Θεματα

Η άγνωστη γεύση της Ρόδου μέσα στην καρδιά της τουριστικής ζώνης

Γιατί τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται!

Ελένη Ψυχούλη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Στάμα και το Κουμπα-raki είναι δυο νόστιμα μυστικά στην καρδιά της τουριστικής Ρόδου που ξέρουν μόνο οι ντόπιοι

Το Φαληράκι της Ρόδου δεν κοιμάται και δεν σταματά να πίνει ποτέ. Ξεκινά τη μέρα του με beans and bacon, στην πιο αγγλική επικράτεια της Ρόδου, εκεί όπου ακόμη και τα προϊόντα στο σούπερ μάρκετ μιλάνε μόνο αγγλικά και η τηλεόραση αναμεταδίδει λάιβ τα εγγλέζικα πρωινάδικα, εδώ που ο άνεμος δεν πλησιάζει ποτέ, στα πέντε χιλιόμετρα της φαληραϊκής ακτογραμμής. Ψιλή άμμος, κυανόλευκες ξαπλώστρες σε αλλεπάληλες διατάξεις, φλούο energising αναψυκτικά, κοκτέιλ με χάρτινα ομπρελίνα, δυνατές μουσικές, bungee, katapelt, slink shot, sky diving, giant trampolino και όλες οι extreme εφευρέσεις. Αν φτάσεις στα όριά σου, μπαίνεις στην καμπίνα για ένα αυτόματο υδρομασάζ που θα σε επαναφέρει από τις κραιπάλες και την τρομάρα που έφαγες στο bungee. Όπως είσαι με το μαγιό, κάνεις διάλειμμα για moto cross, μια περιποίηση νυχιών με ψαράκια, cart ή μια παρτίδα γκολφ. Η  χαλάρωση εδώ έχει χρώμα και ήχο, από τα αλεξίπτωτα, από τις χαρούμενες φωνές όσων παίζουν με τις μπανάνες και τα rings, εκτός αν είσαι ήδη στο νερό για ένα γρήγορο σκι ή μια ξενάγηση στις γειτονικές παραλίες με το καραβάκι με τον διαφανή πάτο.

Η Στάμα, ένα καλά κρυμμένο μυστικό στο Φαληράκι της Ρόδου

Και μέσα σε όλο αυτό το καθόλου ελληνικό παραμύθι, όπου οι διακοπές φαντάζουν σαν ένα τεράστιο λούνα-παρκ για ενήλικες, να σου το ταβερνάκι της Στάμας, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων στον μώλο. Διότι, ναι, μέσα στη μέση και κεντρικότατα στον κακό χαμό, υπάρχει ένα μικρό λιμανάκι, σαν κάποιος να φύτεψε μια καρτ ποστάλ του ’60 καταμεσής ενός θαλάσσιου πάρκου με μεθυσμένες Εγγλέζες και ριψοκίνδυνες ατραξιόν. Τα γραφικά βαρκάκια και τα ψαροκαϊκάκια σβήνουν και δεν πιάνουν χαρτωσιά, μέσα σε τόσο φλούο σού φαντάζουν ασπρόμαυρα. Όμως, σ’ αυτό το μικρό λιμανάκι, η ζωή επιμένει παλιά και αυθεντικά ροδίτικη. Ψαράδες που μπαλώνουν τα δίχτυα τους, ξεψαρίζουν, στήνουν παραγάδια, οι ίδιοι αυτοί οι παλιοί, με την πλαστική παντόφλα, το ανεβασμένο ρεβέρ, τη φανέλα και την τραγιάσκα. Κολλητά στους ψαράδες και η Στάμα, που νομίζω δεν έχει κουνήσει από δω τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Τη Στάμα δεν μπορείς να τη φανταστείς χωρίς τους ψαράδες της αλλά ούτε και εκείνοι το λιμανάκι τους χωρίς εκείνη. Γελαστή, ολόγλυκια, γενναιόδωρη, επικοινωνιακή και πρόσχαρη, μ’ αυτή την τραγουδιστή ροδίτικη προφορά, η Στάμα είναι αξιοθέατο του Φαληρακίου ή αλλιώς, μια γυναίκα που έχει περάσει όλη της τη ζωή πάνω από ένα τηγάνι στη φωτιά του γκαζιού. Εκείνο το παλιό, το μαυρισμένο, που τηγανίζει τον πιο τραγανό και ζουμερό κολιό, το σαφρίδι, το λιθρινάκι, τη γόπα, το ό,τι τέλος πάντων θα βγάλουν οι ψαρόβαρκες, αυτό που θα καταναλώσεις κατευθείαν από το νερό, στη φρεσκάδα που δεν λέγεται «ημέρας» αλλά «στιγμής». Το ταβερνάκι της, μια πρόχειρη κατασκευή μέσα στο νερό, από τα παράθυρα μπαίνει το κύμα και το γαλάζιο, σαν να τρως σε πλεούμενο, με μια διακριτική, νεραϊδένια αύρα να σε δροσίζει, κατευνάζοντας τις υψηλές, φαληριώτικες θερμοκρασίες. Η Στάμα κάνει ταραμοσαλάτα που λατρεύουν όλοι οι καλοφαγάδες στο νησί και μια χωριάτικη με ντόπια λαχανικά και μπόλικα καπαροβλάσταρα, δροσάτη και ολοζώντανη, αυτή που θα έβαζες πλάι στο λήμμα «χωριάτικη» σε ένα ελληνοπρεπές γαστρονομικό λεξικό. Την απόλυτη!

