Θεματα

Λ. Χατζηκυριακού, ο δρόμος με τις παλιές ψαροταβέρνες του Πειραιά

Η μια δίπλα στην άλλη, η μια απέναντι από την άλλη

Ελένη Ψυχούλη
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η λεωφόρος Χατζηκυριακού, στον Πειραιά, είναι ο δρόμος όπου οι παλιές, οικογενειακές ψαροταβέρνες εναλλάσσονται σε νοστιμιά, σε ένα σύμπαν που μοσχοβολά γλυκάνισο και χταπόδι στη σχάρα

Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ιωάννης Χατζηκυριάκος (ο ίδιος υπέγραφε Χατζηκυριακού) δώρισε στην πόλη το Ορφανοτροφείο Θηλέων που χάρισε το όνομά του στη μετέπειτα κεντρική λεωφόρο, ολόγυρα υπήρχαν μόνον οι αφιλόξενοι λόφοι της Πειραϊκής Χερσονήσου και ερημιά, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ο Σηματογράφος της Νέας Καλλιπόλεως. Λίγο αργότερα, πρώτοι βρήκαν εδώ καταφύγιο Ρόδιοι, Καρπάθιοι, Συμιακοί, Καστελλοριζιώτες και Καρπαθιώτες σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, οι πρόσφυγες αμέσως μετά. Ήρθαν και εργάτες από τα Καρβουρνιάρικα, τα ναυπηγεία και τους ταρσανάδες της ακτής Ξαβερίου. Φτώχια, μιζέρια, πέτρινα χρόνια. Κακοτράχαλοι δρόμοι, ούτε νερό, ούτε αποχέτευση, ανύπαρκτος νυχτερινός φωτισμός, εγκληματικότητα. Εδώ, πλάι στον Άγιο Νείλο γεννήθηκε ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και ο Μπαγιαντέρας εμπνεύστηκε το αθάνατο «Αποβραδίς ξεκίνησα μ' έναν παλιό μου φίλο, για το Χατζηκυριάκειο».

Το 1950, τα Δημοτικά Λουτρά έδωσαν μια πρώτη ανακούφιση στους ανθρώπους που κατοικούσαν στις παράγκες, τα παραπήγματα και τις καλύβες, σιγά-σιγά ήρθε ο πολιτισμός, οι ναυτιλιακές και λοιπές εταιρίες, οι τράπεζες, οι εκκλησιές, τα σχολειά. Αν πριν ή μετά το τηγανητό σου καλαμαράκι επιχειρήσεις έναν νοσταλγικό περίπατο στα πέριξ, πίσω από τον νέο πολιτισμό, θα συναντήσεις σπαράγματα των παλιών προσφυγικών, μισογκρεμισμένα νεοκλασικά, το παλιό άρωμα του λιμανιού. Αν τύχεις και στο ηλιοβασίλεμα, όταν ο ρόδινος ουρανός κάνει παρέα στον ήχο της σάλπιγγας στην υποστολή της σημαίας από τη Σχολή Δοκίμων, το ταξίδι στον χρόνο του κινηματογραφικού Πειραιά είναι εξασφαλισμένο. Για δες, το Αλικάκι σου κλείνει τσαχπίνικα το μάτι πριν πάει στο… Ναυτικό. Και δεν είναι ιδέα σου.

