Θεματα

Βάρσος, το «αιώνιο», αγαπημένο ζαχαροπλαστείο της Κηφισιάς

Σταθερή στάση σε όλες μας τις βόλτες προς τα βόρεια

Μανίνα Ζουμπουλάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο «Βάρσος» της Κηφισιάς είναι αυτό που οι Άγγλοι λένε “Institution”: αξιοσέβαστο, παντοτινό ζαχαροπλαστείο με τέλεια γλυκά

Σιγά την πρωτοτυπία ή/και την ανακάλυψη, θα πει κανείς, ο «Βάρσος» υπάρχει από το 1892 εκεί στην αρχή της Κηφισιάς πάνω από το παλιό στέκι του πρώην τροχονόμου, ΚΙ ΑΝ έχουνε γραφτεί κείμενα για πάρτη του, συνήθως διθυραμβικά. Αλλά… είχα πολλά χρόνια να πάω, βρέθηκα ξαφνικά με δύο φίλες στην πίσω αυλή, την ήσυχη, και εντυπωσιαστήκαμε από το πόσο κα-θό-λου δεν έχει αλλάξει το μαγαζί: οι προθήκες με τα γλυκά είναι ίδιες, οι τάρτες φράουλας, τα ρυζόγαλα, τα ζελέ (με σαντιγί και άλλες φράουλες, κατακόκκινες), οι μπεζέδες, οι μπακλαβάδες, τα κουλούρια, τα τσουρέκια, όλα είναι ακριβώς όπως τα είχα αφήσει τη δεκαετία του ’00, ίσως και του ’90. Τα γκαρσόνια είναι ευγενικά, τα τραπέζια έξω αραιά, η μυρωδιά του ψημένου ζαχαρωτού ορεκτική. Οι κυρίες που κάθονται μέσα, πλάι στη τζαμαρία, είναι αυτές που θυμάμαι, καλοντυμένες με τον casual τρόπο που φωνάζει «βόρεια προάστια», καλοχτενισμένες με τον ίδιο τρόπο, με διακριτικά μπιζού, με ωραίες τσάντες, με κομψά παπούτσια. Είναι οι κυρίες που αποκαλούμε «κάποιας ηλικίας» που όμως τώρα πλησιάζει τη δική μας ηλικία, απλώς δεν έχουμε καθόλου παρόμοιο λουκ, οι κυρίες του Βάρσου κι εμείς, δε πάει να είμαστε και συνομήλικες. Εκτός που είμαστε μικρότερες σίγουρα, δεν υπάρχει θέμα…

Πήραμε τσάγια και καφέδες, όλα ωραία, σε τιμές λογικές – το τσάι, με μέλι και συνοδευτικό τραγανό μπισκοτάκι, είχε 4 ευρώ, όσο έχει οπουδήποτε πια στην Αθήνα. Ήθελα να πάρω γλυκά για το σπίτι, τάρτες, πάστες, οτιδήποτε, αλλά η ουρά στην εξυπηρέτηση ήτανε μεγάλη και στο ταμείο επίσης, οπότε το άφησα. Κάπως περίμενα ότι θα εμφανιστεί από μια γωνιά ο παππούς μας ο Σταύρος να παραγγείλει ρυζόγαλο με πολλή κανέλα, κι ας έχει συγχωρεθεί από τα '80ς. Η μόνη αλλαγή στον «Βάρσο» είναι οι τουαλέτες, που τώρα (ή ίσως εδώ και 10 χρόνια;) τώρα τέλος πάντων έχουνε κωδικό, ο οποίος βρίσκεται πάνω στην απόδειξή σου: μια προφύλαξη από τυχόν τουρίστες, που θα έμπαιναν να πάνε προς νερού τους στο «Βάρσο»; Μα δεν έχει μισό τουρίστα η Κηφισιά… Γελάσαμε (λίγο) όταν πήγα στην τουαλέτα επειδή ξεχνάω τους αριθμούς αμέσως μόλις τους κοιτάξω σα να μη τους είδα ποτέ, αλλά ευτυχώς μπήκα-βγήκα με την απόδειξη στα δόντια χωρίς πρόβλημα.

Η μόνη διαφορά δηλαδή στο «Βάρσο» είναι οι τουαλέτες, που δεν είναι αυτές που ήτανε γιατί ανοίγουν με κωδικό. Από την άλλη, δεν πας στο «Βάρσο» για να κάνεις πιπί σου, παρά για να αγοράσεις παραδοσιακά, πατροπαράδοτα, υπέροχα γλυκά κάθε είδους. Και να θυμηθείς τα παλιά, ή και τον παππού σου, αν του άρεσαν τα σπιτικά ρυζόγαλα με αγνό γάλα καμπίσιας αγελάδας.

Απέναντι ακριβώς από την πόρτα του «Βάρσου» είναι ένα μαγαζί με αθλητικά είδη, με περίπου 800 πιτσιρίκια μαζεμένα απέξω σαν σχολική αποχή, όλα μαυροντυμένα, με χαλκάδες, σκουλαρίκια, αθλητικά παπούτσια τελευταίας τεχνολογίας, καπελάκια του ράγκμπι φορεμένα ανάποδα, σορτς, βερμούδες, ατμιστικά στο ένα χέρι, κινητά στο άλλο (χέρι). Σκεφτήκαμε ότι ίσως να μπαίνουν στον «Βάρσο» τα 14χρονα για την ανάγκη τους, αλλά καθίσαμε εκατό ώρες και κανένα τσικό δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Που δεν θα μπορούσε άλλωστε, χωρίς απόδειξη.

Περάσαμε ένα ωραίο ανοιξιάτικο απόγευμα στον άνετο κήπο του «Βάρσου» χαζεύοντας τις κυρίες, την τεράστια, φορτωμένη με ώριμα μούσμουλα μουσμουλιά, τον κόσμο που αγόραζε γλυκά, και τα γλυκά τα ίδια, ροδαλά, αφράτα και μοσχομυριστά στις βιτρίνες τους. Σαν καλοζωισμένα βορειο-προαστάκια που ξέρουν από μαρέγκα υψηλής ποιότητας…

Κασσαβέτη 5, Κηφισιά, 2108013743, 2108012472