«Η γνήσια, αυθεντική επαφή μεταξύ ηθοποιού και θεατή, είναι σαν να έχεις ρίξει ένα σημείωμα σε μια μπουκάλα στο πέλαγος και κάποιος την βρήκε»
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Πλακιώτικες ταβέρνες που πέρασαν στην ιστορία
Ο Βάκχος, η Μουριά, ο Παράδεισος, τα Επτά Αδέλφια κι άλλες τόσες ταβέρνες της Πλάκας που έγραψαν ιστορία, όχι μόνο για το μενού, αλλά και για τις διάσημες παρέες, και για τους ιδιοκτήτες τους
Η Πλάκα, η αρχαιότερη συνοικία της Ευρώπης, η «συνοικία των θεών», όπως την αποκαλούσαν παλιά, μια και όπως λέει το τραγούδι «ήξερε η ανθρωπότης πως ο Θεός ήταν Πλακιώτης», μία συνοικία παλίμψηστο ολόκληρης της αθηναϊκής ιστορίας, βρέθηκε από τα πρώτα μετα-επαναστατικά χρόνια στο επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της νεοσύστατης πρωτεύουσας.
Εκεί πρωτοεμφανίστηκε η αθηναϊκή Αποκριά, εκεί οργανώθηκε, τον χειμώνα του 1835, ο πρώτος αθηναϊκός χώρος «μεταμφιεσμένων» (στο αρχοντικό του Κατακάζη), εκεί στήθηκε το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο (οικία Παπαρρηγόπουλου), εκεί στεγάστηκε το πρώτο Πανεπιστήμιο, εκεί άνοιξαν οι πρώτες ταβέρνες που μέσα τους γεννήθηκε η αθηναϊκή καντάδα και αργότερα ωρίμασε το ρεμπέτικο τραγούδι, εκεί, τις δεκαετίες του ’60 και ’70, γνώρισαν μέρες δόξας οι μπουάτ και τα τραγούδια του Νέου Κύματος.
Η τοποθεσία της κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, η αρχιτεκτονική της, τα μνημεία, τα ερείπια ή τα κατάλοιπα των αρχαίων, ρωμαϊκών, βυζαντινών, οθωμανικών και οθωνικών χρόνων, το χρώμα και η γραφικότητά της την έκαναν να ξεχωρίζει απ’ όλες τις άλλες γειτονιές. Ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι ένας προσφιλής και γοητευτικός προορισμός για Έλληνες και ξένους.
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της είναι οι πολυάριθμες ταβέρνες της, με μερικές εξ’ αυτών να κουβαλάνε στην πλάτη τους πολλά χρόνια ιστορίας. Η ταβέρνα ξεκίνησε ως χώρος παραγωγής και πώλησης κρασιού και φυσικό επακόλουθο ήταν να εξελιχθεί σε τόπο κοινωνικής επαφής, όπου αρχικά σύχναζαν τα κατώτερα λαϊκά στρώματα του ανδρικού, κυρίως, πληθυσμού.
Στεγάζονταν συνήθως σε ισόγεια, σε ανήλια ημι-υπόγεια ή σε υπόγεια κατοικιών, μια και η ωρίμανση του κρασιού απαιτούσε χώρο σκιερό. Η σχέση του ταβερνιάρη με τους πελάτες ήταν προσωπική και αυτός συχνά εκτελούσε χρέη ψυχαναλυτή ή εξομολόγου. Όπως γράφει ο Κ. Αθάνατος «Η ταβέρνα είναι το αγιώτερο εξομολογητήριο, το καθαρτήριο των ψυχών, όπου με μερικά ποτηράκια παύουμε να λέμε ψέματα. Γι’ αυτό και μόνο στον ευλογημένο χώρο της λύνουμε όλες μας τις διαφορές». Και όταν τα χρήματα δεν έφταναν, οι ανοικτοί λογαριασμοί και τα βερεσέδια γραφόντουσαν σε πινακάκι με κιμωλία, πάνω στα βαρέλια, μέχρι να ξοφληθούν. Αυτό ήταν το λεγόμενο «τεμπεσίρι», κοινώς η αγορά επί πιστώσει (τεμπεσίρι σημαίνει κιμωλία).