Η Μαργαρώ

Η ιστορία της λεωφόρου ξεκινά το 1944, με το τηγανιτζίδικο της Μαργαρώς, μνημείο, αναφορά και το μαγαζί που άνοιξε το θαλασσινό δρόμο για όλες τις υπόλοιπες ταβέρνες του δρόμου. Η Μαργαρώ Χανιώτη, ήρθε με τον άντρα της το '37 από τη Μύκονο, αναζητώντας μια ευκαιρία στον Πειραιά. Φορτωτής στο κάρβουνο εκείνος, η Μαργαρώ όλο και κάτι σκάρωνε, ταϊζοντας για λίγες δεκάρες τους λιμενεργάτες. Στα δύσκολα χρόνια του '44, αγόρασαν σχεδόν για το τίποτα την μπακαλοταβέρνα του Σαντορινιού, πλάι στην πύλη της Σχολής. Τρομαγμένος από τους βομβαρδισμούς, ο Σαντορινιός ήθελε να την ξεφορτωθεί αλλά η Μαριγώ έβλεπε ήδη μπροστά: «Πού θα πάει, σου λέει, κάποτε όλοι οι πόλεμοι τελειώνουν». Η περιοχή τότε ήταν του τρόμου, μαχαιρώματα, τσακωμοί, υπόκοσμος. Όμως η Μαριγώ επιβίωσε, μαγείρισσα της φτωχολογιάς, ελίτσες, τυράκι άντε και καμιά μαρίδα. Ο Παπαμιχαήλ που την εντόπισε, άρχισε να φέρνει μετά τις παραστάσεις τους μεγάλους πρωταγωνιστές σε αναζήτηση κουλέρ λοκάλ, μέχρι που η Μαριγώ αναπαύθηκε, το '74. Ο Λάζαρος και η Χαρίκλεια της επόμενης γενιάς, έβαλαν και μαγειρευτικά, πλούτισαν το μενού, το μαγαζί δεν έκλεινε ποτέ, κουράστηκαν, με τέσσερα κουτσούβελα στην πλάτη τους, δεν έβγαιναν και οικονομικά. Έκλεισαν, πουλούσαν ρετσίνα στα σπίτια αλλά επανήλθαν συντόμως με μια φαεινή ιδέα που συνέπεσε και με την ανάπτυξη της περιοχής. Γαρίδες και μπαρμπουνάκια τηγανητά, χωριάτικη. Η πρώιμη ιδέα ενός ελληνικού, θαλασσινού φαστφουντάδικου, έπιασε! Τέρμα πια οι μεροκαματιάρηδες. Τώρα οι καπεταναίοι, πλοιοκτήτες γεμίζουν τα τραπέζια. Σήμερα, τα εγγόνια συνεχίζουν την επιτυχημένη συνταγή. Εδώ θα έρθεις για ωραία χωριάτικη ακόμη και μέσα στο καταχείμωνο. Γαρίδα και ολόφρεσκο μπαρμπουνάκι ή κουτσομούρα, που τηγανίζεται χωρίς αλάτι, σε βαμβακέλαιο, με τραγανή κρούστα από αλεύρι φρυγανιάς. Για παρέα, μόνο λεμονάκι, ενίοτε μπορεί να βρεις και κανένα άλλο ψαράκι, ανάλογα με την ψαριά της ημέρας. Λ. Χατζηκυριακού 126, Πειραιάς, 2104514226

O Hλίας

Το πρώτο που θα σε εντυπωσιάσει είναι η αστραφτερή καθαριότητα, αυτή η μυρωδιά από σαπούνι που θυμίζει παλιούς προσφυγικούς συνοικισμούς, την παλιά νοικοκυροσύνη της «πάστρας». Ό,τι μέρα και να πας, ο κόσμος της γειτονιάς κρατά ζεστή και γεμάτη τη λιτή, απέριττη σάλα, που δεν έχει να σου πει κάτι με το ντεκόρ της. Πίσω από τα πλαστικά η θέα του δρόμου, μέσα η θέα της κουζίνας. Τα τρία ευγενέστατα παλληκάρια, γιοί του Ηλία, στη σάλα, η μαμά και η γιαγιά στα μαγειρέματα. Ζεστά χόρτα, παντζάρια, πατάτες, κολοκυθάκια, μια καυτερή πιπερίτσα παρέα και ένα μαγικό ελαιόλαδο από το Κρανίδι να ξεχωρίζει την απλή σαλάτα, από τις άλλες, τις διεκπεραιωτικές. Αχινός, σκέτος, ελληνικός, μόνο με τη θάλασσά του, στην πιο ονειρεμένη εκδοχή, εκεί όπου η φρεσκάδα αρνείται τα φτιασίδια του λαδιού. Μόνο με λίγο λεμόνι. Η καραβίδα που διάλεξες περπατά ακόμη ολοζώντανη, η σχάρα θα στην προσφέρει ζουμερή, με την ευωδιά της θάλασσας. Το καλαμάρι στη σχάρα σκέτο βούτυρο, κομμένο ολόκληρο στη μέση, με τον μαϊντανό, μια στάλα ρίγανη και το λίγο ελαιόλαδο. Οι περισσότεροι εδώ έρχονται για το σαγανάκι με τις γαρίδες που γίνεται με φρέσκια ντομάτα όλο το χρόνο, -οι μαγείρισσες δεν καταδέχονται το ντοματάκι της κονσέρβας- αλλά και για τη φέτα σφυρίδας που ψήνεται λουκούμι στη σχάρα. Να μην προσπεράσεις, όμως, και τη σαρδέλα-στον καιρό της. Ψημένη ανοιχτή, με λίγο κρεμμυδάκι, ντοματίνι, ρίγανη και το φίνο ωμό ελαιόλαδο, προσωπικά τρελαίνομαι να την τρώω σάντουιτς με το ζεστό, φρυγανισμένο, λαδοριγανάτο ψωμάκι. Και τα αχνιστά μύδια με το άρωμα από θάλασσα και μαϊντανό, γεμάτα και καλοδιαλεγμένα. Πορτοκαλόπιτα και ζεστός χαλβάς για τη χώνεψη που έρχεται χαυνωτική τις μέρες με καλό καιρό στο πεζοδρόμιο, ενορχηστρωμένη από το πηγαινέλα των αυτοκινήτων στη μεγάλη λεωφόρο. Τότε που η νύχτα μυρίζει γλυκάνισο και ούζο. Λ. Χατζηκυριακού 104, 2104511261

