζαμαρία, σαν έξω από τον χρόνο, μας κοιτάζω όλους στη σειρά στη μπάρα, φίλοι και γνωστοί και άγνωστοι μαζί από άλλες εποχές. Όλοι είμασταν πάντα «στριμωχτά» εδώ. Η μουσική ήταν χαμηλή, όλα ακουγόντουσαν, για να κουτσομπολέψεις κάποιον έπρεπε να εφεύρεις παρατσούκλι. Και ο κύριος Γιάννης, να «στρώνει» τα πάντα γύρω του: να καθαρίζει με πάθος τη μπάρα, να τοποθετεί στη δική του διάταξη το ποτό, το τασάκι, τα τσιγάρα και τον αναπτήρα σου. Γιατί πίστευε πως μια συγκεκριμένη διάταξη κάνει ευκολότερη τη ζωή της μπάρας.
Δεν είναι και εύκολος άνθρωπος. Όμως, όλοι, για τα μάτια του ερχόμασταν εδώ. Τη ματιά και την προσοχή του επιδιώκαμε όλοι. Με την ίδια προσμονή που περιμέναμε το ανεπανάληπτο σνακ που επιβιώνει απαράλλαχτο ως τώρα: όταν ψηνόταν το βουτυρωμένο ψωμάκι του τοστ, το μαγαζί μοσχοβολούσε καμένο βούτυρο. Μετά, στο πιάτο ερχόταν-και πάντα θα έρχεται -το τραγανό ψωμάκι κομμένο σε καρεδάκια, με πικάντικη μουστάρδα, ελιές και φιστίκια. Για την πείνα του ποτού, επιβιώνει ακόμη ο πιο νοσταλγικός, ο πιο ρετρό, ο πιο μαγικός «τιμοκατάλογος»: τοστάκι (σε καρεδάκια εννοείται), ρώσικη σαλάτα, τυριά -μάντεψε ποιά: μπλε τυρί και γραβιέρα. Ποικιλία με ζαμπόν, τυρί, σαλάμι, ντομάτα, ελιές, αγγουράκι, ρώσικη. Τόνος κονσέρβα με φρυγανισμένο ψωμάκι. Πέστροφα και καπνιστός σολομός. Αθάνατη στο πιάτο η εποχή των σνακ του Τσελεμεντέ.
Μετά τα γιορτινά ψώνια, το Galaxy λειτουργεί σαν προάγγελος της γιορτής. Στο πιο στολισμένο κομμάτι της πόλης, εκεί που μπορεί να την μπερδέψεις και με Ευρώπη, το Galaxy επιμένει, chic και δωρικό ποτάδικο. Μπορεί να κάνει πια όλα τα κλασικά κοκτέιλ αλλά όπως λέει και ο κύριος Γιάννης, οι άνθρωποι πίνουν μόνο τρία ποτά: ουίσκι, βότκα και τζιν. In Galaxy, we trust! Όσο υπάρχει ακόμα νοσταλγία!
Galaxy, Σταδίου 10, 2103227733