Όπως διαβάζουμε στα «Αθηναϊκά», «η πρώτη ταβέρνα της Πλάκας γεννήθηκε μαζί με τη νέα πόλη, το 1835, και έζησε περίπου έναν αιώνα, πριν παραδώσει τη θέση της στη νέα χρήση που ήταν ιαματικά λουτρά! Δημιουργός της ο γερο-Κούβελος, απομεινάρι της προεπαναστατικής εποχής, γηγενής Αθηναίος. [...] Έχτισε το σπιτάκι του στην Πλάκα, ακριβώς πίσω από το ιερό της Αγίας Σωτήρας, στη στενή οδό Κόδρου. Νοικοκύρης, φορούσε βράκες και ήταν εργατικός. Στο κάτω μέρος του σπιτιού άνοιξε μια ταβέρνα για να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Μια ταβέρνα που έμελε να ζήσει επί έναν αιώνα, έχοντας άλλους κατά καιρούς ταβερνιάρηδες. Ο Κούβελος παραχώρησε τη διεύθυνση του μαγαζιού σε έναν άλλο νοικοκύρη γηγενή, τον Τζουτζούρη». Όταν αυτός γέρασε, ανέλαβε ο μπαρμπα-Γιάννης, ο Κανάκης.
Η ταβέρνα του Τζουτζούρη είχε ακόμη και τους θεούς πελάτες, σύμφωνα με τους στίχους του Τ. Μωραϊτίνη: «Και το σούρουπο σαν φτάνει/βγαίνουν οι θεοί σεργιάνια/και τα κοπανάν για γούρι/Ωχ! Στην ταβέρνα του Τζουτζούρη». Η ταβέρνα αυτή έγραψε ιστορία και ως ένα ιδιόρρυθμο ωδείο, από το οποίο πέρασαν όλοι οι γνωστοί καλλιτέχνες του μουσικού θεάτρου και εκκόλαψε δύο γενιές κανταδόρων. Υπήρξε δε έμπνευση για ποιήματα που μελοποιήθηκαν και έγιναν αξέχαστα τραγούδια. Όπως δε γράφει ο ιστορικός Κώστας Χατζιώτης «η θρυλική ταβέρνα του Τζουτζούρη, αν είχε την καλή τύχη να βρίσκεται σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή μεγαλούπολη και όχι στην Αθήνα, θα αποτελούσε σήμερα πραγματικό μουσείο μουσικής και λαϊκής παράδοσης, αφού εδώ επί δεκαετίες γεννιόντουσαν χορωδίες και αναδεικνύονταν φωνές μοναδικές κάτω από την έμπνευση του μεγάλου τροβαδούρου της Αθήνας, του Δημ. Ροδίου».
Μέσα στις ταβέρνες, τους λαϊκούς αυτούς χώρους με τον λιτό διάκοσμο, τα ξύλινα τραπέζια χωρίς τραπεζομάντηλο και τα βαρέλια γύρω γύρω, η ρετσίνα κεχριμπάρι (παραγωγή του κάθε ταβερνιάρη), έρεε αφειδώς, συνοδεύοντας τους λιγοστούς, νόστιμους μεζέδες και τα κρασοτράγουδα που ακουγόντουσαν έφερναν το κέφι, χαλάρωναν τους θαμώνες, αλλά και τους βοηθούσαν, γύρω από ένα «κατοστάρι» «ν’ αφήσουν την κάθε τους τη σκέψη μες στο κρασί τους να μουσκέψει», όπως τραγουδούσε ο Ορέστη Μακρής ως «Μεθύστακας», και να ξεχάσουν για λίγο σεβντάδες, ντέρτια και καημούς ή ανεκπλήρωτους έρωτες, όπως ακούμε στο τραγούδι του Αττίκ: «Το στυμμένο το σταφύλι, το κρασάκι το γλυκό/ενάντιον της αγάπης είν' το μόνο γιατρικό. Ταβερνιάρη, μην αφήνεις το ποτήρι μου αδειανό/Γιατί μόνο σαν μεθύσω τον καημό μου λησμονώ.