Ο Γιάννης

Λίγο πιο κάτω, ο Γιάννης είναι άλλη μια οικογενειακή, θαλασσινή ιστορία που ξεκίνησε… από το κρέας. Παλιός Συμιακός της γειτονιάς, ο Γιάννης είχε μια ζωή χασάπικο, δίπλα ακριβώς. Μια αρρώστια που τον κράτησε για μήνες στο κρεβάτι ήταν η αφορμή ή μάλλον η απόφαση της συζύγου, να τελειώνουν με τη στεριά και να πιάσουν τη θάλασσα, την οποία για να αναδείξουν, ανασκουμπώθηκαν οικογενειακώς, με νύφες, κόρες, γαμπρούς, μπατζανάκηδες και όλους αυτούς τους περίτεχνους τίτλους της ελληνικής οικογένειας. Πάστρα αστραφτερή και εδώ, γουστόζικη σάλα σαν οικογενειακή τραπεζαρία, κολαριστά γαλάζια υφασμάτινα τραπεζομάντιλα, πιο χαλαρό το έξω-μέσα που επιτρέπει και τον καπνό. Ζεστό φρυγανισμένο ψωμάκι και ένα γενναιόδωρο πιάτο με έλληνα αχινό, σκέτο, λιτό, με την ευωδιά του ιωδίου για αρχή. Βραστά κολοκυθάκια με ζεστά χόρτα και παντζάρια στη βραστή εκδοχή της σαλάτας, μια χωριάτικη που κοκκινίζει σαν Αύγουστος ακόμη και μέσα στο χειμώνα, να ταιριάζει ιδανικά με τη ντομάτα και το κρεμμυδάκι με τις τραγανές, πιο ελαφροτηγανισμένες δεν γίνεται, μπουκίτσες του γαλέου. Μύδια αχνιστά με το ζουμάκι τους και λίγο μαϊντανό και οπωσδήποτε συμιακό γαριδάκι που τρώγεται σαν πατατάκι-στο σπίτι των συμιακών, αποκλείεται να μην το τιμήσεις, είναι σπεσιαλιτέ. Καραβιδόψυχα τραγανιστή με μια σος μαγιονέζας, ταραμοσαλάτα βελούδινη, το καλαμάρι στη σχάρα σκέτο, ολόσκετο, όπως στα τσιπουράδικα του Βόλου, να σου δείχνει μόνο το τέλειο, μαστιχωτό ψήσιμό του. Το ίδιο και το χταπόδι. Από ψαράκι, θα βρεις όλη την γκάμα. Από ταπεινό γαυράκι, σαρδέλα και κουτσομουρίτσα μέχρι κανέναν αριστοκράτη σαργό-να το τονίσω όχι του ιχθυοτροφείου. Τελικά θα ενδώσεις στο μαριδάκι, το τραγανό, μ’αυτή την φλούο λευκή ολόφρεσκη, ζουμερή σάρκα, της φρεσκάδας και της μαεστρίας στο τηγάνι. Η μαρίδα ταιριάζει καλύτερα αν θες να ζήσεις το στόρι της γειτονιάς, της παλιάς ψαροταβέρνας με τα 30 χρόνια στην πλάτη της, που στο τέλος θα σε γλυκάνει με σπιτικό μπακλαβά και ραβανί πασπαλισμένο με καρύδα. Λ. Χατζηκυριακού 107, 210 4180160