Η Στάμα κάνει πέντε πράγματα και τα πέντε, μαγευτικά: συμιακό γαριδάκι στο τηγάνι, ονειρεμένη τηγανητή πατάτα, τηγανητό καλαμαράκι, τζατζίκι και ψαράκι. Κάνει και μαγικές ομελέτες, φουσκωτές και παραγεμισμένες με ό,τι της ζητήσεις, αλλαντικά, τυριά και λαχανικά. Και φυσικά, δεν παραλείπει να σερβίρει και το εθνικό πρωινό του Φαληρακίου, αβγά, φασόλια και λουκάνικα. Και σ’ αυτό, όμως, βάζει μια παλιά γεύση από Ελλάδα, όπως θα το έκανε η γιαγιά σου αν της ζητούσες να σου μαγειρέψει ένα english breakfast. Να ξεκινήσεις τη μέρα σου εδώ, να νοιώσεις αυτό το «πού στην ευχή βρίσκομαι!», ανάμεσα σε όλους τους χρόνους μαζί, τον χρόνο πριν τον τουρισμό, να συνδιαλέγεται με το πιο τουριστικό παρόν, πάνω από μια eggs and beans, που άμα χαλαρώσεις λίγο, γρήγορα θα γίνουν παγωμένες σούμες με τη γόπα που μόλις βγήκε από τον αφρό για να πηδήξει στο τηγάνι. Όλα σε τιμές σούπερ φιλικές.

Μώλος, Φαληράκι, 22410 86495

Το Κουμπα-raki στο Φαληράκι!

Οι Ροδίτες στο φαγητό τους είναι σαν τους Πολίτες και τους Σαλονικιούς. Μερακλήδες, απαιτητικοί και απόλυτοι. Στο μέρος όπου άκουσα πελάτες να διαγράφουν εστιατόριο που στις 10 το βράδυ τους σέρβιρε ψάρι μπαγιάτικο, ψαρεμένο το πρωί, ενώ το φρέσκο κατά την αντίληψή τους οφείλει να ψαρευτεί από μεσημέρι και εντεύθεν, το παραμικρό ολίσθημα τιμωρείται, μαγαζιά βγαίνουν από το ντόπιο ρεπερτόριο για του ψύλλου το πήδημα, που ούτε θα έβαζε με το νου του ο Αθηναίος. Επίσης, στη Ρόδο, κυκλοφορεί και ένα ακόμη παράδοξο: μπορεί να φας εξαιρετικά, παραδοσιακά, σπιτικά, μερακλίδικα και με ντόπια υλικά, κοινώς, μεγαλοπρεπώς και αξέχαστα, σε μαγαζιά που φαντάζουν τουριστικά, από κείνα με τις προσόψεις που παρουσιάζουν το μενού φωτογραφημένο, για να καταλάβει ο τουρίστας με μια ματιά τον μουσακά, να μην χαθεί στη μετάφραση. Αυτά τα μαγαζιά συνήθως διαθέτουν τη διπλή μάσκα του Ιανού και δυο διαφορετικές κουζίνες: μακαρόνια με κέτσαπ για τον ξένο, ντολμαδάκι σπιτικό για τον ντόπιο. Όχι όλα, αλλά όσα με ενθουσιασμό θα σου υποδείξει ο τοπικός καλοφαγάς. Κάπως έτσι είναι και το Κουμπαράκι.