Πολλά κρασοτράγουδα ακούστηκαν, εκτός από τις ταβέρνες, σε οπερέτες, σε επιθεωρήσεις όπως οι «Απάχηδες των Αθηνών», ο «Παπαγάλος του 1932» η «Πεισματάρα» κ.ά. και ο χαρακτήρας του «μπεκρή», που ουκ ολίγες φορές έγινε «μπεκρής για τα δυο ματάκια μιας μικρής», πρωταγωνιστούσε σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ενδιαφέρον δε έχει η προέλευση της λέξης «μπεκρής», η οποία μας πάει πίσω, στα χρόνια της τουρκοκρατίας και στην αίρεση των μπεκρήδων, τους οπαδούς του μοναχικού τάγματος του Μπεκρί, που λάτρευαν τον Αμπού Μπερκ (πεθερό του προφήτη Μωάμεθ και πρώτο χαλίφη του Ισλάμ), στους οποίους επιτρεπόταν η κατανάλωση κρασιού και άλλων οινοπνευματωδών ποτών. Η αίρεση αυτή, ήταν ευρέως διαδεδομένη στους μουσουλμάνους εμπόρους του Παζαριού και έτσι οι θαμώνες των ταβερνών, ταυτίστηκαν μ’ αυτούς και η λέξη μπεκρής έμεινε στην ελληνική γλώσσα ως συνώνυμο του ταβερνόβιος ή μέθυσος.
Με την πάροδο των χρόνων οι ταβέρνες αλλάζουν, εξελίσσονται, μουσικοί παίρνουν τη θέση των πλανόδιων οργανοπαικτών και της λατέρνας, οι καντάδες γίνονται λαϊκό τραγούδι, η πελατεία διευρύνεται. Διανοούμενοι, ποιητές, πολιτικοί, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι τις διαλέγουν όλο και πιο συχνά σαν τρόπο ψυχαγωγίας και με την είσοδο των γυναικών σ’ αυτές παύουν να ’ναι χώροι αποκλειστικά ανδρικοί.
Ο κατάλογος με τις πλακιώτικες παλιές ταβέρνες, με τη λατέρνα και το σκουμπρί, που δεν υπάρχουν πια, είναι μεγάλος: Ο Βάκχος, η Μουριά, ο Παράδεισος, Tα επτά αδέλφια, η ταβέρνα του Βλάχου, του Γιαμβριά, του Κρητικού, του Κιουπή, του Ρούκουνα, του Τσεκούρα, του Φάντη είναι μόνο λίγες εξ’ αυτών. Κάθε μία άφησε το αποτύπωμά της στην ιστορία της συνοικίας και στη μνήμη όλων όσοι τις έζησαν.