Η Γοργόνα

Από την ταμπέλα ή την κλασική εξωτερική εμφάνιση, ίδια με όλων των υπολοίπων της λεωφόρου, θα σκεφτείς πως και η Γοργόνα θα σου σερβίρει κάτι ανάλογο με τους γείτονές της. Και εν μέρει, έχεις το δίκιο σου. Μια προθήκη με φρέσκο ψάρι, όστρακα και λοιπούς κατοίκους του βυθού, με μπόνους τον φρέσκο ελληνικό αστακό, τον οποίο δεν βρίσκεις σε όλα τα μαγαζιά της Χατζηκυριακού. Και εδώ θα σου ψήσουν ζουμερό το ψάρι σου, θα σου σερβίρουν ωραία χόρτα και τραγανό τηγανητό καλαμαράκι, ψητά λαχανικά, γαλέο τηγανητό με παντζάρια και όλα τα απαραίτητα της παραδοσιακής ψαροφαγίας. Η σπεσιαλιτέ, όμως, εδώ είναι η χυλωμένη ψαρόσουπα αλλά και η ψαρομαγειρική του Αμπού, που διαθέτει ένα δικό της, διαφορετικό άρωμα, αυτό που προδίδει την ανατολίτικη πλευρά του αφεντικού, που ξέρει να χειρίζεται τα μπαχάρια. Θα ξεχωρίσω τη ζουμερή σαρδέλα φούρνου, που ψήνεται φιλεταρισμένη, γεμιστή με ντομάτα, πιπεριά, σκόρδο, κρεμμύδι και μαϊντανό, το παστίτσιο με τόνο και σολομό, τα ολοτράγανα κεφτεδάκια με τόνο και σολομό που μοσχοβολούν φρεσκάδα και μπόλικο μαϊντανό ή η «Γοργόνα», που μεταφράζεται σε νοστιμότατο γκρατέν με λαχανικά και ψάρι. Λ. Χατζηκυριακού 73, 2104182900

Ο Φίλιππας

Κοψιά και ψυχή, ο Φίλιππας επιμένει εντελώς παραδοσιακά. Σε σενό ντεκόρ με κυανόλευκα κουρτινάκια, ο Φίλιππας είναι η επιτομή της τίμιας, οικογενειακής ψαροταβέρνας που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις γειτονικές, που από κάποιο χέρι της μοίρας έτυχε να προβληθούν περισσότερο στα έντυπα. Δεν ξέρω αν είναι που η ταμπέλα προτείνει το μαγαζί και σαν ουζερί αλλά κάτι σε πάει κοντά στον Φίλιππα αν έχεις κατέβει στον Πειραιά για μια παραδοσιακή τσιπουροκατάνυξη. Φτιάχνει κι αυτός εξαιρετική την πειραιώτικη, χυλωμένη κακαβιά, αφρό τηγανητό καλαμαράκι, νοστιμότατο, σαν σπιτικό, κριθαράκι με γαρίδες και κουτσομούρα και καβουροσαλάτα που φαίνεται να μην λείπει από κανένα τραπέζι. Έχει και ψαράκι φρέσκο να επιλέξεις και να σου το μαγειρέψουν όπως τραβά η ψυχή σου. Και νοσταλγικό ραβανί με τριμμένη καρύδα στο τέλος. Λ. Χατζηκυριακού 111, 2104533657