Πάνω στην πολυσύχναστη Ακτή Μιαούλη, στις παρυφές της πόλης, από κει που ξεκινά η απεραντοτεράστια παραλία της πρωτεύουσας, μαζί και ο τουριστιστικός αχταρμάς, από κει που θα περάσεις μισό εκατομμύρια φορές στο ταξίδι σου, ένεκα το σημείο κομβικό και πέρασμα προς τον παράδεισο της Ιαλυσού. Αν ψάχνεις το κάτι ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, θα το προσπεράσεις αδίκως και θα το αναζητήσεις μόνον αν σε πάει ντόπια παρέα, οπότε και θα κολλήσεις. Οι τοπικοί καλοφαγάδες το μεταχειρίζονται σαν «σούμα με μεζέ», παρόλο που στο μενού του, όπως συνηθίζεται εδώ, θα βρεις τα πάντα, από μαγειρευτά μέχρι λουκάνικα και κρεατικά στη σχάρα. Ο δρόμος το χωρίζει στα δυο, στο κυρίως μαγαζί και στη θαλασσινή του πλευρά, με τις εξωτικές χόρτινες ομπρέλες, εδώ όπου θα αράξεις -κυριολεκτώ- με τα πόδια στο νερό. Αγνάντι απέραντο και θαλασσινό, θέα μέχρι την Τουρκία, από το τραπέζι ρίχνεις και τη βουτιά σου μέχρι να ’ρθει η παγωμένη μπίρα, η σούμα ή κάποιο από τα εμφιαλωμένα ελληνικά τσίπουρα της πολύ καλής συλλογής του με αποστάγματα απανταχού της επικράτειας.

Η θαλασσινή έκταση του Κουμπαρακίου είναι στενή και περιορισμένη κι αυτό το λέω για καλό, αφού δεν χωράνε πολλοί, άρα θα χορτάσεις θαλασσινό αεράκι, δροσιά, θέα, χαλαρό αραλίκι και μεζέ σε συνθήκες σχεδόν πριβέ. Δεν είναι τυχαίο που αν έρθεις μεσημέρι, εδώ θα σε βρει και ο καφές, εδώ και το μαγικό ηλιοβασίλεμα αντίκρυ σου ακριβώς, με κίνδυνο να μείνεις και για τις βραδινές μπίρες -για το σβήσιμο! που λένε και στη Ρόδο- με θέα αλλούτερη και κοσμοπολίτισσα, πέλαγο και στο βάθος τα φώτα της πόλης. Ο κατάλογος των μεζεδακίων μακρύς, οπότε θα μείνω στα «οπωσδήποτε» λαοφιλή, στον μαρινάτο γαύρο, στην τυροκαυτερή με την πλούσια γεύση και τα κομματάκια της κόκκινης πιπεριάς, στο μπουγιουρντί που ψήνει τη φέτα με άφθονο μπούκοβο, ντομάτα και πράσινη πιπεριά, στα εξαιρετικά, γεμάτα, ολόφρεσκα αχνιστά μύδια με το κρεμμύδι και τον μαϊντανό και στο ιδανικά τηγανισμένο καλαμάρι, κρύσταλλο απ’ έξω, βελούδο από μέσα στο πιο αλάδωτο σύνολο.

Θα πάρεις και ωραία, ζουμερή σαρδέλα στη σχάρα και γαύρο, τέλεια ψημένο θράψαλο, σαγανάκι με γαρίδες, ψαράκι ολόφρεσκο με νόστιμο, μουσταρδάτο λαδολέμονο. Προσωπικά, το πιο αγαπημένο μου πιάτο εδώ είναι το ξιδάτο, μαλακό χταπόδι με το λαδολέμονο, το οποίο περιποιούνται ιδιαιτέρως και όταν το μαγειρεύουν με κοφτό μακαρονάκι. Χαρά μεγάλη, που εδώ πάντα θα βρεις ζωντανά όστρακα, μπορεί και αστακουδάκι, μπορεί και καβουράκι. Και παραδεισένιο, τραγανό, σπαρταριστό τηγανητό μπαρμπουνάκι. Αν δεν χόρτασες, έχει και θαλασσινή μακαρονάδα. Αυτή η θέα, όμως, απέναντι, με τα σύννεφα να ζωγραφίζουν τον ουρανό πάνω από ένα γαλάζιο πελαγίσιο, που συνεχώς αλλάζει τόνους, το μόνο, ίσως, που αποζητά είναι ένα παγωμένο τσίπουρο και την πιατέλα με τις γυαλιστερές και τα κυδώνια πάνω στον πάγο τους.

Ρόδος, Ακτή Μιαούλη 20, 2241115746, 6944310305