Παρακάτω αναφέρονται μερικές από τις σημαντικότερες, που ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους λίγα ή πολλά χρόνια πριν. Μια απ’ αυτές, το Μεθυσμένο καράβι (Αφροδίτης 7), του ταλαντούχου και ταπεινού διηγηματογράφου της γενιάς του ’30, Μίχου Κάρη (φιλολογικό ψευδώνυμο του Μιχαήλ Καρυστινού), ο οποίος γύρισε ανάπηρος από τον πόλεμο του ’40, εξαιτίας κρυοπαγημάτων που έπαθε στο μέτωπο. Η χαρακτηρισμένη ως «λογοτεχνική» ταβέρνα, με το όνομά της να παραπέμπει στο ομότιτλο ποίημα του Αρθούρου Ρεμπό και την ταμπέλα στην είσοδό της που έγραφε «Όπου ανοίγει μια ταβέρνα, κλείνει μια φυλακή», υπήρξε για πολλά χρόνια (1942-1962) αγαπημένο στέκι φοιτητών της Νομικής και της Φιλοσοφικής, διανοούμενων (Λουντέμης, Σικελιανός, Βρεττάκος κ.ά.), αντιστασιακών και αναπήρων πολέμου. Σήμερα στη θέση της βρίσκεται το κτίριο του αρχιτέκτονα Κλέονα Κραντονέλλη.
Άλλη μια ταβέρνα από τα χρόνια εκείνα, τα πολύ παλιά, η οποία λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα, ήταν τα φημισμένα και βραβευμένα «διά την άριστην ποιότητα του οίνου» Μπακαλιαράκια του Δαμίγου. Άνοιξε το 1864 από την οικογένεια Καραμαλέγκου, αλλά έγινε ευρέως γνωστή όταν την ανέλαβε ο γαμπρός τους, ο Γιώργος Δαμίγος, μετά τον γάμο του με την κόρη τους, τη Μαρουλία. Στεγαζόταν σ’ ένα υπόγειο της οδού Κυδαθηναίων 41 και είχε σήμα κατατεθέν μια αρχαία μαρμάρινη κολώνα, στο μέσον της κύριας αίθουσας, η οποία στήριζε το ταβάνι. Εκεί, όπως έλεγε ο Μάνος Κατράκης, εξαίροντας τη σπεσιαλιτέ της ταβέρνας, που τη διαφοροποιούσε από τις υπόλοιπες, «δεν πήγαιναν για να φάνε μπακαλιάρο, αλλά πήγαιναν για προσκυνήσουν». Υπήρξε αγαπημένο στέκι γνωστών προσωπικοτήτων και ηθοποιών του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και τόπος γυρίσματος σκηνών από ταινίες, όπως ο «Μεθύστακας» με τον Ορέστη Μακρή, ο οποίος ήταν δεύτερος ξάδελφος του Γ. Δαμίγου.
Από την ταβέρνα του Ζαφείρη του Γυφτογιάννη (Θέσπιδος & Τριπόδων), που ως σπεσιαλιτέ είχε το κυνήγι, είχε περάσει όλη η αθηναϊκή μεταπολεμική αριστοκρατία, αλλά ακόμη και ο άλλοτε διάδοχος του αγγλικού θρόνου Εδουάρδος Η’ με την αγαπημένη του, Ουάλλις Σίμψον, κατά τη διάρκεια ταξιδιού τους στην Ελλάδα, λίγους μήνες μετά την ενθρόνισή του και λίγους πριν την παραίτησή του από τον θρόνο (1936). Η ταβέρνα ήταν γνωστή και με παρατσούκλι «Παράρτημα του Υπουργείου των Εξωτερικών», μια και διπλωμάτες ήταν από τους τακτικούς θαμώνες της. Εκεί, όπως λέγεται, δόθηκε και ένα από τα πρώτα ραντεβού του Αλέξανδρου Λυκουρέζου με την ηθοποιό Ζωή Λάσκαρη, λίγο πριν της κάνει πρόταση γάμου.
Η ταβέρνα του Ξυνού, με τον ωραίο κήπο με τις μουριές και το αγιόκλημα, στην οδό Γέροντα, διακοσμημένη με τις μεγάλες τοιχογραφίες παραστάσεων από τη ζωή της παλιάς Αθήνας, του ζωγράφου του Μεσοπολέμου Παπαγεωργίου, που υπόγραφε ως «Ντόρις», φιγουράριζε σε κάθε ταξιδιωτικό οδηγό. Εκεί διασκέδασαν τρώγοντας, πίνοντας ρετσίνα και ακούγοντας ωραίες μελωδίες από τους μόνιμους κιθαρωδούς, διάσημες προσωπικότητες από τους χώρους των γραμμάτων, των τεχνών αλλά και της πολιτικής, και γι’ αυτό τον λόγο ήταν αγαπημένο στέκι των πολιτικών συντακτών.
Ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία της ταβέρνας Κληματαριά, στην οδό Κλεψύδρας. Ως «ηθικός αυτουργός» για το άνοιγμά της θεωρείται ο Αριστοτέλης Ωνάσης, θαμώνας της παραπλήσιας ταβέρνας ο «Κρητικός», όπου δούλευε ως σερβιτόρος ο Μάκης Καμάρας. Αυτός, έχοντας αναπτύξει καλές σχέσεις με τον Ωνάση τού εκμυστηρεύτηκε ότι ονειρευόταν κάποια στιγμή ν’ ανοίξει το δικό του μαγαζί. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε άμεσα, μια και την επόμενη μέρα, ένας σοφέρ τού πήγε μια βαλίτσα με χρήματα, δώρο από τον εκατομμυριούχο. Στην ταβέρνα αυτή έχουν γυριστεί σκηνές από τις ταινίες «Ο μεθύστακας» και «Αλοίμονο στους νέους».
Ο Θεόφιλος Θεοφίλου και η όμορφη γυναίκα του Ιώ, η περίφημη Κίτυ Άλμα (από τις καλύτερες φωνές του Αττίκ και αδελφή της χορεύτριας Λίντας Άλμα, συζύγου του Μάνου Κατράκη), η οποία «άφησε τη σκηνή για να σερβίρει φασολάδα», όπως γράφει ο Γ. Πίττας, άνοιξαν τη δεκαετία του ’40, την ταβέρνα Θεόφιλος (Βάκχου 1 & Βύρωνος). Βρισκόταν σ’ ένα νεοκλασικό, χαμηλό σπιτάκι, με ανθοστόλιστο κήπο, στο στενό δρομάκι της οδού Βάκχου, με θέα τον βράχο της Ακρόπολης. Η ταβέρνα γρήγορα έγινε μία από τις πιο γνωστές της Αθήνας και αγαπημένη γνωστών προσωπικοτήτων, με τη φήμη της να βγαίνει εκτός συνόρων. Εκεί, έκανε τα πρώτα καλλιτεχνικά της βήματα η Νάνα Μούσχουρη – κάτι που δεν ξέχασε ποτέ και κάθε φορά που επισκεπτόταν την Ελλάδα περνούσε από την ταβέρνα.
Όπως μας είπε ο Δ. Θεοφίλου (γιος του Θεόφιλου και ιδιοκτήτης του «Μαγεμένου Αυλού», στο Παγκράτι) «η ταβέρνα ήταν “σταθμός” μετά την παραστάσεις του Ηρωδείου, γιατί λόγω θέσης, πολλοί θεατές και καλλιτέχνες σταματούσαν για ένα κρασάκι, σπιτικό φαγητό και μουσική κιθάρας». Ενδιαφέρουσα και ίσως άγνωστη λεπτομέρεια είναι η συγγένεια του Θεόφιλου με τον διάσημο παγκόσμιο πρωταθλητή της επαγγελματικής πάλης Τζιμ Λόντο ή Χρήστο Θεόφιλο, ο οποίος ήταν θείος του (ο μικρότερος αδελφός του πατέρα του).
Από το παλκοσένικο της ταβέρνας του Παπαχειμώνα, στην οδό Μνησικλέους, η οποία γνώρισε μέρες μεγάλης δόξας τις δεκαετίες του ’50 και ’60, πέρασαν γνωστά ονόματα του θεάτρου και του τραγουδιού. Στη μνήμη των μεγαλύτερων έχουν μείνει αξέχαστοι οι αποκριάτικοι χοροί μετά μουσικής από την ορχήστρα του Μουζάκη.