Ο Ξιφίας

Με τους έντονους γαλάζιους τοίχους και τα γαλανόλευκα τραπεζομάντιλά του, ο Ξιφίας της Γιολάντας, είναι άλλη μια κλασική ψαροταβέρνα. Από αυτές που θα σε υποδεχτούν με καψαλισμένο, ζεστό ψωμάκι και αν είναι η τυχερή σου μέρα, ολόφρεσκα αβγουλάκια αχινού, όπως εγώ τα λατρεύω, αφτιασίδωτα, μόνο με το θαλασσινό ζουμάκι τους. Εξυπηρέτηση σπιτική και με το χαμόγελο, κατά καιρούς, έχω να θυμάμαι την ολοτράγανη τηγανητή του πατάτα, τη βελουτέ πλούσια σε γεύση ψαρόσουπα, τα ωραία ντολμαδάκια, το κριθαράκι με τα μύδια, τα ωραία βρασμένα χόρτα, τα αλάδωτα, χρυσαφένια, τραγανά καλαμαράκια, την καραβιδόψυχα. Το λιαστό σκουμπρί πάει γάντι με το πρώτο τσιπουράκι της όρεξης, στο σωστό βράσιμο των ολοζώντανων λαχανικών και στην τελειότητα του μπακαλιάρου-σκορδαλιά νοιώθεις τη φροντίδα, που περιποιείται την παράδοση όπως της αξίζει, χωρίς να την προδίδει. Πορτοκαλόπιτα κερασμένη στο τέλος και ως επιμύθιο, η διαπίστωση. Χρόνια εδώ, όλες οι ταβέρνες, η μια δίπλα ή απέναντι από την άλλη, συναγωνίζονται η μία την άλλη και συνυπάρχουν εν ειρήνη, χάρη στη σταθερή τους ποιότητα. Αυτό συμβαίνει, όταν περιστοιχίζεσαι από ανταγωνιστές αλλά και από μια σταθερή πελατεία. Κάθε Σαββατοκύριακο, εδώ γίνεται χαμός! Το καλό νέο, είναι πως όπου κι αν βρεις ελεύθερο τραπέζι, δεν θα φύγεις παραπονεμένος. Λ. Χατζηκυριακού 133, 210 4280011

Το Υπερωκεάνιο

Φωτογραφία: Στάθης Χαρπαντίδης

Το Υπερωκεάνιο καταφέρνει να γεμίσει τα αμπάρια του με φίλους, που σαλπάρουν για χάρη του ακόμη και από τα βόρεια. Θα κόψεις εισιτήριο αν είσαι της πιο δημιουργικής, νέας γενιάς ψαροφαγίας, που όμως δεν ξεφεύγει από τη ρότα της πιο άπαιχτης, νοσταλγικής νοστιμιάς. Το παλιό ψυγείο, οι πολύχρωμες καρέκλες και τα τραπεζάκια του παλιού καφενείου φρεσκάρονται σε μια νεο-ρουστίκ αισθητική, το πεζοδρόμιο όλους τους καλούς χωρά και η Ιλόνα στην κουζίνα κάνει το θαύμα της να μοσχοβολά ιώδιο. Μικρό το μενού με αρκετά πιάτα ημέρας, εμείς πετύχαμε έναν ψητό γαλέο με γλυκόξινη σάλτσα και πατατοσαλάτα με φρέσκο κρεμμυδάκι και ντομάτα και μια μαγική σουπιά που ψήνεται στα κάρβουνα και γεμίζει με μια αρωματική σάλτσα από ταχίνι, ντομάτα και ωραίο ελαιόλαδο. Μεζές καλο-μαγειρευτός, με φρεσκάδα, με άποψη, ολίγον τί νεωτεριστικός, χορταστικός, με βαθιά, σπιτική νοστιμιά. Οι θαμώνες θα σου μιλήσουν για το απερίγραπτο τηγανητό-μπαστουνάκι κολοκυθάκι με τη γιαουρτένια σος, εμείς δοκιμάσαμε την άποψη του πιο μαγειρευτού, όπως τα ζεστά γιαχνιστά χόρτα με μανιτάρια και ζωντανό, ολόγλυκο ντοματάκι και ανάλαφρη ελαφρώς ντοματένια σάλτσα, ένα ποίημα μαγειρεμένο με τόση απλότητα. Το μαρινάτο λαβράκι, χορταστικό στο μάτι, μέσα σε μια απόλυτη ισορροπία λεμονιού και λαδιού, αποκτά προσγειωμένη φαντασία, που θα έστεκε «κύριος» στα πιο γκουρμέ τραπέζια! H ψητή, ολόφρεσκη σαρδέλα φιλετάρεται, ψήνεται ζουμερή, ξαπλώνει πάνω σε μια φρυγανισμένη φέτα από μαύρο προζυμένιο ψωμί με φρέσκια ντοματούλα και κρεμμύδι. Και πολύ καλό, παγωμένο ρακί για να πάνε κάτω τα φαρμάκια, να μυρίσει η ψυχή ανοιχτή θάλασσα και καλοκαίρι. Λ. Χατζηκυριακού 48, Πειραιάς, 210 4180030