Περνώντας από το πανέμορφο κτίριο του 18ου αιώνα –πρώην οικία των αρχιτεκτόνων Κλεάνθη και Σάουμπερτ–, όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (Θόλου 5), δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι εκεί, μέχρι το 1970 περίπου, λειτουργούσε η ταβέρνα Παλαιό Πανεπιστήμιο.
Από το 1948 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, στο αρχοντικό που βρίσκεται στη γωνία Φλέσσα και Κυρρήστου, πρώην κατοικία της οικογένειας του Δημητρίου Γάσπαρη –προξένου της Γαλλικής Δημοκρατίας, διορισμένου από τον Βοναπάρτη, το 1802–, γνωστό για την περίφημη ομώνυμη μαρμαρένια σκάλα, λειτουργούσε η κοσμική ταβέρνα Παλιά Αθήνα, απ’ όπου εκτός από τους φανατικούς θαμώνες, είχαν παρελάσει γνωστά αστέρια της αθηναϊκής σκηνής (Ρένα Βλαχοπούλου, αδελφές Μπρόγιερ, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Δούκισσα κ.ά.). Εκεί επίσης είχαν γυριστεί σκηνές από πολλές ελληνικές ταινίες.
Σ’ ένα αρχοντικό νεοκλασικό στην οδό Στράτωνος υπήρχε η ταβέρνα Αμβροσία, γνωστή όχι μόνο για την ωραία διακόσμηση με τις τοιχογραφίες του Σαββάκη και το καλό φαγητό και κρασί, αλλά για την υπέροχη μουσική από μουσικούς της Λυρικής Σκηνής. «Κάποια βράδια της εβδομάδας, μετά τις πρόβες, έρχονταν και άλλα μέλη της Λυρικής για κρασοκατάνυξη και τότε απογείωναν τις αισθήσεις», όπως γράφει η Α. Σκουμπουρδή, η οποία είχε την τύχη να τους απολαύσει αρκετές φορές.
Βιβλιογραφία:
- Αθάνατος Κώστας, «Ταξείδι στην παλιά Αθήνα. Δώδεκα άρθρα από το ‘‘Ελεύθερον Βήμα’’» (1928), εκδ. Δήμος Αθηναίων, Πολιτισμικός Οργανισμός, Αθήνα, 2001.
- Ζάχος-Παπαζαχαρίου Ευάγγελος, «Η πιάτσα», εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1995.
- Καιροφύλας Γιάννης, «Στης Πλάκας τις ανηφοριές...», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 2007.
- Καμπούρογλου Δ. (1926), Σταθάκης-Καλέργης Ν. (1947), Παπαγεωργίου-Βενετάς Α. (2002), «Η σκάλα του Γάσμπαρη. Η ιστορία ενός αθηναϊκού σπιτιού», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2003.
- Πίττας Γεώργιος, «Η αθηναϊκή ταβέρνα», εκδ. Ινδικτος, Αθήνα, 2016.
- Σκουμπουρδή Αρτεμις, «Μοναστηράκι-Πλάκα. Οι γειτονιές των θεών», εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2016.
- ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. ΠΛΑΚΑ. Ο αρχαιότερος οικισμός της Ευρώπης, Αθήνα, 26 Ιουνίου 1996.
Ηλεκτρονικές πηγές:
Δειτε περισσοτερα
Τι μας είπε λίγο πριν από την κυκλοφορία του νέου της EP, «The Villain»
Βρεθήκαμε στα Few Studios πριν το live που «δεν έχουμε ιδέα τι μας περιμένει»
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Πλάκας είναι οι πολυάριθμες ταβέρνες της, με μερικές εξ’ αυτών να κουβαλάνε στην πλάτη τους πολλά χρόνια ιστορίας
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν
Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε